Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Δευτέρα 14 Μαΐου 2012

Ποντιακός Πολιτισμός: 30 Αιώνες Ελληνισμού

Από το στόμιο του Βοσπόρου ως την θρυλική Κολχίδα ανάμεσα στις εκβολές του Σαγγάριου στα δυτικά και του Τσορούκ (Άκαμψι) ποταμού στα τουρκογεωργιανά σύνορα, εκτείνονται περίπου 1.200 χιλιόμετρα άγριων και αφιλόξενων ακτών. Μεγάλα και απόκρημνα ορεινά συγκροτήματα με κορυφές που ξεπερνούν το 3.000 και 3.500 μέτρα σαν τεράστια φυσικά τείχη, κρατούν απομονωμένες στενές λωρίδες γης από τα οροπέδια και υψίπεδα της Κεντρικής Ανατολίας. Αυτές οι λωρίδες γης, που ισορροπούν ανάμεσα στις τρικυμίες των βοριάδων της Μαύρης Θάλασσας και τις καταιγίδες των βουνών, είναι ο Πόντος. Οι Ποντιακές Άλπεις και τα όρη της Κασταμονής είναι οι ορεινοί φύλακες της ποντιακής γης. Μόνο η αιώνια ροή των ποταμών Άλυ (Κιζίλ Ιρμάκ), και Ίρι (Γιεσίλ Ιρμάκ) κατάφερε να σπάσει το φράγμα των βουνών, σχηματίζοντας μια στενή κοιλάδα στο μέσον περίπου της ακτογραμμής χωρίζοντας τα βιλαέτια της Τραπεζούντας και της Κασταμονής.
Πηγή:Νόστος
Σε αυτόν το ερημικό, «αφιλόξενο» τόπο, ρίζωσαν οι πρώτες γενιές των Ελλήνων ποντοπόρων, χτίζοντας τους οικισμούς τους στα πόδια των γιγαντιαίων βουνών, ανάμεσα στους γκρεμούς των ακτών και τα πυκνά δάση, παλεύοντας με τα άγρια στοιχεία της φύσης αξιοποιώντας κάθε ελεύθερο κομμάτι γης. Ναυτικού, έμποροι, μεταφορείς διεύρυναν τους θαλάσσιους δρόμους της Μαύρης Θάλασσας και άνοιξαν τους χερσαίους δρόμους των βουνών προς την κεντρική Μικρασία και τις αγορές της Ανατολής. Στο πλαίσιο του οθωμανικού κράτους, οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Ποντίων και γειτονικών λαών, καθώς και με το κορυφαία εμπορική κέντρο της Ανατολής, την Κωνσταντινούπολη, ευνοήθηκαν σημαντικά. Έτσι οι ελληνικές κοινότητες ευημερούν αναπτύσσοντας μεγάλη εμπορική και πολιτιστική δραστηριότητα. Μεγάλες και μικρές πόλεις, σημαντικά εμπορικά και ναυτικά κέντρα, αλλά και πολλά χωριά είναι ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένες και δρουν οι κοινότητες των Ελλήνων. Αθήναι, Ριζαίο, Τραπεζούντα, Πλάτανα, Τρίπολις, Κερασούντα, Κοτύορα (Ορντού), Φάτσα, Οινόη, Αμισός (Σαμψούντα), Μπάφρα, Ποντοηράκλεια (Ερεγλί) είναι μερικές από τις παραθαλάσσιες πόλεις και τα χωριά όπου άκμασε ο Ελληνισμός. Έλληνες, Τούρκοι, Αρμένιοι, Κούρδοι, Λαζοί, λίγοι Ευρωπαίοι, Εβραίοι, Πέρσες και άλλες εθνικότητες μοιράζονται τη γη, τον ουρανό, τη θάλασσα και τις πολιτείες του Πόντου.
Ανάμεσα τους, το σπουδαιότερο λιμάνι του Εύξεινου Πόντου, η Τραπεζούντα. Πρωτεύουσα της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461) και έδρα του ομώνυμου βαλαετίου, του μικρότερου και πιο βροχερού της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Με 50. 000 κατοίκους στις αρχές του εικοστού αιώνα, εκ των οποίων γύρω στις 13.000 Έλληνες, ήταν επίνειο των Ερζιντζάν, Ερζερούμ, Βαν και Τυφλίδας και το μεγαλύτερο κέντρο για το διαμετακομιστικό εμπόριο της Περσίας. Η ακμή της ελληνικής κοινότητας οδηγεί στην ανέγερση ναών, την ίδρυση σχολείων και την κατασκευή επιβλητικών κτιρίων και πολυτελών αρχοντικών. Στην Τραπεζούντα λειτουργούσαν τράπεζες (οι περισσότερες ανήκαν σε Έλληνες Τραπεζούντιους), έξι ελληνικά δημοτικά σχολεία, κεντρικό Παρθεναγωγείο, μερικά ιδιωτικά σχολεία, και το περίφημο Φροντιστήριο (το πιο ονομαστό εκπαιδευτικό ίδρυμα του Πόντου), πολλά προξενεία, ασφαλιστικά καταστήματα, πρακτορεία ατμοπλοϊκών εταιριών, ναυπηγεία κατασκευής ιστιοφόρων, εν΄ψ η χρυσοχοΐα, η υφαντουργική, η βυρσοδεψία και η σιδηρουργία γνώρισαν σημαντική ανάπτυξη.

Άλλη εμπορική πόλη μετά την Τραπεζούντα και από τις πιο προσοδοφόρες του Πόντου, ήταν η Κερασούντα. Ιδρύθηκε το 630 π.Χ. από Μιλήσιους εκ Σινώπης και πήρε το όνομα της από τις πολλές κερασιές της. Στην αρχή του 20ού αιώνα είχε γύρω τις 20.000 κατοίκους, από τους οποίους, οι μισοί περίπου ήταν Έλληνες. Ήταν ονομαστή για τη μεγάλη εξαγωγή των φουντουκιών της προς την Ευρώπη και την Αφρική (περίπου 10.000.000 οκάδες τον χρόνο), που μαζί με τη ναυτιλία ήταν οι κύριες πηγές πλουτισμού.
Μεταξύ των μεγάλων ποταμών Άλυ και Ίρι, βρίσκεται η Αμισός (Σαμψούντα), αρχαία αποικία των Μιλησίων και ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, με μεγάλη εμπορική κίνηση λόγω της γεωγραφικής της θέσης και της εύκολης πρόσβασης, ώστε μέσω αυτής διεξάγεται το εμπόριο της ευφορότερης και πλουσιότερης ζώνης της Ανατολής. Ο καπνός και τα φύλλα ήταν κύριο εξαγώγιμο προϊόν της περιοχής (3.5 εκατομμύρια κιλά ετησίως), μαζί με το στάρι, τον αραβόσιτο, τα πίτουρα, τα λαχανικά, το μαλλί κ.ά. Στις αρχές του αιώνα είχε γύρω στις 20.000 κατοίκους από τους οποίους γύρω στις 7-8.000 Έλληνες και περίπου 10.000 Τούρκους και 1.000 Αρμένιους. Το 1902 η ελληνική κοινότητα διατηρούσε 4 κεντρικά σχολεία με 1.150 μαθητές, στα οποία προστέθηκε το 1912 το Τσινέκειο Γυμνάσιο.
Τα άφθονα νερά στο βιλαέτι της Κασταμονής ευνοούσαν την καλλιέργεια των οπωρικών. Βερίκοκα, ροδάκινα, κεράσια, αχλάδια, δαμάσκηνα και μήλα ήταν περιζήτητα στις αγορές της Ανατολής και ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη. Ο καπνός, τα δημητριακά, τα όσπρια και η ξυλεία από τα εκτεταμένα δάση της περιοχής ήταν μερικά ακόμη από τα προϊόντα του βιλαετίου αυτού, ενώ ιδιαίτερα αναπτυγμένη ήταν η κτηνοτροφία. Η Ινέπολη με τα φημισμένα ναυπηγεία, η Σινώπη, με τα βυρσοδεψεία, τα κεραμουργεία, τα συνάφια των οπλουργών και των χρυσοχόων, το πρώην άσημο Ζονγκουλντάκ με τα πλούσια ανθρακωρυχεία, και η Ποντοηράκλεια, με τις ονομαστές αγορές (Μπουγιούκ-Τσαρσί και Μπουζχανέ) με 500 και πλέον καταστήματα, είναι οι πιο σημαντικές από της παραθαλάσσιες πόλεις τα βιλαετίου της Κασταμονής.
Σχολεία, εκκλησίες, μοναστήρια, επαγγελματικοί, πολιτιστικοί και φιλολογικοί σύλλογοι, συντεχνίες, φιλαρμονικές, θεατρικές λέσχες, βιβλία και βιβλιοθήκες, ωδεία, τυπογραφεία, εφημερίδες ανήκουν στα επιτεύγματα των Ελλήνων του Πόντου, οι οποίοι οργάνωσαν τις κοινότητες τους, δίνοντας έμφαση στην πρόοδο, την παιδεία και την ανάπτυξή τους. Η ισχυρή εθνική και κοινωνική συνείδηση, το αίσθημα αλληλεγγύης, η εμπειρία από τη συμμετοχή στις παραγωγικές και εμπορικές διαδικασίες και η δημιουργία κοινών ταμείων στις συντεχνίες, τις ενορίες και τις κοινότητες ήταν οι αποφασιστικοί παράγοντες για την πολύπλευρη ανάπτυξη και ευημερία των Ελλήνων Ποντίων στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Της Φωτεινής Κωνσταντοπούλου
Από το περιοδικό «Χρονικόν»
Μεταφέρθηκε στο διαδίκτυο από NOCTOC