Πρωτοπρ. Παναγιώτης Α. Τσάμπηρας:
Η παρούσα μελέτη κατέδειξε ότι η Μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, καθώς αύτη περιγράφεται εις τα κείμενα της Καινής Διαθήκης και ερμηνεύεται υπό των Αγίων Πατέρων της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι εν γεγονός ταυτόχρονα ιστορικό και εσχατολογικόν και περιέχει βαθύτατο χριστολογικό και σωτηριολογικόν περιεχόμενον. Ως εκ τούτου, η Μεταμόρφωσις αποτελεί πραγματικά χαρμόσυνο ευαγγέλιον δια τον άνθρωπον και τον κόσμο εν γένει. Εν αντιθέσει προς τας φαντασιώσεις του αρχαίου Ελληνορωμαϊκού κόσμου και της αποκρύφου γραμματείας, εν αντιθέσει ακόμη προς την αρχικήν σχολαστικήν θεολογίαν και τον νεώτερον επιστημονικόν ορθολογισμόν της Δύσεως, η Ορθόδοξος ερμηνεία της Μεταμορφώσεως πλημμυρίζει την ανθρώπινην ζωή και τον κόσμον με άπλετο φως, με βαθείαν ανεκλάλητον και αναφαίρετον χαράν.
Επί πλέον η Μεταμόρφωσις του Χριστού φέρει το χαρμόσυνον μήνυμα ότι το σκότος της αμαρτίας και του θανάτου υπερνικάται και ο άνθρωπος επανακτά την αληθή αυτού φύσιν και ωραιότητα και τον αρχικόν αυτού προορισμόν πλησίον του Θεού.
Κατά την Μεταμόρφωσιν του Χριστού τα γεγονότα εκτυλίσσονται τόσον εκ της γης προς τον ουρανόν, όσον και εκ του ουρανού προς την γην. Και ο Θεός και ο άνθρωπος αποκαλύπτεται. Η θεογνωσία και η συμμετοχή του ανθρώπου εις την θείαν ζωήν και δόξαν καθίσταται δυνατή πραγματικότης. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού, μεθ’ όλης της ευαγγελικής ιστορίας και της ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, είναι μια δυναμική μαρτυρία και εις θείος ευαγγελισμός προς τον άνθρωπον, καθ’ ότι δεν υπάρχει διακοπή της συνοχής μεταξύ θείου και ανθρωπίνου, φυσικού και υπερφυσικού, ιστορικού και υπερφυσικού, ιστορικού και εσχατολογικού, ακριβώς διότι πάντα ταύτα συνυπάρχουν εντός του θείου φωτός της Αγίας Τριάδος, εντός του οποίου ευρέθησαν οι τρεις μαθηταί επί του όρους Θαβώρ και δύνανται να ευρεθούν επίσης και οι πιστοί και δεδοξασμένοι όλων των εποχών.
Το θείον φως, ήτοι η θεία δόξα του ζώντος και τριαδικού Θεού, απεκαλύφθη και εις την Παλαιάν Διαθήκην, κατ’ εξοχήν όμως απεκαλύφθη εις το πρόσωπον του Ιησού Χριστού και ιδιαιτέρως κατά την Μεταμόρφωσιν αυτού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Χριστού είναι πράγματι εις ευαγγελισμός δια τον άνθρωπον και δια την σωτηρίαν του, ακριβώς διότι, βλέποντες την μεταμορφούσαν δόξαν του Χριστού, οι τρεις μαθηταί βλέπουν και είναι εντός αυτής ταύτης της βασιλείας του Θεού, ήτις εν προσώπω και τω έργω του Χριστού ήγγικε και έφθασεν επί των πιστών και όντως υπάρχει εντός αυτών (πρβλ. Μαρκ. 1, 15. Ματθ. 3,2. Λουκ. 17,21). Η βασιλεία του Θεού εν τη Καινή Διαθήκη δεν είναι αποκλειστικώς η εσχατολογική και γενική επικράτησις του Θεού επί της δημιουργίας του μετά το πέρας της ιστορίας, ούτε πάλιν είναι η καθ’ όλα πρόοδος της ανθρώπινης κοινωνίας εντός και εκτός της Εκκλησίας. Μάλλον η βασιλεία του Θεού έχει ήδη εγκανιασθή εν τω προσώπω και τω έργω του Χριστού, και πάντες οι πιστοί δύνανται να μετάσχουν αυτής δυναμικώς εις την Εκκλησίαν του Χριστού, όπου τώρα συνεχίζεται το σωτήριον έργο αυτού, αποκαλύπτεται η δόξα του τριαδικού Θεού και οι πιστοί συμμετέχουν εις αυτήν. Κατά ταύτα και καθώς μαρτυρεί αυτή αύτη η Μεταμόρφωσις του Χριστού, η αποκάλυψις και η συμμετοχή εις την δόξαν του Θεού είναι αποκάλυψις και συμμετοχήν εις αυτήν ταύτην την βασιλείαν του Θεού, ήτοι εις το κράτος και εις την χάριν του Θεού. Συνεπώς είναι δυνατόν να συνταυτισθούν οι όροι δόξα, χάρις, άκτιστον φως, κράτος και βασιλεία του Θεού, ως υπέδειξεν η παρούσα μελέτη. Δύναται λοιπόν να λεχθή ότι τόσον εις το όρος της Μεταμορφώσεως όσον και εις τας καρδίας των αγίων πάσης εποχής η αύτη θεία πραγματικότης αποκαλύπτεται και γίνεται κατά χάριν προσιτή εις τους εκλεκτούς, επί τη βάσει της ιδίας αυτών εμπειρίας της προσωπικής αυτών μεταμορφώσεως, ως ετόνισαν οι Πατέρες.
Η εσχατολογική και σωτηριολογική ερμηνεία της Μεταμορφώσεως επίσης υπογραμμίζει ιδιαιτέρως τον χαρμόσυνον και ευαγγελικόν χαρακτήρα του γεγονότος τούτου. Εν αντιθέσει προς άλλα ευαγγελικά γεγονότα, όπως είναι π.χ. ο Ευαγγελισμός και η Ενανθρώπησις, η Μεταμόρφωσις του Χριστού δεν αποτελεί μοναδικόν και υπερανθρώπινον θαύμα, αλλά μάλλον προσφέρει παράδειγμα τελειότητας δια τον άνθρωπον, καθώς ούτος εδημιουργήθη και προορίζεται υπό του Θεού. Με άλλα λόγια, η Μεταμόρφωσις του Χριστού και η συμμετοχή των μαθητών εις αυτήν αποκαλύπτει ακριβώς την φυσική κατάστασιν του ανθρώπου, την κατάστασιν εκείνην την οποία οφείλει να επανακτήση αυτός εν Χριστώ. Πρόκειται βεβαίως περί του αρχικού, προπατορικού κάλλους της καθαράς και προπτωτικής ανθρωπίνης φύσεως, προτού αύτη αμαυρωθή, μετασχηματισθή και παραμορφωθή υπό του κακού, της καταστάσεως δηλαδή του ανθρώπου καθώς ούτος είχε δημιουργηθή κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Από της επόψεως ταύτης η Μεταμόρφωσις του Ιησού ως νέου Αδάμ δεικνύει την αποκατάστασιν της παραδοσιακής καταστάσεως του ανθρώπου. Συνεπώς η Μεταμόρφωσις είναι η αποκάλυψις της εν δυνάμει πνευματικότητος της επιγείου ζωής του ανθρώπου κατά την ανωτάτην αυτής εξωτερικήν μορφήν. Ο Υιός του ανθρώπου δίδει το μέτρον της πνευματικής ικανότητος κάθε ανθρώπου και δεικνύει την κατάστασιν των αγίων, οι οποίοι είναι ηνωμένοι μετ’ αυτού και εις την μέλλουσαν αυτού παρουσίαν. Όπως οι τρεις απόστολοι εις το όρος της Μεταμορφώσεως, έτσι και οι πιστοί κάθε εποχής απολαμβάνουν το θείον και άκτιστον φως, το οποίον τους διαβεβαιοί ότι το φως αυτό είναι ισχυρότερον του σκότους, η αγάπη ισχυροτέρα του μίσους και η ζωή ισχυροτέρα του θανάτου.
Ετονίσθη βεβαίως ότι ο Ιησούς Χριστός δεν ήλλαξε κατ’ ουσίαν, αλλά μόνο εις την εμφάνισιν της υπάρξεώς του, ήτοι της δόξης του, της πάντοτε ενοικούσης εις το πρόσωπόν του, αν και πολλάκις υπήρξε αφανής, ως αφανής συνήθως παραμένει και η δόξα των επί γης αγίων. Ως εκ τούτου δεν πρέπει να χωρίζεται η ζωή των μαθητών της Εκκλησίας από την ζωήν της Κεφαλής αυτής, ήτοι του Ιησού Χριστού, ο οποίος πληρούται δια της ζωής πάντων των μελών αυτού (Εφ. 1,23. Κολ. 2,9). Δι αυτό υπάρχει εν τη Καινή Διαθήκη μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού και των Χριστιανών (πρβλ. Φιλιπ. 3,20, Ρωμ. 8,23, Α΄ Κορ. 15,44 εξ.) Μάλιστα δε δύναται να λεχθή ότι ολόκληρος η Καινή Διαθήκη προβάλλει και καθοδηγεί προς γενικήν μεταμόρφωσιν εν Χριστώ, ήτοι αναγέννησιν και αναμόρφωσιν, πνευματικήν αναδημιουργία του ανθρώπου και του κόσμου: Ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις. Τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονεν καινά τα πάντα (Β΄ Κορ. 5,17-18. πρβλ. Πετρ. 3,3. Αποκ. 21,1-5). Αναμφιβόλως οι ιερείς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης ερμηνεύοντες και διατυπώνοντες το Χριστιανικόν Ευαγγέλιον, στρέφουν την προσοχήν των περί την πνευματικήν μεταμόρφωσιν των Χριστιανών, αν και άλλοι τεχνικοί όροι χρησιμοποιούνται προς περιγραφήν της δια του έργου του Χριστού δημιουργηθείσης πνευματικής καταστάσεως. Η βαθμιαία πενυματική πρόοδος του παλαιού ανθρώπου και η εν τω μέτρω του Χριστού και τη επιπνοία του Αγίου Πνεύματος μεταμόρφωσις αυτού εις νέον άνθρωπον, έχοντα κεκαθαρμένας τας αισθήσεις, κεκαθαρμένον τον νουν και μάλιστα την καρδίαν του, αποτελούν θεμελιώδη διδασκαλίαν και σκοπόν της Χριστιανικής αποκαλύψεως. Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται (Ματθ. 5,8). Όταν ο άνθρωπος, ο έχων την καρδίαν καθαράν, θεωρή τον Θεόν, τότε ακριβώς, εντός του θείου φωτός, θεωρεί και τον συνάνθρωπον και τον κόσμον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον. Αυτό ακριβώς είναι και το μόνιμον κήρυγμα και μήνυμα του Χριστιανισμού: η μεταμόρφωσις του ανθρώπου και του κόσμου.
Πράγματι η Μεταμόρφωσις του Χριστού υποδηλοί σαφέστατα ουχί μόνον την μεταμόρφωσιν της ανθρωπίνης φύσεως – σωματικής και πνευματικής- συνολικώς καθ’ όλην την ανθρωπότητα, αλλά και ολοκλήρου της υλικής δημιουργίας. Το θείο φως μεταμορφώνει ουχί μόνον το σώμα του Χριστού, αλλά και όλα τα υλικά πράγματα, κάθε ανθρώπινον πρόσωπον και κάθε φυσικόν αντικείμενον. Επί πλέον, όλα τα ανθρώπινα πρόσωπα αποκτούν εν Χριστώ καινήν ακτινοβολίαν και όλα τα κοινά υλικά πράγματα λαμβάνουν νέα αξία, νόημα και βάθος. Η Μεταμόρφωσις του Χριστού μας υπενθυμίζει ότι όλα τα δημιουργήματα του Θεού είναι καλά λίαν, και, όταν παραμορφώνονται, δύνανται κατά χάριν να επανακτήσουν την αρχικήν των ωραιότητα και αξίαν ως δώρα του Θεού και ως μέσα επικοινωνίας μετά του Δημιουργού. Δια να πραγματοποιηθή τοιαύτη κοσμική μεταμόρφωσις μέσα εις τον κόσμο της πτώσεως και της φθοράς όμως, πρέπει να μεταμορφωθή κάθε πιστός κατά τρόπον, το οποίον υπέδειξεν ο Χριστός. Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι (Μαρκ. 8,34). Τα πάντα δύνανται να μεταμορφωθούν δια της χριστιανικής αυταπαρνήσεως και της άρσεως του Σταυρού. Ο Σταυρός του Χριστού και η δόξα της Μεταμορφώσεως και της Αναστάσεως είναι συνυφασμέναι αλήθειαι και εμπειρίαι εις τον χριστιανικόν ευαγγελικόν βίον. Ερχόμενος ο Κύριος προς το εκούσιον πάθος…δεύτε ουν και ημείς…συμπορευθώμεν Αυτώ και συσταυρωθώμεν…ίνα και συζήσωμεν Αυτώ…
Όθεν ο όρος μεταμορφούσθαι δεν είναι απλώς εις μυθολογικός όρος της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητος, αλλά μάλλον δύναται να διαφωτίση το όλον μυστήριον του Ευαγγελίου του Χριστού. Πρώτον, μεταμόρφωσις σημαίνει ότι έκαστος πιστός οφείλει να ομοιωθή προς τον Χριστόν, καθώς γράφει ο Απόστολος Παύλος:… μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον (Ρωμ. 12,2). Αλλαχού δε γράφει: ημείς δε πάντες ανακεκαλυμμένω προσώπω την δόξαν κυρίου κατοπτριζόμενοι την αυτήν εικόνα μεταμορφούμεθα από δόξης εις δόξαν, καθάπερ από κυρίου πνεύματος (Β΄ Κορ. 3,18). Τουτοιοτρόπως ο εν Χριστώ πιστός γίνεται τέκνον Θεού και αναμένει την τελικήν και οριστικήν αυτού ένωσιν μετά του Ιησού Χριστού: νυν τέκνα θεού εσμεν, και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα. Οίδαμεν ότι εάν φανερωθή όμοιοι αυτώ εσόμεθα, ότι οψόμεθα αυτόν καθώς εστιν ( Α΄ Ιωαν. 3,2 ). Οι Χριστιανοί δεν θα μείνουν γυμνοί και πτωχοί ως εν τω κόσμω τούτω, ούτε θα μείνουν με τον αρραβώνα μόνον του Πνεύματος του Θεού, αλλά θα επενδυθούν κατ’ αρχάς και τέλος θα μεταμορφωθούν πλήρως, θα αναστηθούν εν δόξη και θα φέρουν αυτήν την δόξαν του Θεού (πρβλ. Β΄ Κορ. 5,1-5, Α΄ Κορ. 15, 35-55).
Κατά ταύτα η Μεταμόρφωσις δύναται να εκληφθή ως βασικός τρόπος θεωρήσεως του κόσμου και της ζωής υπό των Χριστιανών. Δηλαδή ο κόσμος ούτος και η παρούσα ζωή μεταμορφούνται υπό του φωτός και της αληθείας του Ευαγγελίου, υπό της εν Χριστώ πίστεως, ελπίδος και αγάπης καθώς ομολογεί και ο Απόστολος Παύλος:… ως αποθνήσκοντες και ιδού ζώμεν, ως παιδευόμενοι και μη θανατούμενοι, ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες (Β΄ Κορ. 6,9-10). Θεμελιώδης βάσις της Χριστιανικής παραδοξολογίας και αισιοδοξίας είναι αυτός ούτος ο Σταυρός του Χριστού, όστις ανατρέπει την ήττα εις νίκην, την ατιμίαν εις τιμήν και δόξαν, τον θάνατον εις νίκην και ζωήν τελείαν και αιώνιον μετά του Θεού. Τοιουτοτρόπως από του παρόντος η ζωή του Χριστιανού μεταμορφούται από δόξης εις δόξαν, και εν τω μεταμορφωθέντι πιστώ Χριστιανώ μεταμορφούται και ο κόσμος ολίγον κατ’ ολίγον έως ότου μεταμορφωθούν τα πάντα και οι πάντες και έλθη οριστικώς ο καινός ουρανός και η γη (Αποκ. 21,1 εξ). Τοιούτο λοιπόν είναι το ευαγγέλιον χαράς και αισιοδοξίας, νίκης και ζωής, το οποίον προσφέρει η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ήτις, τέλος τονίζει και ότι πέραν από τον θάνατον οι πιστοί αναμένουν την βεβαίαν ανάστασιν και προσδοκούν την εσχατολογικήν παρουσίαν και βασιλεία του Χριστού. Ο πόνος και τα βάσανα του ανθρωπίνου βίου επισκιάζονται από το φως, την χάριν και την χαρά του Θεού, την οποία μας έφερεν εδώ εις τον κόσμον αυτόν η παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ομολογουμένως το μεγαλύτερον στοιχείο της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού είναι ακριβώς το θείον φως, στοιχείον τόσον ιστορικόν όσο και εσχατολογικόν, τόσον ψυχολογικόν όσο και δογματικόν, και αναγκαίον δια την θεωρίαν του Θεού και την σωτηρία του ανθρώπου. Το άκτιστον τούτο φως, το οποίον η Ορθόδοξος Εκκλησία εξ αρχής συνέδεσε μετά της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, είναι η δόξα του Θεού. Η δε θεωρία της δόξης του Θεού είναι ακριβώς η θέωσις του ανθρώπου. Η δε θέωσις του ανθρώπου καθιστά προσιτήν την Μεταμόρφωσιν του Ιησού Χριστού και ταυτοχρόνως μαρτυρεί τρανώς περί της μεταμορφώσεως και του ανθρώπου, καθώς ετόνισεν η Ορθόδοξος θεώρησις και ερμηνεία του ευαγγελικού τούτου γεγονότος. Όταν ο άνθρωπος εν πίστει θεάται τον Θεόν, μεταμορφούται ούτος και αντανακλά αυτήν την δεδοξασμένην εικόνα του Θεού εν εαυτώ. Η περί θεωρίας του Θεού διδασκαλία των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας και η περί πίστεως διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου πρέπει να νοηθούν ως παράλληλοι και σχεδόν ταυτόσημοι ενέργειαι και λειτουργίαι εις τον Χριστιανόν.
Το ευαγγέλιον της Μεταμορφώσεως του Ιησού Χριστού και του κάθε πιστού ανθρώπου εκφράζεται σαφώς και κατηγορηματικώς εις το επόμενον σπουδαίο απόσπασμα ενός ησυχαστού Πατρός, το οποίον αφ’ ενός μεν ανακεφαλαιώνει το όλον θέμα της Μεταμορφώσεως, αφ’ ετέρου δε συνδέει την Μεταμόρφωσιν με την Θεία Ευχαριστίαν, η οποία τώρα εκπληροί και διαιωνίζει την Μεταμόρφωσιν του Χριστού και του κάθε πιστού εις την ζωήν της Εκκλησίας, όπου ακριβώς ο Χριστός είναι δυναμικώς παρών και βασιλεύει μετά πάντων των αγίων δια μέσου πάντων των αιώνων:
Ει δε και προοίμιον της εν δόξη μελλούσης ορατής θεού θεοφανείας η εν Θαβωρίω του Κυρίου μεταμόρφωσις, και ταύτην οι απόστολοι οφθαλμοίς σώματος λαβείν κατηξιώθησαν, διατί μη και το προοίμιον και τον αρραβώνα της κατά νουν αυτού θεοφανείας οφθαλμοίς νυν λήψονται ψυχής οι κεκαθαρμένοι την καρδίαν. Επεί δε μη μόνον την εαυτού θεϊκήν υπόστασιν ο του θεού υιός, βαβαί της ανεικάστου φιλανθρωπίας, ήνωσε τη καθ’ ημάς φύσει, και σώμα λαβών έμψυχον και ψυχήν έννουν επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνενεστράφη, αλλ’ ω θαύματος ουδεμίαν απολειπόντος υπερβολήν, και αυταίς ταις ανθρωπίναις υποστάσεσιν ενούται, των πιστευόντων εκάστω συνανακιρνών εαυτόν δια της του αγίου ασώματος αυτού μεταλήψεως, και σύσσωμος ημίν γίνεται και ναόν της όλης θεότητος ημάς απεργάζεται, και γαρ εν αυτώ τω του Χριστού σωμάτι κατοικεί παν το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, πως ουχί δια της θεϊκής αυτής του εν ημίν σώματος αυτού τας ψυχάς περιαστράψας φωτίσει των αξίως μετεχόντων, ως των μαθητών εν Θαβώρ και τα σώματα εφώτισε. Τότε γαρ μήπω φυραθέν τοις σώμασι, το την πηγήν έχον του φωτός της χάριτος εκείνο σώμα των εγγιζόντων τους αξίους έξωθεν εφώτισε, και δια των αισθητών ομμάτων επί την ψυχήν εισέπεμπε τον φωτισμόν. Νυν δ’ ανακραθέν ημίν και εν ημίν υπάρχον, εικότως ένδοθεν περιαυγάζει την ψυχήν.
Τώρα πλέον, εν τω μυστηρίω της Χριστιανικής λατρείας και δη εν τη συνάξει της Εκκλησίας και τη μεταλήψει της Θείας Ευχαριστίας έκαστος πιστός μεταμορφούται έσωθεν δια της μυστηριακής ενώσεως αυτού μετά του ενδόξου, θεοποιούντος και μεταμορφούντος Σώματος και Αίματος του Θεανθρώπου Σωτήρος. Ούτως, οσάκις οι πιστοί συνέρχονται επί τω αυτώ και προσφέρεται η Θεία Ευχαριστία, ο ναός γίνεται «όρος μεταμορφώσεως», όπου οι πιστοί ουχί μόνον θεωρούν τον μεταμορφωμένον και δεδοξασμένον Χριστόν, αλλά και οι ίδιοι συνενούνται και συμμεταμορφούνται εν Χριστώ και γίνονται ό,τι είναι εν δυνάμει, ήτοι Σώμα Χριστού και δη και δεδοξασμένου και μεταμορφουμένου.
Επί του όρους της Μεταμορφώσεως συνηντήθη ο άνθρωπος μετά του ενανθρωπήσαντος Θεού, οι επίγειοι μετά των επουρανίων, η ιστορική πραγματικότης μετά της εσχατολογικής τοιαύτης. Η δόξα του Χριστού μεταμόρφωσε τότε τον άνθρωπον και τον έκαμε ικανόν να θεωρή τον Θεόν και να μετέχη της βασιλείας του. Μετά την εμπειρίαν της Μεταμορφώσεως εις το Θαβώρειον όρος ο Πέτρος είπε: καλόν εστιν ημάς ωδε είναι… Ο Χριστός όμως επιμένει οι μαθηταί του να καταβούν πάλιν εις την πεδιάδαν, όπου η κοινωνία υποφέρει και αγωνίζεται. Οι Χριστιανοί δεν συμμετέχουν εις την χάριν της Μεταμορφώσεως δια να απομονωθούν και να αποφύγουν τας ευθύνας τους. Οι σωστοί και πιστοί Χριστιανοί «καταβαίνουν» εις τον κόσμον, δεν αδιαφορούν δια την υπόλοιπον κοινωνίαν. Διεισδύουν εις αυτήν και μεταδίδουν την θεραπείαν της καθάρσεως της ιδίας καρδίας εις όλους. Ο καθημερινός βίος μεταμορφούται, ακριβώς όταν έκαστος πιστός αναλαμβάνη τον πόνον, την μοναξιάν, την λύπη των άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντός του.
Εις το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο λειτουργός λέγει προς το εκκλησίασμα: Εν ειρήνη προέλθωμεν… Αυτό το προέλθωμεν είναι ακριβώς η ευαγγελική αποστολή να «καταβαίνουν» οι Χριστιανοί από το «Θαβώριον όρος» της Εκκλησίας και να βαδίζουν εις τον κόσμον. Καταβαίνουν όμως με το φως της Μεταμορφώσεως με τη καρδία αυτών. Είδομεν το φως το αληθινόν, ελάβομεν Πνεύμα επουράνιον, εύρομεν πίστιν αληθή, αδιαίρετον Τρίαδα προσκηνούντες… Αφού πάθουν την κατά Θεόν αλλοίωσιν, αφού αποκτήσουν την αληθινήν θεογνωσίαν, τότε επιτελείται επιτυχώς η αποστολή της Εκκλησίας εις τον κόσμον. Δεν πραγματοποιείται επιτυχώς όμως, αν δεν προηγηθεί η εμπειρία της Μεταμορφώσεως. Η επιστροφή εις τον πόνον του κόσμου και η ανάληψις του Σταυρού γίνεται τώρα μετά της βεβαιότητος της νίκης και της αναστάσεως. Αυτό πράγματι είναι το μεταμορφωτικόν ευαγγέλιον και έργον της Εκκλησίας εις κάθε τόπον και εις κάθε εποχήν, δια να μεταμορφωθή ο κόσμος, η κοινωνία, και ο κάθε άνθρωπος να γίνει φίλος του Θεού, δεδοξασμένος από το θείον φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Επί του όρους της Μεταμορφώσεως οι μαθηταί εγνώρισαν μιαν πραγματικήν και απόλυτον συμμετοχήν εις την δόξαν του Θεού, αποκαλυφθείσαν εν τω προσώπω του μεταμορφωθέντος Ιησού Χριστού. Απεσπάσθησαν ούτοι από την καθημερινήν ζωήν και έζησαν προς στιγμήν εντός της θείας τάξεως και της θείας ζωής. Εθεώρησαν την αληθή θείαν ωραιότητα του Χριστού και της ανθρωπίνης φύσεως εν Χριστώ και εν εαυτοίς υπό το πρίσμα της αιωνιότητος, όπου παρελθόν, παρόν και μέλλον συνυπάρχουν. Το αυτό ακριβώς βίωμα καλούνται και δύνανται να γνωρίσουν άπαντες οι πιστοί δια της ανόδου εις «το όρος της Μεταμορφώσεως», δια της εισόδου εις την βασιλείαν του Θεού και δια της συμμετοχής εις την Θείαν Ευχαριστίαν, ήτις είναι τώρα και εις το διηνεκές η Μεταμόρφωσις του Χριστού, ακριβώς διότι είναι η θέωσις και η μεταμόρφωσις του ανθρώπου εν Χριστώ.
————————————————
πηγή: Πρωτοπρ. Παναγιώτη Α. Τσάμπηρα, Η μεταμόρφωσις του Ιησού Χριστού, Εκδ. Αποστολική Διακονία, 2004, σελ. 355-363
ΠΗΓΗ.ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ