Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2012

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ


ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ(Α μέρος)

Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη
Καθηγητή
Στο σύγγραμμά του, "Περί της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας", ο άγνωστος συγγραφέας του τέλους του πέμπτου αιώνα καταγράφει δύο "ιεράς επωνυμίας", όπως λέει, οι οποίες εκφράζουν με περιεκτικό τρόπο τον χαρακτήρα και το ήθος "της των μοναχών φιλοσοφίας". Πρόκειται για τις επωνυμίες "θεραπευταί" και "μοναχοί".
Και κατά πρώτο λόγο, αυτοί που ενστερνήσθησαν τον "μονήρη βίο" ονομάζονται "θεραπευταί" γιατί είναι αφοσιωμένοι, όπως επιγραμματικά τονίζεται, "εις την του Θεού καθαρά υπηρεσία και θεραπεία".
Η επωνυμία "θεραπευταί" φαίνεται ότι έχει μακριά ιστορία, υιοθετήθηκε δε ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ο Ευσέβιος Καισαρείας, στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, διασώζει τις αντιλήψεις του Ιουδαίου Φίλωνος, ο οποίος, αναφερόμενος στην "φιλοσοφικωτάτη" και "σφοδροτάτη" άσκηση των πρώτων εραστών του "θεωρητικού βίου", σημειώνει ότι ονομάζονται "θεραπευταί". Επεξηγεί δε τον λόγο: Επειδή "τας ψυχάς των προσιόντων αυτοίς των από κακίας παθών, ιατρών δίκην, απαλλάττουσι" ή ακόμη "ένεκα της περί το θείον καθαρής και ειλικρινής θεραπείας". Ο Ευσέβιος, όπως και ο Ιερώνυμος, πιστεύει ότι οι απόψεις αυτές του Φίλωνος αναφέρονται στον "βίο των παρ’ ημίν ασκητών", τον οποίο "ιστορεί", "ουκ ειδώς μόνο, αλλά και αποδεχόμενος εκθειάζων τε και σεμνύνων".
Πηγή:Αποστολική Διακονία

Δεν επιθυμώ να εμπλακώ στη συζήτηση αν όντως υπήρχε περίπτωση ο Φίλων να ήταν γνώστης του θεωρητικού βίου των πρώτων χριστιανών, ούτε αν οι εκτιμήσεις του Ευσεβίου έχουν ιστορική καταξίωση. Εκείνο το οποίο θέλω να εξάρω είναι ότι το μοναχικό ήθος προσδιορίζεται από τον συγγραφέα της "Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας" με μια παλαιά επωνυμία, η οποία προδιαγράφει δύο τινά: πρώτο, τον αποκλειστικό προς το θείο προσανατολισμό του μοναχικού βίου, και δεύτερο, την από πρόσωπο σε πρόσωπο πραγμάτωση της αγάπης και τους ελέους.
Η θεραπεία του Θεού και η θεραπεία του ανθρώπου συνιστούν τους δύο στόχους της μοναχικής κλήσεως. Η έννοια δηλ. "θεραπευταί" με τη χριστιανική της ασφαλώς σημασία, αποκλείει κάθε στεγανή και μονιστική κατανόηση της μοναχικής πολιτείας, αποτελεί δε, σε τελευταία ανάλυση, σύνοψη της χρήσης ευαγγελικής αρχής: "αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου εξ όλης της καρδιάς σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου" και "αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σε εαυτόν" (Μάρκ. 12: 30-31. Ματθ. 22: 37-39). Έχει σημασία, για μια ορθή εκτίμηση του Ορθόδοξου μοναχικού βίου, να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι, ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας, απεκλείσθη μια "μυσταγωγική", μονιστική και ατομοκεντρική μοναχική ζωή. Ήδη από τους πρώτους χρόνους της ζωής της Εκκλησίας η μοναχική κλήση απέβλεπε στη διττή κατεύθυνση: θεραπεία του Θεού και θεραπεία του ανθρώπου.
Είναι βέβαια αυτονόητο ότι, όταν γίνεται λόγος για "θεραπεία του ανθρώπου" ουδόλως υποτίθεται εξωστρέφεια, η οποία αναντίρρητα αποδιοργανώνει τη ζωή της αφιερώσεως. Ούτε ασφαλώς υπονοείται ένας "ακτιβισμός", μια κοσμική δραστηριότητα, η οποία εγκλωβίζει τον μοναχό στη διαδικασία της κοινωνικής προσφοράς και της "βελτιώσεως" της ζωής του ανθρώπου. Η "θεραπεία του ανθρώπου" υποδηλώνει την ευθύνη την οποία έχει και ο μοναχός, μέσα στα πλαίσια της μοναχικής του κλήσεως, να συμμερίζεται, με τον τρόπο που αρμόζει στην μοναχική ζωή, την ποία ανθρώπινη τραγωδία. Ο Μ. Βασίλειος στον λόγο του "Πως δει κοσμείσθαι τον μοναχόν" παρατηρεί ότι, οφείλει "συμπάσχειν τοις πάσχουσι και συνδακρύειν και σφόδρα τούτους πενθείν . . . νουθετείν τους ατάκτους παραμυθείσθαι τους ολιγόψυχους υπηρετείν τοις αρρώστοις, πόδας αγίων νίπτειν ξενοδοχίας και φιλαδελφείας επιμελείσθαι".
Οι λόγοι αυτοί του Μ. Βασιλείου επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο Ορθόδοξος μοναχισμός δεν παραχαράσσει την διττή ευαγγελική κατεύθυνση: "αγαπήσεις Κύριο τον Θεό σου . . . και τον πλησίον σου ως σε αυτόν". Αυτός που στη γλώσσα της Καινής Διαθήκης ονομάζεται "πλησίον" (Λουκ. 10: 29. Πράξ. 7: 27. Ρωμ. 13: 9-10. 15: 2. Εφ. 4:25. Ιακ. 4: 12) δεν είναι έξω από τον κύκλο των ενδιαφερόντων του μοναχού. Έτσι και ο έσχατος ακόμα ερημίτης, αυτός που πράγματι ζει "εν ερημίαις και εν σπηλαίοις", με την οσιακή του ζωή θεραπεύει τον άνθρωπο και αγιάζει την κτίση ολόκληρη. Η αγιότητά του διοχετεύεται μ’ έναν τρόπο μυστικό σ’ ολόκληρο το εκκλησιαστικό σώμα, "προσαναπληρούσα τα υστερήματα των αγίων". Μ’ αυτή την έννοια ο μοναχός προσεύχεται γι’ αυτούς που δεν μπορούν ή δεν έχουν μάθει να προσεύχονται. Ο "απαρηγόρητος" βίος του γίνεται μυστικά θεραπεία του ανθρώπου και παρηγοριά του κόσμου.
Τη διττή κατεύθυνση του μοναχικού βίου προσδιόριζε με τη λιτότητα και τη βαρύτητα του λόγου του ο Ευάγριος, όταν κατέγραφε τους γνωστούς τέσσερις ορισμούς του:
o "Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντων την σωτηρίαν και προκοπή, ως οικείαν μετά πάσης χαράς ορών".
o "Μακάριος εστί μοναχός, ο πάντας ανθρώπους ως Θεόν, μετά Θεόν λογιζόμενος".
o "Μοναχός εστίν, ο πάντων χωρισθείς και πάσι συνηρμοσμένος".
o "Μοναχός εστίν, ο εαυτόν μετά πάντων ηγούμενος, δια το εν εκάστω εαυτόν απαραλείπτως δοκείν οράν".
Ιδιαίτερη όμως σημασία για το θέμα μας παρουσιάζει η δεύτερη "επωνυμία", την οποία βρίσκουμε στην Εκκλησιαστική Ιεραρχία η γνωστή δηλαδή και καθιερωμένη επωνυμία "μοναχοί".
Η ετυμολογική ανάλυση του όρου "μοναχοί", την οποία επιχειρεί ο οξύνους συγγραφέας του κειμένου αυτού, προκαλεί και πράγματι μπορεί να αποτελέσει σταθερή βάση πάνω στην οποία είναι δυνατό να στηριχθεί μια θεολογία του μοναχικού βίου. Το θέμα είναι ότι, οι μοναχοί φέρουν το επώνυμο αυτό, όχι απλώς γιατί διάγουν βίο "εν τη μονώσει", ούτε βέβαια γιατί επέλεξαν την αγαμία ως τρόπο ζωής, αλλά γιατί η κλήση τους αποβλέπει στην μία και μόνη ζωή, γιατί είναι εραστές "της αμέριστου και ενιαίας ζωής, της ενοποίησης αυτών, εν ταις των διαιρετών ιεραίς συμπτύξεσιν, εις θεοειδή μονάδα και φιλόθεον τελείωσιν".
Η μοναχική πολιτεία καταξιώνεται ως "φιλοσοφία", "εν επιστήμη των ενοποιών εντολών ενεργούμενη", γιατί είναι υπέρβαση και αποταγή "των μεριστών ζωών και φαντασιών". Εδώ η μοναχική ζωή προβάλλεται ως άρση της πολλαπλότητας και διαχύσεως, την οποία εισήγαγε η αμαρτία και την οποία εκτρέφει το φρόνημα του κόσμου. Κατανοείται ως επιστροφή σε μια ζωή επανασυγκροτήσεως, ως παλινδρόμηση στην ακεραιότητα του αυθεντικού ανθρωπίνου προσώπου. Ο συγγραφέας της Εκκλησιαστικής Ιεραρχίας συνοψίζει στην ακόλουθη φράση του την κλήση των μοναχών: "Προς το εν αυτών οφειλόντων ενοποπιείσθαι και προς ιεράν μονάδα συνάγεσθαι".
Η αντίληψη ότι ο πνευματικός δρόμος είναι διάβαση από την πολυμέρεια στην ενότητα, από το πολλαπλό, το πολυσχιδές και πολύπλευρο στο απλό και στο ένα, είναι σαφώς αντίληψη νεοπλατωνική. Ο Πλωτίνος π.χ. μιλάει για την "πολυειδή" ενέργεια, την "δι’ ετερότητος χωριζομένην", την οποία και αντιδιαστέλλει από την "ενοειδή" θεία πραγματικότητα. Ο Θεός του Πλωτίνου κατανοείται ως "δύναμη γεννώσα τα όντα, μένουσα εν αυτή και ου ελαττούμενη". Στην ίδια γραμμή κινείται και η σκέψη του νεοπλατωνικού Πρόκλου, ο οποίος αντιλαμβάνεται την "θεία ένωση" ως "ένα όρμο ασφαλή των όντων απάντων". Το "εν" τούτο είναι "υποστατικό και σωστικό των όντων απάντων".
Ενώ όμως μπορεί να επισημάνει κανείς φραστική, εξωτερική δηλ. συγγένεια μεταξύ νεοπλατωνικού μυστικισμού και χριστιανικής πνευματικότητος, είναι πέρα πάσης αμφιβολίας ότι, η χριστιανική διδασκαλία περί του "ενός" διαφοροποιείται ριζικά από την νεοπλατωνική σκέψη. Κατ’ αρχάς στην νεοπλατωνική κατανόηση διαπιστώνουμε μια εκ προοιμίου αρνητική στάση έναντι του κόσμου. Είναι αναγκαίο να παραιτηθεί κανείς από τον πολλαπλό κόσμο για να συναντήσει το "εν". Ο κόσμος στην ουσία του είναι κάτι βδελυρό, μόνο δε με τη φυγή μπορεί κανείς να λυτρωθεί από τα δεινά που του επιφυλάσσει. Επί πλέον το νεοπλατωνικό "εν" είναι μια απόλυτα απρόσωπη έννοια. Δεν υπάρχει εδώ η έν ελευθερία σχέση προσώπου προς πρόσωπο, αλλά μια σχέση η οποία εξαφανίζεται μέσα σε μια άβυσσο αοριστίας. Το "εν" του νεοπλατωνικού μυστικισμού είναι τελικά ψυχρό, αόριστο και ανέφικτο υπέρτατο "αγαθόν". Πρόκειται για ένα υπέρ ον, το οποίο ταυτίζεται προς την ίδια τη νοημοσύνη. Κατά το νεοπλατωνικό μυστικισμό, αυτό το οποίο θεοποιεί την ψυχή είναι ο υπέρτατος νους. Ο ανθρώπινος νους οφείλει να κινηθεί και να ταυτισθεί προς αυτόν τον υπέρτατο νου. Η κίνηση δηλ. για τη συνάντηση του ενός, η θεωρία, οδηγεί σε μία ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου. Εδώ δεν υπάρχει η σχέση των δύο, υπάρχει μόνο το απρόσωπο ένα. Πρόκειται πράγματι γι’ αυτό που έχει χαρακτηρισθεί ως "μυστικιστικός μονισμός". Είναι αυτονόητο ότι εδώ δεν υπάρχουν περιθώρια γι’ αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζουμε "κοινωνία".