Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Η βάπτιση του Ιησού και η σημασία της

Αναδημοσίευση από την Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Θήρας

Το βάπτισμα Ιωάννου «εν ύδατι»
Μετά την προσέγγιση του γεγονότος της γνωριμίας και συνάντησης Ιησού και Ιωάννη είναι ανάγκη για μια ευρύτερη διερεύνηση και της βάπτισης του Ιησού από τον Βαπτιστή. Το βάπτισμα του Ιωάννη μπορεί να Θεωρηθεί ως ένα βάπτισμα μετανοίας, για την ουσιαστική ένταξη κάποιου στον πιστό λαό του Θεού, τον αληθινό Ισραήλ. Με το βάπτισμα πραγματοποιόταν ένα είδος κάθαρσης για την πραγματική ενσωμάτωση στην κοινότητα των αληθινών «τέκνων Αβραάμ» (Ματθ. 3,9· 7ωάν. 8,33 εξ. Ρωμ. 4,12). Γι’ αυτό και η πρόσκληση προς μετάνοια πριν από τη βάπτιση απευθυνόταν από τον Ιωάννη όχι μόνο προς τους αμαρτωλούς ή τους προσήλυτους στην ιουδαϊκή κοινότητα και πίστη, αλλά και προς όλους εκείνους που επιθυμούσαν ν’ ανήκουν στους προσδοκώντες τη Βασιλεία του Θεού. Επρόκειτο για ένα βάπτισμα μοναδικό, που δεν το συναντούμε στο ιουδαϊκό τελετουργικό τυπικό, και που ετελείτο αποκλειστικά και μόνο από τον Ιωάννη στα νερά του πόταμου Ιορδάνη και στην περιοχή της έρημου, όπου και το κήρυγμα μετανοίας. «Ονομάζεται «βάπτισμα μετανοίας εις άφεσιν αμαρτιών» (Μάρκ. 1,4).


Το βάπτισμα αυτό προϋποθέτει, ασφαλώς, την εξομολόγηση των αμαρτιών και την οριστική απόφαση για ουσιαστική μεταστροφή, όχι μόνο στην καθημερινή πράξη αλλά και στην καθόλου στάση έναντι των μεγάλων προβλημάτων της ζωής (βλ. Ματθ. 3,6 εξ.). Το βάπτισμα ύδατος του Ιωάννη είχε και θεωρητικό, συμβολικό χαρακτήρα. Συμβόλιζε την ηθική καθαρότητα και αγνότητα του ανθρώπου. Στη θεολογική δε γλώσσα εθεωρείτο αναγκαίο και για την προπαρασκευή του ανθρώπου εν όψει του εσχατολογικού βαπτίσματος. Το επικείμενο μεσσιανικό βάπτισμα «εν πνεύματι και πυρί» της νέας εποχής, έρχεται ως συνέχεια και προϋποθέτει πάντοτε το βάπτισμα ύδατος του Ιωάννη (Ματ. 3,11- Πράξ. 1,5• 11,16).


Η σημασία της βάπτισης του Ιησού


Η βάπτιση του Ιησού, τώρα, από τον Ιωάννη θεωρείται ως ένα πολύ σημαντικό και ιδιαίτερα ενδιαφέρον γεγονός για την ευαγγελική ιστορία και παράδοση. Είναι ένα γεγονός που επισημοποιεί, θα λέγαμε, τη δημόσια αναγνώριση και ύψωση του Ιησού στη μεσσιανική ιδιότητά του. Και οι τέσσερις Ευαγγελιστές περιγράφουν το γεγονός αυτό σε έκταση και με ιδιαίτερη σπουδή και το αναφέρουν όλοι πριν από τη δημόσια δράση του Ιησού, κατά τρόπο πολύ αποκαλυπτικό. Θεωρείται δε ιδιαίτερα χαρακτηριστική στο σημείο αυτό η σύγκλιση που παρατηρείται και στις δύο παραδόσεις, τη συνοπτική και την ιωάννεια, για την παρουσίαση και προβολή του Ιησού ως του μοναδικού και «αγαπητού» Υιού του Θεού η οποία γίνεται διά μέσου της βάπτισης και της θεοφάνειας. Ευγλωττότερος στην περιγραφή και στην έκθεση των λεπτομερειών της όλης σκηνής είναι ο Ευαγγελιστής Ματθαίος, (Ματθ. 3,13-17). Οι παρατηρούμενες διαφορές στις ευαγγελικές αυτές διηγήσεις είναι ελάχιστες και στρέφονται κυρίως γύρω από την επισήμανση του χρόνου της εμφάνισης του «πνεύματος του Θεού ωσεί περιστερά» (Ματθ. 3,16) και της ακριβούς στιγμής της επίσημης καθιέρωσης του Ιησού στη μεσσιανική αποστολή του.


Κατά τον Ματθαίο, ο Ιησούς έρχεται από τη Γαλιλαία στον Ιορδάνη ποταμό με μοναδικό σκοπό τη συνάντηση του Ιωάννη ώστε «βαπτισθήναι υπ’ αυτού». Με την ενέργειά του αυτή ο Ιησούς θέλει να φανερώσει εκτός των άλλων και ότι με δική του προσωπική θέληση και απόφαση έρχεται και υποτάσσεται στο θέλημα του Πατρός και ταπεινά μετέχει στα ανθρώπινα. Αν και κατά τη διαβεβαίωση του Βαπτιστή, ο Ιησούς δεν είχε «χρείαν» ούτε για

βάπτισμα, ούτε πολύ περισσότερο για άφεση αμαρτιών, αφού ήταν αναμάρτητος, εντούτοις προσέρχεται «του βαπτισθήναι υπ’ αυτού» και του «πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3,13-15). Χρονικά το γεγονός αυτό της βάπτισης θα πρέπει να έγινε κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 28 μ.Χ. και κατ’ άλλους αρκετά ενωρίτερα.


Η όλη περιγραφή της συνάντησης Ιησού και Ιωάννη δεν αφήνει περιθώρια για τη δημιουργία της εντύπωσης, ότι οι δύο άνδρες ήσαν εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους και ότι δεν θα είχαν προηγηθεί κάποια άλλη ή πολλές άλλες συναντήσεις πριν από αυτή της βάπτισης. Αντίθετα, μάλιστα, με την εμφάνιση του Ιησού μπροστά στον Ιωάννη και στο σημείο ακριβώς εκείνο του ποταμού όπου εβάπτιζε τους προσερχόμενους μετανοούντες, βλέπουμε τον Βαπτιστή ν’ αντιδρά έντονα στη θέα του Ερχόμενου και στη διάθεσή του να δεχθεί «βάπτισμα μετανοίας». Η όλη σκηνή φανερώνει μάλλον δύο πολύ γνώριμους μεταξύ τους άνδρες, που ενώ ο ένας επιμένει στο σκοπό της άφιξής του, ο άλλος αντιδρά, διότι «γνωρίζει» καλά τον προσερχόμενο και λέει: «εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» (Ματθ. 3,Κι). Αλλά όπως αποκαλύπτει ο Ιησούς, «ούτως γαρ πρέπον εστίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην». Έτσι ο Ιωάννης πειθαρχεί και υποτάσσεται στο «πρέπον» της θείας Οικονομίας και «αναγκάζεται» να βαπτίσει το νέο Ραββί, χωρίς ασφαλώς τη διαδικασία της εξομολόγησης των αμαρτιών, όπως συνέβαινε με όλους τους άλλους. Ο Ιησούς εισέρχεται στα νερά του Ιορδάνη, βαπτίζεται και «ο βαπτισθείς ευθύς ανέβη από του ύδατος», χωρίς καμία άλλη ενέργεια ή πράξη (Μχτθ. 3,16).


Αυτό το «ευθύς ανέβη» της περίπτωσης του Ιησού κατά τον Ματθαίο είναι ιδιαίτερα ενδεικτικό και μοναδικό, γιατί όπως ξέρουμε σε όλες τις άλλες περιπτώσεις βαπτίσεων παρουσιαζόταν μεγάλη καθυστέρηση και χρονοτριβή, αφού είχαμε εκτεταμένη αναφορά στη ζωή του βαπτιζομένου και σχετική «δημόσια» εξομολόγηση. Αυτό το «ευθύς ανέβη» υπογραμμίζεται με έμφαση και από την ιδιαίτερα περιληπτική διήγηση του αρχαιότερου των Ευαγγελίων, εκείνου του Μάρκου (1,10). Και τούτο, γιατί η εξομολόγηση των αμαρτιών γινόταν κατά τη διάρκεια της παραμονής του υποψηφίου εντός του ύδατος, είτε αμέσως με την είσοδό του στον Ιορδάνη είτε κατά την «τελετή» της βάπτισης. Για τον Ιησού υπογραμμίζεται από όλη την ευαγγελική παράδοση, ότι με την είσοδό του στα νερά του ποταμού «ευθύς ανέβη από του ύδατος» (Ματθ. 3, 16) ή «ευθύς αναβαίνων εκ του ύδατος…» (Ματθ. 1,10), για να γίνει σαφής διαστολή από όλες τις άλλες βαπτίσεις που έκανε ο Ιωάννης προς «άπαντα τον λαόν» (Λουκ. 3,21).


Βέβαια αυτό δεν σημαίνει πως το βάπτισμα του Ιησού δεν είχε καμιά σχέση με αυτό που αποκαλούμε «άφεσιν των αμαρτιών». Δεν έχουμε πράξη εξομολόγησης, γιατί δεν έχουμε προσωπικές αμαρτίες, αλλά το βάπτισμα του Ιησού έχει μεγάλη σχέση με τη σωτηρία του κόσμου και βαθύτατη σημασία για τις αμαρτίες των ανθρώπων. Ο Ιησούς ήταν αναμάρτητος αλλ’ έγινε «αμνός του Θεού» που πήρε επάνω του όλες τις αμαρτίες των ανθρώπων (Ιωαν. 1,29• 1,36). Έτσι το βάπτισμα του Ιορδάνη «προτυπώνει» και προαναγγέλλει το άλλο «βάπτισμα» του Ιησού, το θυσιαστικό του θανάτου του πάνω στο σταυρό (Μαρκ. 10,38• Λουκ. 12,50), όπου κατ’ ουσιαστικό τρόπο πραγματοποιήθηκε όχι μόνο η «άφεσις των αμαρτιών ημών» αλλά και η λύτρωση του κόσμου. Η δημόσια δράση και ζωή του Ιησού, βλέπουμε ότι πλαισιώνεται μεταξύ δύο ειδών βαπτίσματος, του πρώτου «ύδατι» και του δευτέρου «πυρί», δηλαδή μεταξύ ταπείνωσης, θυσίας και μαρτυρίου.


Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής παρουσιάζεται από τις ευαγγελικές περικοπές ωσάν να εγνώριζε καλά τον Ιησού από προηγούμενες συναντήσεις τους, να εκτιμούσε βαθύτατα τον άνδρα, και γι’ αυτό κατά τη στιγμή της προσέλευσής του στον Ιορδάνη αρνείται επίμονα τη βάπτισή του. Και μόνο όταν ο Ιησούς επιμένει και του αποκαλύπτει ότι «πρέπον εστίν», τότε και μόνο υποχωρεί και τον βαπτίζει. Ως εδώ τα πράγματα εξελίσσονται απλά και φυσιολογικά περίπου και υπογραμμίζεται με ιδιαίτερη έμφαση η βαθύτατη εκτίμηση και ο αλληλοσεβασμός που διέκρινε τη σβέση των δυο ανδρών.


Πιθανώς δε να υπονοείται στα κείμενα και κάποιο είδος «πρόγνωσης» που μπορεί να είχε ο Ιωάννης σχετικά με το «ποιός άραγε να είναι αυτός ο ερχόμενος». Αλλά τίποτε περισσότερο και τίποτε ουσιαστικότερο. Όλα βρίσκονται ως εδώ στο επίπεδο της προσωπικής και «προφητικής» του γνώσης και εμπειρίας. Η μεγάλη αποκαλυπτική στιγμή δεν έχει ακόμη φανερωθεί. Η αποφασιστική παρέμβαση του Ουρανού δεν φάνηκε ακόμη να πραγματοποιείται για να υποδείξει και να χρίσει τον Εκλεκτό. Μέσα σ’ αυτή την «αναμονή» και μόνο μετά το τέλος της σύντομης και «τυπικής» διαδικασίας της βάπτισης του Ιησού, έχουμε το «άνοιγμα» του Ουρανού και την «κάθοδο» του αποκαλυπτικού «σημείου» της θεοφάνειας (Ματθ. 3,16· Μαρκ. 1,10).


(Γεωργίου Π. Πατρώνου, «Η ιστορική πορεία του Ιησού», εκδ. Δόμος, σ. 241-245)