Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΒΙΟΣ (Β μέρος)

ΑΥΘΕΝΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΗΘΟΥΣ
Κωνσταντίνου Β. Σκουτέρη
Καθηγητή Στη χριστιανική σκέψη η προς το "εν" κατεύθυνση είναι ελεύθερη, τόσο από το μυστικιστικό μονισμό του νεοπλατωνισμού, όσο και από ποια διάθεση αποδοχής ενός θεωρητικού βίου, ο οποίος είναι έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Το χριστιανικό "εν" δεν είναι κάποιο ανεξήγητο και αβυσσαλέο αγαθό προς το οποίο αναφέρονται μεμονωμένα άτομα, αλλά ο προσωπικός Θεός προς τον οποίο ελεύθερα κατευθύνεται ο κάθε πιστός μέσα στην Εκκλησία. Μέσα στην Εκκλησία και με τους δοκιμασμένους τρόπους που η Εκκλησία γνωρίζει, αίρεται η διάσπαση, καρπός της αμαρτίας, σ’ όλα της τα επίπεδα και πραγματοποιείται η αποκατάσταση της κοινωνίας με τον Θεό. Η κοινωνία αυτή με τον Θεό συνεπάγεται την επανασυγκρότηση του ανθρωπίνου προσώπου και την αρμονική σχέση όλων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Ο Ευάγριος, αναφερόμενος στην Αρχιερατική προσευχή του Χριστού και ειδικότερα στο σημείο: "Δος αυτοίς, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσι, καθώς εγώ και συ εν εσμέν", επισημαίνει: "Εις ων ο Θεός, εν έκαστο γινόμενος ένοι τους πάντας και απόλλυται ο αριθμός τη της μονάδας επιδημία". Αυτό σημαίνει ότι μέσα στην Εκκλησία είναι πράγματι ξένη η έννοια "διάσταση", "χωρισμός" και "απομόνωση". "Δεν αρμόζει στο Χριστιανό", σημειώνει ο π. Γ. Φλωρόφσκι, "να αισθάνεται χωρισμένος και απομονωμένος. Ο άνθρωπος σώζεται μόνο ενωμένος με την καθολική Εκκλησία, καθ’ όσον unus christianus, nullus christianus.
Πηγή:Αποστολική Διακονία

Μέσα σ’ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο θα πρέπει να κατανοηθεί και να αξιολογηθεί η μοναχική μαρτυρία. Μέσα σ’ αυτό το εκκλησιολογικό πλαίσιο η προσωπική άσκηση, η προσευχή, ο ενάρετος βίος δεν δηλώνουν ατομικά και μόνο επιτεύγματα ή ανθρώπινες ικανότητες, αλλά κατανοούνται ως έκφραση της μιας ζωής της Εκκλησίας, της καθολικής της αυτοσυνειδησίας, της ενιαίας εμπειρίας της, του ενός ήθους και φρονήματός της. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι, στην παράδοση της Ορθοδοξίας, Εκκλησία είναι η ενότητα εν χάριτι ζωής, η οποία δόθηκε από τον Χριστό και αδιάκοπα συντηρείται στο κάθε ιστορικό παρόν, εν Αγίο Πνεύματι. Αυτή η ενότης εν χάριτι ζωής συνιστά το κοινό ήθος στο οποίο συναντιόνται τα επιμέρους ανθρώπινα πρόσωπα, ανεξάρτητα από τις προσωπικές τους κλήσεις και τα ιδιαίτερα χαρίσματά τους. Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει ένας κοινός δρόμος, τον οποίο καλούνται να βαδίσουν με συνέπεια όλοι όσοι ελεύθερα έχουν δεχθεί τον ζυγό του Χριστού (Ματθ. 11: 29-30).
Η κλήση όλων των πιστών, μέσα στην Εκκλησία, είναι: "δια πάσης ταπεινής αγωγής ενώσαι εαυτούς τον Θεό". Αυτό σημαίνει ότι ο κοινός δρόμος, στον οποίο συναντιόνται όλοι οι πιστοί, προσδιορίζεται ως δρόμος συνεπής υπακοής στο θείο θέλημα. Ο Δωρόθεος Γάζης διευκρινίζει ότι, "αι εντολαί Χριστού πάσι τοις χριστιανοίς εδόθησαν, και υπόκειται πας χριστιανός φυλάξαι αυτάς". Κάθε πιστός με την είσοδό του στην Εκκλησία, κατά το Βάπτισμά του, αποκηρύσσει τον πρότερο πολύπλοκο βίο του και δίνει υποσχέσεις οι οποίες καθορίζουν τον χαρακτήρα της νέας του εν Χριστώ ζωής. Εδώ έχουμε μια σύνταξη όλων των πιστών σ’ ένα νέο τρόπο υπάρξεως, ο οποίος αποβλέπει σε μια κοινή κατεύθυνση και χαρακτηρίζεται από ένα κοινό ήθος.
Ο μοναχικός βίος δεν είναι έξω απ’ αυτήν την κοινή κλήση. Η μοναχική πολιτεία δεν είναι μια "αντι-πολιτεία" σε σχέση με το χριστιανικό εν γένει πολίτευμα. Είναι όμως μια "αντι-πολιτεία" σε σχέση με το φρόνιμα του κόσμου. Οι μοναχοί, επισημαίνει ο Δωρόθεος, "κατενόησαν τι εν το κόσμο όντες, ούκ ευχερώς δύνανται κατορθώσαι την αρετήν, και επενόησαν εν αυτοίς ξένον βίο, ξένην τινά διαγωγή". Ο "ξένος" αυτός "βίος" είναι απόλυτα εκκλησιαστικός βίος. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία στοιχειοθετούν και χαρακτηρίζουν την εκκλησιαστική πολιτεία. Ακόμα περισσότερο, η μοναχική "διαγωγή", η "σεμνότερη διαγωγή", όπως θα έλεγε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, εκφράζει με αυθεντικό και απόλυτο τρόπο την εκκλησιαστική διαγωγή. Αποτελεί κοινό τόπο ότι, η εκκλησιαστική διαγωγή αρχίζει με την αποδοχή μιας κλήσεως, η οποία υποθέτει την αποταγή του κοσμικού φρονήματος και η οποία συνοψίζεται στη φράση του Χριστού: "Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω το σταυρό αυτού και ακολουθείτω μοι" (Ματθ. 16: 24). Οι μοναχοί, με την εκούσια αποδέσμευσή τους από "πάσα την βιοτική μέριμνα", με την προσφορά των "δώρων" της "παρθενίας και ακτημοσύνης", τηρούν με ακρίβεια την αφετηριακή και θεμελιώδη αυτή αρχή του εκκλησιαστικού πολιτεύματος.
Αυτό σημαίνει ότι οι μοναχοί ακολουθούν πιστά και μ’ όλες τις συνέπειες μια ζωή "υποταγής" και "ξενιτιάς". Ή μάλλον η ζωή τους αρχίζει μ’ ένα έξαλμα ελευθερίας (πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τα δρώμενα κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς;) και θεμελιώνεται σ’ ένα συνεχές φρόνημα ελευθερίας. Η "ξενιτιά" είναι πράξη ελευθερίας, κατανοήθηκε δε πάντα στην ανατολή ως δημιουργική "υποταγή", ως αφοσίωση σ’ ένα απόλυτα πνευματικό - χριστιανικό "εργόχειρο". "Πρώτη των λαμπρών αγωνισμάτων", μας λέει ο άγιος Νείλος, "εστί ξενιτιά". Η αποδέσμευση από "πατρίδα, γένος, ύπαρξη", είναι αυτή που τοποθετεί τον μοναχό "έμπροσθεν των λαμπρών αγώνων". Βέβαια είναι δεδομένο ότι η "ξενιτιά", ως τρόπος ζωής, έχει μια καθολική αναφορά. Ο κάθε πιστός υποχρεώνεται να αποστασιοποιηθεί απ’ αυτό που ονομάζουμε φρόνημα του κόσμου. Η παρουσία του Χριστού στην ιστορία, η ζωή γενικά του Χριστού, οδηγεί σε κάτι εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που προσφέρει η ζωή μας μέσα στον κόσμο. Η καθολικής σημασίας πρόσκληση του "Ακαθίστου": "Ξένον τόκο ιδόντες, ξενωθώμεν του κόσμου, τον νουν εις ουρανόν μεταθέντες", βρίσκει στην μοναχική πολιτεία την κατά γράμμα εφαρμογή τους.
Είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε στο σημείο αυτό, ότι ήδη από τους πρώτους χρόνους του μοναχικού πολιτεύματος υπήρχε βαθιά πεποίθηση ότι ο "ξένος" αυτός βίος είναι σαρξ εκ της σαρκός της Εκκλησίας είναι η ίδια η εκκλησιαστική ζωή, βιούμενη από πρόσωπα τα οποία έχουν ολοκληρωτικά αφοσιωθεί σ’ αυτήν. Στον βίο του Μ. Αντωνίου, ο Μ. Αθανάσιος περιγράφει την μοναχική κοινωνία, της εποχής του Μ. Αντωνίου, ως ιδιάζουσα κοινωνική κατάσταση ως πολιτεία εν Χριστώ κοινωνίας και αγάπης. Ως άλλου είδους πολιτεία, η οποία δεν ήταν άλλη παρά η αυθεντική εικόνα της εκκλησιαστικής πολιτείας. "Η έρημος επολίσθη", παρατηρεί ο Μ. Αθανάσιος, "υπό μοναχών, εξελθόντων υπό των ιδίων, και απογραψαμένων της εν τις ουρανοίς πολιτεία". Σ’ αυτή την άλλης τάξεως πολιτεία η ομόνοια και η εν Χριστώ ευσέβεια, η εφαρμογή των ευαγγελικών αρχών και η αφοσίωση ήταν θεμελιακά της δομής και της υπάρξεώς της.
Αλλά και σε λίγος μεταγενέστερους χρόνους, όταν δηλ. το κοινοβιακό σύστημα καθιερώθηκε, ως τρόπος μοναχικής πολιτείας, από τον Μ. Βασίλειο, υπήρχε έντονη συνείδηση ότι η κοινοβιακή ζωή ήταν "μικρόκοσμος" της εκκλησιαστικής κοινωνίας. Το μοναχικό "κοινόβιο" κατανοήθηκε ως χώρος αθλήσεως, που οι της "ευσεβείας αγωνισταί", οι ακολουθούντες "τον ησύχιον και απράγμονα βίον ως συνεργόν της φυλακής των ευαγγελικών δογμάτων", έθεταν ως στόχο ζωής "πως μηδέν αυτής διαφυγή των εντεταλμένων", έτσι ώστε δια της καθάρσεως και της αρετής να φθάσουν "εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού" (Εφ. 4: 13). Ο "απράγμων" βίος τους ήταν στην ουσία μια "πολυπράγμων" πνευματική μέριμνα για την απόκτηση της ζωής του Θεού. Το κοινόβιο γινόταν ο χώρος ενός αδυσώπητου αγώνα για την εσωτερική καθαρότητα, δεδομένου ότι "η Θεία Τριάς ενοικεί εν τη καθαρώς εχούση ψυχή, της θείας χρηστότητος συνεφαπτομένης ενοικεί δε ου καθ’ έστιν αχώρητος γαρ και αυτή πάση τη κτίσει αλλά καθ’ όσον γουν επιτηδείως έχει δεκτικώς ο άνθρωπος".
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος θα ορίσει, στην κλασσική διατύπωσή του, ότι " μοναχός έστι βία φύσεως διηνεκής και φυλακή αισθήσεων ανελλιπής". Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία αναμορφώσεως του ανθρωπίνου προσώπου και η κοινωνία του Θεού προϋποθέτουν την ακατάπαυστη και επίμονη εργασία της ασκήσεως. Η συνεπής εργασία της ασκήσεως εξασφαλίζει την πνευματική αύξηση, εφ’ όσον "αλλήλων εκδέδενται πάσαι αι αρεταί, ωσπερεί γαρ τις πνευματική άλυσις μια της μιας ήρτηνται. Η ευχή από της αγάπης, η αγάπη από της χαράς, η χαρά από της πραότητα, η πραότητα από την ταπείνωση, η ταπείνωση από τη διακονία, η διακονία από την ελπίδα, η ελπίδα από την πίστη, η πίστη από την υπακοή, η υπακοή από την απλότητα".
Στην παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας το ασκητικό φρόνημα είναι θεμελιώδες και προσδιοριστικό της πνευματικότητός της στοιχείο. Η εκκλησιαστική ζωή σ’ όλες της τις εκφάνσεις είναι ασκητισμός. Η θεολογία της Εκκλησίας, η λατρεία και η ευσέβειά της είναι ποτισμένα από ένα ήθος αδιάκοπου και ανένδοτου αγώνα. Ωραιότατα προσδιορίζει αυτό το ασκητικό ήθος της Εκκλησίας ο Ευάγριος, όταν λέει: "Ήθος εστί προσευχής σύνοια, μετ’ ευλαβείας και κατανύξεως και οδύνης ψυχής, εν εξαγορεύσει πταισμάτων, μετά στεναγμών αφώνων". Πρέπει να υψωθεί κανείς σ’ αυτό το επίπεδο, πρέπει να περάσει απ’ αυτόν τον τρόπο της Εκκλησίας για να ελευθερωθεί από τα πάθη και, αν ευδοκήσει ο Θεός, να φθάσει σε κατάσταση θεωρίας της δόξας του.
Ο μοναχικός βίος υπήρξε πάντα στην ανατολική αυθεντική πραγμάτωση με έκφραση της ζωής του Ευαγγελίου. Μέσα από την ιδιαίτερη κλήση τους οι μοναχοί, με την αδιάλειπτη επίκληση του θείου ελέους, με την ταπείνωση και την υπακοή τους, απέβλεπαν στην "κατά φύση" ακεραιότητα, στον άνθρωπο όπως τον παρέδωσε στην δημιουργία η θεία συγκατάβαση, δηλ. "εν ευχή, εν θεωρία, εν πάση δόξα και τιμή, έχοντας σώας τις αισθήσεις και όντα εν το κατά φύση".
Η "κατά φύση" ακεραιότητα του ανθρώπου, αυτό το τέλος του χριστιανικού βίου, στο οποίο σταθερά και επίμονα αποβλέπει η μοναχική πολιτεία, λειτουργεί αγιαστικά σ’ ολόκληρο το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι ο αληθινός μοναχός, ο απαθής, ο "απερισπάστως ευχόμενος", ο έχων "αδιάπτωτων" την μνήμη του Θεού, σαν φορέας μιας άλλου είδους, μιας κεχαριτωμένης ζωής, επιδρά ευεργετικά σ’ όλους τους ανθρώπους και σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο μοναχός γίνεται και οφείλει αδιάκοπα να είναι το ευεργετικό εκείνο σπέρμα της μεταμορφώσεως του κόσμου.