Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 3 Μαΐου 2011

Κάποιο Μεγάλο Σάββατο στην Πόλη με τους κρυπτοχριστιανούς...

Σαρακοστή του 1955.  
Ό Αγιορείτης Πνευματικός βρέθηκε  στην  Κωνσταντι­νούπολη για να λειτουργήσει και να εξο­μολογήσει τους Χριστιανούς. Πρώτη φορά στον τόπο, μα δεν ένιωθε ξένος. Τον στείλανε σε μια μικρή Εκκλησία στο Γα­λατά όπου ξωμάχοι ναυτικοί και προσκυ­νητές δικοί μας ήταν το μικρό ποίμνιο του Χριστού. 

Να ανεβείτε πάνω, του είπε ό άνθρω­πος του Ναού, είναι και μερικοί ξένοι. Θέ­λουν να εξομολογηθούν. Είναι από μα­κριά. Να ‘ναι ευλογημένο, έκαμε ό παπ­πούς. Και με τί γλώσσα θα μιλήσουμε με τούτους τους ξένους πού πέρα απ’ τα ελληνικά άλλα δεν ξέρω; «Ας είναι... έχει ό Θεός».
Άμα ανέβηκε, καμιά δεκαριά χωρικοί περίμεναν στο μισοσκόταδο. Κι άμα τον αντίκρισαν βαλαν μετάνοια στρωτή. Ο πιο μεγάλος του μίλησε με διάλεκτο Πο­ντιακή. Τα 'χασε ό Γέροντας. «Είμαστε Χριστιανοί, πάτερ, από τον Πόντο κι ήρθαμε σήμερα να μας ξομολογήσεις και να μας μεταλάβεις». Να ‘ναι βλογημένο, είπε ό γέροντας, και σκέφτηκε πώς ό Θεός όλα τα οικονο­μάει με χάρη αφού ό ίδιος ό γέροντας γνώριζε την αρχαία λαλιά πού μιλούσαν τούτοι οι χωρικοί. Κι ό άνθρωπος συνέχισε· «Δεν αφήκαν οι Τούρκοι το χωριό μας τότε με την ανταλλαγή να φύγει για την Ελλάδα, γιατί τα νεφούζια μας (ταυτότητες) ήταν με ονόματα Τουρκικά. Στα φανερά το λοιπόν είμαστε Τούρκοι, μα στα κρυφά χριστιανοί και "Έλληνες και περιμένουμε να μας γλυ­τώσει ό Θεός από τη σκλαβιά. Στα φανε­ρά λεγόμαστε Χασάν και Μεμέϊ, μα τα πραγματικά μας ονόματα είναι Παναγιώ­της και Γιώργης. Και σε υπόγειες εκκλη­σιές γιορτάζουμε το Πάσχα, τα Χριστού­γεννα, της Παναγιάς, μόνοι δίχως παπά. Πριν την ανταλλαγή παίρναμε παπά από γειτονικά χριστιανικά χωριά και μας βάφτι­ζε, μας στεφάνωνε και μας λειτουργούσε. Τώρα τριάντα χρόνια και δεν έχουμε ακού­σει από χείλη παπά το «Χριστός Ανέστη». Και θάβουμε τους δικούς μας αδιάβαστους και τα παιδιά μας είναι αβάφτιστα, και μετά παντρεύονται χωρίς παπά. Ο Πνευματικός τα’ άκουγε σαστισμένος και του φαινόταν ότι διάβαζε συναξά­ρι της εποχής του Διοκλητιανού, μη μπο­ρώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα του. "Άμα συνήλθε κάλεσε το γεροντότερο και του είπε να πάρει από το παγκάρι τόσα κε­ριά όσες ψυχές είναι στο χωριό τους και να μοιράσει σ' όλους από μια δέσμη.
Ύστερα ασφάλισε τις πόρτες από μέσα κι άρχισε να ψάλλει τον Κανόνα του Μ. Σαββάτου «Κύματι θαλάσσης». Φόρεσε τα λευκά άμφια και βγήκε απ’ την Ωραία Πύ­λη μ' αναμμένη λαμπάδα και με φωνή τρε­μάμενη είπε «Δεύτε λάβετε φως». Αφού διάβασε το Β' εωθινό έψαλλε το «Χριστός Ανέστη». Όλοι τους αγκαλιάστηκαν και μόνο έκλαιγαν. Ό γέροντας πήρε στα χέ­ρια του ένα παιδί κι άρχισε και κείνος να κλαίει χωρίς σταμάτημα.-  Πάτερ, να 'χουμε την ευχή σου, κάτι ακόμα, ξανάπε ό μεγαλύτερος· τα παιδιά μας, παππούλη, είναι αβάφτιστα."Έμειναν σύμφωνοι και το βράδυ ό γερο-Πνευματικός, έκανε μυστικά τη βάφτι­ση των παιδιών. Ύστερα τα έβαλαν να κοιμηθούν κι οι μεγάλοι ξημερωθήκανε στο ναό. Τους ξομολόγησε ό γέροντας, τους έκαμε ευχέλαιο και παράκληση και ενόσω διάβαζε εκείνος, έψαλλαν γονατι­στοί το «Κύριε ελέησον» και «Παναγία Θεοτόκε σώσον ημάς». Μετά ζήτησε σε όλους τα κεριά την ήμερα του Πάσχα να τα δώσουν σε όλους στο χωριό και να τ' ανάψουν βαπτισμένοι και αβάπτιστοι και να ψάλλουν το «Χρι­στός Ανέστη». Και όσοι είναι βαπτισμένοι να μεταλάβουν από την Αγία Κοινωνία πού θα τους δώσει να πάρουν μαζί τους."Ύστερα τέλεσε τη λειτουργία και τους μετέλαβε όλους, πρώτα τα νεοφώτιστα, τις γυναίκες ύστερα κι έπειτα τους άνδρες. Όλα έγιναν εντάξει. Όταν τέλειωσαν, οι πιστοί κύκλωσαν τον πατέρα τους και δεν θελαν να τον αφήσουν. Θρήνος και οδυρμός για την καινούργια ορφάνια. Το πλοίο της γραμμής σφύριζε κι έπρεπε να φύγουν.   Σε παρακαλούμε, παππούλη, να μας μνημονεύεις να 'χουμε την ευχή σου.-   Να πείτε τις ευχές μου στους χρι­στιανούς. Να 'ναι καλά και να πιστεύουν στο Θεό και την Ελλάδα μας. Δεν θα σας λησμονήσω ποτέ. Ό Θεός να σας ευλογεί. Και πώς να λησμονήσει ό γέροντας τα δάκρυα πού βρέξαν τα χέρια του όταν προσευχόταν στο Θεό με τούτα τα λόγια. «Μνήσθητι της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων».
(Ελεύθερη Διασκευή από κείμενο του μακαριστού γέροντος Γαβριήλ Διονυσιάτου 
περί της τραγωδίας των Κρυπτοχριστιανών)