Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

Το ξημέρωμα που μας σημάδεψε


Δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνο το ξημέρωμα....


Χτύπησε το τηλέφωνο και ήξερα.
 Άκουσα τα κλάματα και απάντησα με τα δικά μου. Κλαίγαμε με λυγμούς σαν παιδιά και ήμασταν μεγάλες γυναίκες. 
Δεν μιλήσαμε. 
Ξέραμε, το περιμέναμε αλλά τώρα ήταν αλλιώς: Πάντα ο θάνατος είναι αλλιώς όταν γίνεται γεγονός.
Κλαίγαμε και έξω ξημέρωνε, χωρίς τον πατέρα μας.
Ευτυχώς που το τηλέφωνό μου έχει αναγνώριση και κατάλαβα πως ήταν η φίλη μου. Μετά από δεν ξέρω κι'εγώ πόση ώρα, μπόρεσε να ψελλίσει "έφυγε ο πατέρας".
Ύστερα κλείσαμε το τηλέφωνο και δεν ξανακοιμήθηκα.
Ήμουν πολύ ορφανή, πολύ μόνη, πολύ παραπονεμένη, απολύτως κουρασμένη από την ζωή δίχως εκείνον, που είχα ήδη αρχίσει να ζω πριν λίγη μόλις ώρα. Και έπρεπε να ετοιμαστώ, να κατέβω Αθήνα με τα άλλα αδέλφια που τούτη την ώρα έκλαιγαν σε διάφορες γωνιές της πόλης. 
Ο πατέρας περίμενε τον ασπασμό μας, για να κηδευτεί. 
Τα δελτία ειδήσεων είχαν ήδη αρχίσει να μιλούν για τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου....
Ήταν 28 Ιανουαρίου 2008.

Από τότε ξημερώνω αυτή τη μέρα, γράφοντας...
 
Πηγή : Τι και πως

Χριστόδουλος: Ένας χρόνος δίχως του
(Γράφτηκε το 2009)

Ξαναπέρασα χθες βράδυ να δω τα φωτισμένα σου παράθυρα, σε μια ανεπίτρεπτη της λογικής, ελπίδα...
Ανεπίτρεπτο, των ματιών σου, σκοτάδι πίσω από τα ερμητικά κλειστά παντζούρια πατέρα......
Σε είχαμε στο νου μας που δούλευες αργά τη νύχτα και περνούσαμε, πριν πάμε σπίτια μας, να δούμε αν αποφάσισες να ξεκουραστείς.
Τότε, το ανοιχτό φως μας φόβιζε για την υγεία σου.
Τώρα, το σκοτάδι μας φοβίζει για την πιστοποιημένη ορφάνια μας.
Σήμερα το μνημόσυνό σου...Ένας χρόνος μετά.
Το πρωί βρήκα τον Χριστοφόρο, μετά την δέηση. Δεν ήταν καλά. Κανείς μας δεν θα είναι καλά πιά.
Σου μιλάμε και δεν απαντάς.
Έχουμε νέα που δεν μαθαίνεις.
Το βλέμμα σου, το γέλιο σου, η κίνησή σου μέσα μας και στον χώρο, στοιχειοθετούν οδυνηρές, βασικές μας ελλείψεις.
Κάθε μέρα, τόσα χρόνια....Εκεί στον ραδιοφωνικό μας σταθμό.....
Όπως τα ονειρεύτηκες όλα. Όπως τα ονειρευτήκαμε μαζί σου.
Οι άλλοι σε γνώρισαν αρχιεπίσκοπο, αργότερα....
Εμείς πατέρα και δεσπότη και αυτό έμεινες για μας.
Κάθε μέρα: Η μεγάλη εικόνα της Παναγιάς στην είσοδο, τα σκαλάκια, ο βελούδινος, παλιός καναπές, η Φρίντα το σκυλάκι που έτρεχε ξοπίσω σου (πέθανε όταν έφυγες...), το χαμόγελό σου πάνω από τα μικρόφωνα, το μικρό κουζινάκι που ήλπιζες τα γλυκά που σου απαγόρευαν, οι σερνάμενες παντόφλες της κυρα Μαρίας, οι παπάδες σου-τα παιδιά σου, τα παιδιά του οικοτροφείου, εμείς οι συνεργάτες σου, αυτή η κυκλοτερής κίνηση της προστασίας σου...
Κατεβαίνει ο δεσπότης......Χαμογελούσες και στραφταλίζανε τα μεταλλικά της κονσόλας (θυμάσαι πόσο γέλασες όταν ο Δανιήλ εισηγήθηκε να την λέμε τράπεζα του ήχου;)
Φιλούσαμε το χέρι σου...Χέρι μαλακό για να αναπαύονται οι καρδιές, στιβαρό για να ακουμπάνε οι ευθύνες, απαλό για να γαληνεύει η μέρα μας.......
Μύριζες όλος μια αρχαία κολόνια, την ίδια που ευωδίαζε και ο θείος μου, ανακατεμένη με λιβάνι.
Μας ρωτούσες για τα δικά μας, ήξερες τι πονά τον καθένα, τα μάτια σου στρογγύλευαν τις γωνίες μας, "άντε φεύγω τώρα" έλεγες, μα ξέραμε πως πήγαινες δίπλα στα γραφεία και το μεσημέρι θα γύριζες...
"Τώρα τα μεσημέρια είναι θάνατος" θα ξανάγραφε μια φίλη μου ποιήτρια, για τα μεσημέρια που δεν γυρίζεις πια.......
Μπορεί να έγραφε και για την ελλείπουσα ανησυχία της κυρα Λίτσας, τί να σου μαγειρέψει (άλλος θάνατος) και για την θανατική των ευαισθησιών καταδίκη των πιάτων, των βουβών δωματίων και ημών των ορφανεμένων ανθρώπων σου.
Μαζί σου έφυγε πολύ φως και τώρα πρέπει να το επινοήσουμε, εκτός κι αν πεις στον Κύριο να στείλει λίγο ακόμη, επιπλέον του καθημερινού ήλιου. Λίγο φως ακόμη, για κείνο που πήρες μαζί σου.....
Τραβάω πάλι τις κουρτίνες στο στούντιο, μπαίνει ήλιος, ο κυρ Γιάννης ο αδελφός σου διώχνει τις γάτες από τις γλάστρες της αυλής μας, το κόκκινο λαμπάκι λέει on, ζωντανή εκπομπή, γεμίζει ράσο ο διάδρομος και ξαφνικά με πιάνουν τα κλάματα: Όλα είναι off και μόνο η αναζήτησή μου ονειροπολεί.
Ο κυρ Γιάννης σε γηροκομείο, οι γλάστρες χωρίς λουλούδια, ο σταθμός κλειστός, οι γάτες δεν είναι χαζές νάρθουν σε έρημο τόπο.
Μου λείπεις πατέρα.....Χαμογελάς.....σε μια φωτογραφία.....
Μου λείπεις.
Μας λείπεις.

Χριστόδουλος και μετά κενό.....
(Γράφτηκε το 2011)

Τρία χρόνια δεν είναι ούτε πολλά, ούτε λίγα....
Είναι απλά τρία χρόνια δίχως τον Χριστόδουλο.
Με την βαρύτητα της έλλειψης και το βάρος ενός αξόδευτου ακόμη πόνου.
Ακούω να λένε πώς ήταν σχεδόν υπέροχος.
Δεν ήταν αλλά τί σημασία έχει; Ήταν ο πατέρας μας!
Ο πατέρας σου δεν είναι ούτε καλός, ούτε κακός, εκτός αν είναι "φωναχτά" κάτι από τα δύο και  δεν ήταν.
Οι μνήμες από κείνον είναι ένα μαλακό, σχεδόν βελούδινο, σύνολο καθημερινών στιγμών όπου επισκοπεί το χαμόγελό του και μια αίσθηση οικογένειας που δεν ξαναζήσαμε, μετά τον θάνατό του.
Ένα αντίδωρο μετέωρο, μια χούφτα λιβάνι σε ασύλητο ερμάρι του σπιτιού του που νοικιάστηκε, σε μια αισχρή αποθέωση πρακτικότητας, χέρι αβρό, δεσποτικό που το ξαναφίλησα παγωμένο, εκείνος ο ειδικός βηματισμός, λες παιδιού που θα το σκάσει για το πάρκο, παπαδίστικη αύρα ένα γύρω, θρόισμα μεταξιού σε κυριακάτικο ράσο, μυρωδιές ενδοξότητας σε ντουλάπες αρχιερατικών στολών, βιβλία, περασμένης ώρας αναμμένο φως, και δόξα μεσημεριάτικου ήλιου -που εθελουσίως φυλακίστηκε σε ζωές ανταμωμένες κάτω από το βλέμμα του δεσπότη-.
Ούτε καλός, ούτε κακός.
Απλά πατέρας.
Όπως λέμε Χριστόδουλος.....και τώρα ορφάνια και ένα κενό που μέσα του τρελαίνονται όσα έζησες με κείνον.


Χρόνια μετά, μιλάμε για σένα όπως τότε…

(Εκφωνήθηκε στο τριετές μνημόσυνο του (Ι.Ν. Αγίου Νικολάου Βόλου- 28/1/2011), από τον αρχιμανδρίτη Χριστοφόρο Καρδατζή, ο οποίος διετέλεσε ιδιαίτερος γραμματέας του μακαριστού, στη μητρόπολη Δημητριάδος).

".............Λοιπόν πατέρα, ξέρω ότι με ακούς και θέλω καταρχήν να σου εξομολογηθώ την τελευταία μου ανάμνηση από σένα, που είναι ο τρόμος των χειλέων μου από το παγωμένο σου χέρι, στον ασπασμό του αποχαιρετισμού.
 Άραγε ποτέ πριν δεν είχα συνειδητοποιήσει  αυτή την παγωνιά του νεκρού σώματος ή μήπως ήλπιζα πως εσύ, τόσο ζεστός στην καρδιά μου, δεν θα με τρόμαζες με τον χειμώνα των χεριών σου;
Τρία χρόνια μετά, δεν μπορώ να απαντήσω με ασφάλεια.
Κι’ όμως ήταν αυτό το ίδιο χέρι που με έδειξε, ανάμεσα σε πολλούς, όταν με διάλεξες –κατ’ οικονομία Θεού-  για να με αναδείξεις σε ιερέα Του και παιδί σου.
Κοντά σου έζησα την οικογένεια που είχα  στερηθεί και πείσθηκα πως τα αντικρινά χαμόγελα, πολλές φορές, είναι αληθινά.
Δεν ήταν εύκολες οι μέρες μαζί σου αλλά ήταν αληθινές, καρδιακές και μου έδωσαν το δικαίωμα της ελπίδας, που έκτοτε δεν έχασα ποτέ.
 Ήμουν πολύ μικρός και πολύ μόνος, όταν μου είπες «Έλα».
Ο τρόπος σου μου επέτρεψε να παραμείνω μικρός αλλά να πάψω να είμαι μόνος, με τον τρόπο που οι άνθρωποι σιγουρεύονται στην θαλπωρή μιας ζέουσας καρδιάς που τους προετοιμάζει για τις ευλογίες του Ουρανού.
Όρισες, με την βιωτή και τον λόγο σου, την υπεροχή του Χριστού, της Εκκλησίας Του και της Ελλάδας στην ζωή μου, τόσο απόλυτα που σφράγισες τον μετέπειτα βηματισμό μου.
Όχι πως υπήρξα ο ιδανικός θεματοφύλακας των συγκεκριμένων αξιών αλλά τις  έθεσες τόσο στιβαρά εντός μου, που κατάλαβα πως δεν έχω άλλη επιλογή από την προδοσία ή την υπεράσπισή τους. Η αδιαφορία ή η ουδετερότητα δεν ήταν ποτέ στις προοπτικές.
Περνώντας τα χρόνια και ταξιδεύοντας τα χιλιόμετρα των δρόμων σου και της κοινής μας ζωής, πείστηκα πως και η προδοσία δεν ήταν στις προοπτικές….
Όταν έκλεισες τα μάτια, ξανακοίταξα τις από σένα παρακαταθήκες  και τις βρήκα, μέσα μου, στέρεες και λαμπερές από τις ανατολές των βλεμμάτων σου, που τόσο καλά γνώριζα.
Σ’ ευχαριστώ πατέρα……….
Μετά την κοίμησή σου, άρχισα να μαζεύω, όπως οι οικείοι τα προσωπικά αντικείμενα του πεφιλημένου, εκφράσεις, κουβέντες, στιγμές  που, όταν ζούσες, μέσα στην ασφάλεια των κοινών μας ημερών, ήταν δεδομένα. Τα ξεσκόνισα από τη σκόνη των γεγονότων, τα απομάκρυνα από ευκαιριακούς επαίνους και  χειροκροτήματα,  τα γυάλισα από το θάμπος της απουσίας σου και τα ένιωσα φυλαχτά.
Όσα με δίδαξες, απέβησαν τα εφόδιά μου.
Όσα μου έμαθες, ορίστηκαν ως τα προσόντα μου.
Όσα εξαιτίας σου αγάπησα, έγιναν η ανθρωπιά μου.
Τώρα, με σένα παρά τω Θεώ (όπως εύχομαι, παρακαλώ και ελπίζω), έχω πάλι το καλύτερο μέσον στον Ισχυρό που μηδένισε τους χρόνους και τους τρόπους του ανθρωπίνως εφικτού και ανασκεύασε το χωμάτινο ανέφικτο σε, κατά χάρη, θεϊκή προοπτική.
 Μιλούν πολλοί και γράφουν για σένα, με τον τρόπο των ζώντων προς δικαιωθέντες κεκοιμημένους. Δεν έχω τα προσόντα να εκθειάσω την προσωπικότητά σου.
Μόνο ότι δεν σε ξέχασα μπορώ να σου πω, με τον τρόπο που δεν λησμονεί το παιδί τον γονιό του, με τα λόγια που σου λέω και στα ενύπνιά μου, όπου τόσο συχνά έρχεσαι.
Παρακαλώ τον Κύριο να συνεχίσεις νάρχεσαι στον ύπνο μου, εκεί κατά το ξημέρωμα και γω να μπερδεύομαι γλυκά και να νομίζω πως πέρασε η ώρα και πρέπει να ξυπνήσω να σε διακονήσω, οδηγώντας για ένα ταξίδι, ετοιμάζοντας σου τα άμφια για άλλη μία θεία λειτουργία  ή για να κρατήσω τα ραντεβού σου στο γραφείο.
Τα ξαναζώ όλα πατέρα, με την αφοσίωση που εσύ ήξερες πως σου είχα και με την αγάπη που μπορεί να μην έγινε όσο της άξιζε ρητή αλλά παραμένει ανάμεσά μας, ως καταλύτης της τωρινής απόστασης και ως ομολογία υιού προς πατέρα.
Για πρώτη φορά σου μιλώ στον ενικό. Σε σένα που μου δίδαξες το πρωτόκολλο και τις συμπεριφορές…..
 Παράξενο δεν είναι;
Όχι, μου γνέφεις… Δεν είναι παράξενο. Είναι φυσιολογικό. Πέρασαν οι εποχές των ανθρώπων. Είναι ο καιρός του Θεού… Δεν υπάρχουν τώρα πια, πρωτόκολλα και συμβατικότητες.
Υπάρχει μόνο η Αγάπη με το Αλφα κεφαλαίο και αυτή, ως μοναδική, είναι ενικού αριθμού.
Είμαστε πολλοί εμείς που αγκαλιαστήκαμε μπροστά στο σκήνωμά σου και κλάψαμε, λες για να δεις όχι πόσο σε αγαπήσαμε αλλά  πόσο εμείς αγαπηθήκαμε, κάτω από το βλέμμα σου.
Τρία χρόνια μετά, δεν αγαπιόμαστε λιγότερο….Σου το λέω γιατί θα σου αρέσει.
Τρία χρόνια μετά, η έλλειψή σου δεν λιγόστεψε. Σου το λέω για να συνεχίσεις νάρχεσαι στον ύπνο μας.
Τρία χρόνια μετά μιλάμε για σένα, όπως τότε….και εμείς και όλη η Ελλάδα.
 Τρία χρόνια μετά, αχρηστεύουμε το χρόνο και σε νιώθουμε παρόντα, ασπαζόμαστε την δεξιά σου και το χέρι είναι ζεστό πια…. 
Κάνει ζέστη εκεί στα αιώνια μοναστήρια, είναι  τα δάκρυά μας των χιλίων τόσων ημερών ή απλά είναι η αγάπη που ξεστομίσαμε φωναχτά και έφερε συμβατές θερμοκρασίες στο χέρι που μας τρόμαξε παγωμένο; 
Πατέρα ευχαριστούμε γι’αυτό που έγινες για μας.
Πατέρα σ’ ευχαριστώ.
Κυρίως όμως ευχαριστούμε  εσένα Κύριε, γι’ αυτόν που μας χάρισες και Σοι προσπίπτομεν και Σου δεόμεθα υπέρ της αιωνίου αναπαύσεως του πατρός ημών Χριστοδούλου Αρχιερέως, εκεί  όπου επισκοπεί το Φως του προσώπου Σου, το Φως που τόσο αγάπησε."


+ 28 Ιανουαρίου 2008
(Γράφτηκε το 2012)

«Κράτα γερά μέσα σου τα ζώπυρα της πίστεως που παρέλαβες από τους γονείς σου. 
Η Ελλάδα είναι η χώρα των μεγάλων αγώνων για την κατίσχυση των μεγάλων ιδανικών. 
Μην αφήσεις τη χώρα σου να χάσει το χαρακτήρα της και να μετατραπεί σε μάζα ανθρώπων, χωρίς συνείδηση, χωρίς εθνικότητα και χωρίς ταυτότητα.
 Μέσα σ' αυτή τη μάζα κινδυνεύεις να γίνεις ένα νούμερο, ένας αριθμός, να χάσεις την ελευθερία της προσωπικότητάς σου. 
Αδελφοί, μείνατε εδραίοι και αμετακίνητοι σε όσα μάθατε και σε όσα επιστώθητε. 
Μείνατε σταθεροί στην πίστη και στα ιδανικά του Γένους. Αυτό είναι το χρέος μας.»

+Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος

Είμαι πολύ θυμωμένη με τον εαυτό μου που ακόμη κλαίω για σένα.
 Θα έπρεπε, όμορφα-όμορφα (και θα ήσουν μια υπέροχη σελίδα της) να είσαι ιστορία.
Τί χάλι κι' αυτό...Να παίρνω να γράψω δυο λέξεις για την επέτειό σου και να κλαίω μετά από τόσον καιρό...
«Μην κλαις παιδάκι μου» σε ακούω να λες…
Μα γιατί μου μιλάς ακόμη, γιατί είσαι τόσο έντονος, τόσο καθοριστικά πατέρας, τόσο παρών;
Πάλι ακούω το βήμα σου, πάλι το φουρ - φουρ του ράσου σου, πάλι χαμογελάς πάνω στα χέρια μου που πληκτρολογούν, ξανά περπατάς στη ζωή μου.
Προλάβαμε κι’ αγαπηθήκαμε εμείς.
Ίσως να.. φταίει αυτό.
Μπορεί και το που ήταν το γέλιο σου αφημένο δω και κει όπου πέρασες και -περνώντας απ’ τους ίδιους δρόμους- μας καταδιώκει να μας κάνει πάλι τα παιδιά σου, τους ομολόγους μιας κοινής ευτυχίας, τα παπαδάκια ενός μικρού ιερού όπου θυμιατίσαμε μέρες και νύχτες, αγίους και αγίους, πατρίδες και πατρίδες…
Δεν ξέρω πώς φαίνονται τα χάλια μας από Κει που είσαι…
Μόνοι πορευόμαστε σε μια πατρίδα επίσης μόνη.
Εκείνα που έλεγες για ζώπυρα της πίστης και για Ελλάδα αγώνων, τα στείλαμε στο κρυφό σχολειό της καρδιάς και μας τα μολογάνε τις νύχτες των κρυφών συναξαρίων, λίγοι καλόγηροι που τους χλευάζουν οι δυνατοί της μέρας και Γεροντάδες που τους απειλούν οι Ευρώπες. 
Νομίζω θα σου άρεσε τώρα να είσαι εδώ, να παίρνεις φωτιά και να καίγονται οι φόβοι μας, να κλαις και να λυτρώνονται οι ταπεινοί, να φωνάζεις και να μαζεύονται οι εξουσίες. 
Κι ’ύστερα να ξαναγίνεσαι το παιδί –άτακτο πάντα- που ζητιάνευε το γλυκό που δεν σου δίναμε, για να μην ανέβη το σάκχαρό σου….
Γράφουν ακόμη για σένα, σου κάνουν άλλοι μνημόσυνα δημοσίων σχέσεων και άλλοι καρδιάς, σε θυμούνται όλοι, σε αγαπούν και σε μισούν.
Κάποιοι κλαίνε και είμαι σ’ αυτούς.
Γιατί κλαίνε αυτοί, δεν ρώτησα.
 Εγώ κλαίω επειδή χορτάριασε ο κήπος του Σταθμού μας, επειδή στο σπίτι σου κρεμάνε τα σώβρακά τους οι ενοικιαστές (ακριβώς στο μπαλκόνι της επίσημης αίθουσας που δεχόσουν στη γιορτή σου), επειδή οι παλιοί μας φίλοι χάθηκαν, επειδή τις νύχτες δεν φωτίζεται το παράθυρό σου, επειδή είμαι σίγουρη πως έχουν πετάξει τις παντούφλες που βρήκα δίπλα στο κρεβάτι σου όταν έφυγες για Αθήνα, επειδή δεν γράφεις πια, επειδή δεν ακούω τη φωνή σου, επειδή δεν μπορώ να πω «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου» και να ακούσω το σήμα του Σταθμού των κοινών μας ερώτων, επειδή πέθανες, επειδή ζεις Αλλού, επειδή δεν θωρώ σε, επειδή δεν επιστρέφεις από το γραφείο το μεσημέρι, επειδή δεν μαγειρεύει σου πια η θεία, επειδή πέθανε και ο παπα Λεωνίδας, επειδή σε έχασα ως σημείο αναφοράς, επειδή μετά από σένα το χώμα είναι λιγότερο στέρεο κάτω από τα πόδια εκείνων που σε γνώρισαν.
Και επειδή δεν ήρθες ούτε μια νύχτα στον ύπνο μου….
Και επειδή δεν γνώρισα κανέναν άλλον που να με κάνει να κλαίω τέσσερα χρόνια, για πάρτη του…


Πες Του για μας, θα Του λέμε για σένα
(Γράφτηκε το 2014)

Ολοένα και λιγότερο μιλάμε.
Ολοένα και περισσότερο πονάμε -όχι για το γνώριμο βήμα σου, όχι για το χαμόγελο, όχι για το θρόισμα του ράσου σου, πια...
Ο πόνος που σαν σήμερα γίνεται οδύνη, είναι που δεν είσαι εδώ να μας πεις για τα "ζώπυρα", να μας ξεσηκώσεις, να μας εγείρεις, να μας συνεγείρεις, να φωνάξεις μ' εκείνον τον λυγμό που μας έκανε επαναστάτες.
Τώρα που ήρθε η ώρα της επανάστασης, δεν έχουμε μπροστάρη....
Δεν υπάρχει ο αντιθετικός σου λόγος, δεν υπάρχει εκείνη η κίνηση στο πανωκαλύμαυχο -όταν θύμωνες με όσα συνέβαιναν, φαντάσου τώρα...- που σε έκανε να μοιάζεις πανύψηλος, ενώ δεν ήσουν.
Δεν υπάρχει η φωτιά που άναβε στο βλέμμα σου σαν μιλούσες για Χριστό και Ελλάδα, λίγο πριν ψιχαλίσουν τα δάκρυα που μετά κλαίγαμε όλοι μαζί.
Πώς θάθελα να σε ξανακούσω να τραγουδάς το "Σώπασε Κυρά Δέσποινα", ειδικά τώρα που η πατρίδα σέρνεται άλλοτε ζητιάνα και άλλοτε πόρνη στις Ευρώπες!
Και μετά να πιάσεις να λες τον Εθνικό μας Ύμνο σιγανά στην αρχή, σαν μυστικό λόγο που θα ανοίξει πόρτες και πιο δυνατά μετά -σαν στεριωμένη δικαίωση- και σαν φτάσεις στο "Χαίρε ώ χαίρε λευτεριά" να το λες σαν διακήρυξη, σαν ψαλμό, δυνατά σαν η λευτεριά να είναι ήδη πραγματικότητα και όχι προσδοκώμενο...
Και μεις μαζί σου να το ουρλιάζουμε με το ουρλιαχτό των αδικημένων, την αγανάκτηση των σκλαβωμένων και την παράφορη ελπίδα των μπουχτισμένων από ευτέλεια και προσβολή.
Θάθελα να ήσουν εδώ για νάχει απάγκιο το παράπονο, χέρια μυρωμένα λιβάνι για ν' αναπαυτεί το αίμα που φτύνουμε, για νάχουμε ένα ράσο ν ‘απαγκιάσουμε τώρα που χρόνια χιονίζει.
Σε "χαρίζω" όμως στο θέλημά Του.
Πες Του για μας, θα Του λέμε για σένα.
Και ας Του πούμε και συ και μεις για την πατρίδα, πατέρα