Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2015

Άγιος Καλλίνικος

     

Αποτέλεσμα εικόνας για Αγιος ΚαλλίνικοςΟύτος ο θείος καί μέγας Καλλίνικος ήτον από τήν καλήν καί εύφορον χώραν τών Κυλίκων• καί έκ νεαράς ήλικίας έσέβετο τόν άληθή Θεόν, τόν Σωτήρα κι Ποιητήν άπάσης τής κτίσεως ,τά δέ είδωλα ώς δόλια ό άδολος πρός τόν Χριστόν, καί εύχρηστος νέος εμίσει έξ όλης του τής καρδίας, καί τά έπόμπευε, κηρύττωντας φανερά μεγαλοφώνως τήν πλάνην έκείνων καί ματαιότητα.
Ήτον δέ καταπολλά γνωστικός καί λόγιος, όθεν μέ τά γλυκύτατα, καί φρόνιμά του λόγια, έσυρνεν ώς άλλη τίς σειρήνα τούς άκροατάς πρός τού λόγου του• καί ώς ό μαγνίτης τόν σίδηρον, ούτως έτράβιζε καθένα μέ τήν ένάρετον καί θαυμασίαν πολιτείαν του. Έχωντας ούν πόθον νά φέρη καί άλλους πολλούς άχρήστους είς τόν Χριστόν ό χρηστότατος, υπήγε καί ώς άλλα Κάστρη, καί έκήρυτε παντού τήν εύσέβειαν.
Πηγή : Ορθόδξοι πατέρες
Διαβαίνωντας ούν άπό διαφόρους πόλεις καί χωρία έδίδασκε τό Ιερόν Εύαγγέλιον• καί φθάνωντας είς Άγκυραν τής Γαλατίας, ήτις είναι μεγάλη πόλις καί πολυάνθρωπος, έκήρυξε καί εκεί τήν ευσέβειαν• και οί μέν συνετοί καί καλόγνωμοι άκούσαντες τήν άλήθειαν ώφελήθησαν, έκδεχόμενοι τόν σπόρον τής πίστεως, οί δέ άσύνετοι και κακότροποι, ώς γή πετρώδης, καί άνωφέλευτος, ού μόνον ποσώς δέν έτελεσφόρησαν, άλλά καί τόν διδάσκαλον καί ευεργέτην αδίκως οί άδικοι ώς δίκαιον τελείως εμίσησαν, καί έκατάβαλαν εις τόν Ηγεμόνα τής πόλεις οί άχρηστοι τόν φιλόχριστον.
Ο δέ φιλόχρυσος καί μισόχριστος Άρχων, ός τις ώνομάζετο Σακέρδως, έπρόσταξε νά τόν φέρουν καί λέγει του μέ θρασύτητα• όλοι θυσιάζουσι τούς θεούς, διά νά τούς έχουσι βοήθειαν, οί όποίοι μάς δίδουσι όλα τά καλά καί εύεργετούσί μας, καί μόνον έσύ τολμάς καί τούς καταφρονής άναιδέστατε· καί δε φθάναι όπού έσύ δέν τους προσκυνής; άλλά καί τούς άλλους σπουδάζεις νά βυθίσης εις τήν πλάνην αύτήν μέ ταίς φλυαρίαις σου;
Ο δέ Αγιος πράος καί ταπεινός ταύτα άπεκρίνατο. Ως δούλος όπου είμαι του Δεσπότου Χριστού, του άληθινού Θεού• (ος τις ειναι ή δύναμίς μου, ό πλούτος, καί καύχημα ) σπουδάζω, καί άγωνίζομαι πρώτον μέν νά φυλάξω τον λόγον μου καθαρόν, και αμέτοχον από τήν θανάσιμον βλάβην τής είδωλολατρείας• δεύτερον επιποθώ, καί κοπιάζω τό κατά δύναμιν νά έπιστρέψω καί τούς πλανεμένους άπό τήν άγνωσίαν είς τήν εύλάβειαν• ότι αί άγιαί μας Γραφαί λέγουσιν, ότι όποιος έπιστρέψει άμαρτωλόν είς μετάνοιαν, να τόν κάμη μέ τήν διδαχήν του νά άφήση τήν πλάνην του, θέλει σώσει καί αύτός τήν ψυχήν του άπό τόν αίώνιον θάνατον. Λοιπόν μακαρία ή ώρα, νά έκαμνες καί εσύ τόν λόγον μεν, Ηγεμών εκλαμπρότατε, νά άφήσης τήν πλάνην σου, νά δράμης είς τήν άλήθειαν καί τότε ήθελες γνωρίση, πόση διαφορά είναι άπό τόν Χριστόν, έως αυτά τά κωφά καί άναίσθητά σας είδωλα, τά όποία σάς όδηγούν είς όλεθρον καί άπώλειαν.
Ταύτα ή μισόκαλος καί φαύλη ψυχή τά ψυχωφελή άκούσασα λόγια έθυμώθη άμετρα, καί κυττάζωντας μέ άγριον όμμα τόν Άγιον, είπεν αυτώ• θαρρώ νά επιθυμείς τον θάνατον, κακοθάνατε, διά τούτο φλυαρείς τοιαύτα παιδικά καί μάταια λόγια. Αλλά γίνωσκε, ότι αυτά δέν σε ώφελούσιν όλότελα • ούτε τινάς θέλει δυνηθή να σέ λυτρώση από τάς χείρας μου, ούτε αύτός όπού ονομάζεις Θεόν καί Σωτήρα σου• διατί θέλω νά σπαράξω όλα τά μέλη σου, καί νά σού δώσω τόσα πικρά κολαστήρια, όπου να γνωρίσης μέ ταύτα, πόσον κακόν είναι ή άπείθεια, καί πόσας τιμωρίας λαμβάνουσιν όσοι τούς θεούς καταφρονούσι καί μυκτηρίζουσι.
Τότε ο Άγιος τον εκοίταξε χαρούμενος, λέγωντας• Μην αμελήσεις, ούτε βάλης καιρόν είς το μέσον ολότελα• αλλά ταχέως ετοίμασον όλα σου τα κολαστήρια όργανα, πύρ, ξίφη, τροχούς, στρεβλώσεις, και μάστιγας, και είτι άλλην συλλογισθής δριμύτεραν βάσανον• ότι αυτά όλα, καί άλλα περισσότερα επιποθώ, και δεινότερα παιδευτήρια διά την αγάπην τού Χριστού μου. Τά δέ απολαυστικά και τερπνά τού βίου τούτου νομίζω σκιάς καί ονείρατα, καί μόνον φαντάζομαι τα μετά θάνατον, ως αθάνατα όντως και ατελεύτητα . Όθεν άλλο δεν φοβούμαι, ειμή μόνον να μήν υστερηθώ της αιωνίου εκείνης μακαριότητος, και θείας του Χριστού απολαύσεως• αμή αυτά όλα τα πρόσκαιρα κολαστήρια λογίζομαι ηδονήν, και απόλαυσιν διά τόν δεσπότην μου Χριστόν τον αληθή Θεόν και Σωτήρα μου.
Τότε ό Ηγεμών προστάσσει και τόν έδερναν είς όλον τό σώμα μέ ώμά βούνευρα, φωνάζων πρός αυτόν ο διαλαλητής, και ταύτα λέγων• Προσκύνησον τους θεούς Καλλίνικε, και επικαλέσου τους να σε λυτρώσουν από ταύτην την βάσανον. Ο δε Αγιος έδέχετο τάς πληγάς τόσον άφοβα, οπού σού έφαίνετο πώς δέν ήτον έκείνος ό τιμωρούμενος • καί μόνον είς τόν Θεόν είχεν υψουμένην όλην του τήν διάνοιαν, καί τού ευχαρίστα πώς τόν ηξίωσεν νά πάθη ταύτα διά τήν άγάπην του• καί όσον έβλεπε τό σώμα του καταξεσχισμένον, καί κόκκινον- από τό πλήθος τού αίματος, τοσούτον έπεριγέλα έκείνους όπού τόν έδερναν, πώς δέν έδύνοντο νά τού κτυπούν δυνατώτερα, άμή εκουράζουνταν τόσον γρήγορα.
Ο δε Σακερδώς εμάνισε, και προστάσσει να τον καταξεσχίζουν με σιδηρά ονύχια άλλοι στρατιώται ωμοί καί άγριοι. Οί τινες τόσον τον εξέσχισαν, οπού δεν αφήκαν κανένα μέλος του σώματος ατιμώρητον. Αλλά ήθελες ειπεί, ότι είχε φύσιν λίθινην, και όχι σαρκίνην ο αδαμάντινος βλέπωντας τους ότι ποσώς δεν εψήφα τάς οδείνας εκείνας. Αλλά τόν έκαμνεν ό θείος έρως, τόσον δυνατόν καί στομωμένον, όπού έδειχνε τά σώμά του σιδηρόν, ή άλλο μέταλλον μάλλον, ή σάρκινον. Αλλά τούτον όλον έγίνετο διά τήν ύπερβάλλουσαν άγάπην, όπού είχε, καί πόθον πρός τόν ποθούμενον, ός τις τόν έκαμνε καί δεν εσυλλογίζετο ποσώς τάς μάστιγας, αλλά μάλλον• έπεριγέλα τόν Τύραννον, όνομάζωντας αυτόν μωρόν καί αδύνατον, έπειδή δέν έδύνετο νά νικήση ένα γυμνόν καί άοπλον άνθρωπον. Ταύτα ακούων καταισχύνετο ό αvαίσχυντος • καί βλέπων όλας του τάς μηχανουργίας, καί κολάσεις ματαίας ό μάταιος απελπίσθη όλότελα, γνωρίσας, ότι δέν έδύνετο νά νικήση τόν άήττητον άριστέα καί ίσχυρόν ό άνίσχυρος. Όθεν ήλθεν είς ταύτην τήν τελευταίαν και δεινήν, και πανόδυνον παίδευσιν• και προστάσσει ό άσπλαγχνος νά τού βάλουν σιδηρά υποδήματα, όπου είχασιν ατόφυα καρφιά άπό μέσα σουβλωτά και οξύτατα• παραγγέλλωντας τους στρατιώτας νά τόν τραβίζουν, νά περιπατή γρήγορα, έως νά τόν υπάγουν είς τήν Γάγγραν• καί φθάνοντας εκεi, νά εκκαύσουν δυνατά κάμινον, νά τον ρίψουν έσω ούτω μισαποθαμμένον άπό τούς ήλους, νά τόν καύσουν τελείως• διά νά τον ίδούν οί έπίλοιποι Χριστιανοί (τούς οποίους αυτός ο σοφός Καλλίνικος έδίδαξεν έκεί είς τήν Γάγγραν, καί τους έπίστρεψε) νά φοβηθούσι καί αυτοί, νά στρέψουν είς τήν προτέραν πλάνην, προτού νά πάθουν τά όμοια.
Λαβόντες ούν οι του άσπλαγχνου Τυράννου άσπλαγχνοι υπηρέται τόν Μάρτυρα, αυτοί μέν έκαβαλίκευσαν είς τά άλογα, τόν δέ Άγιον έσυρναν κατόπι μέ βίαν πολλήν, διά νά καρφώνουνται βαθύτερα είς τους πόδας του τά σίδηρα, νά τού δίδουσι δριμυτέραν τήν βάσανον• καί τόσον πόνον τού έδιδαν, όπου όσοι τόν έβλεπον εσυμπονούσαν, καί εδάκρυζαν. Ο δέ Μακάριος υπέμενε μεγαλοψύχως, δοξάζων τόν Κύριαν, ο Οποίος αοράτως τόν έδυνάμωνεν, ελαφραίνων τούς πόνους του μέ τήν θείαν χάριν αυτού, καί βοήθειαν άμαχον. Όθεν έλπίζωντας είς τόν Κύριον, έτρεχεν• όπισθεν τών άλόγων, εύχόμενος μετά τού Δαβίδ τού παμμάκαρος, λέγωντας• Ύπομένων υπέμενα τόν Κύριον, καί προσέσχε μοι. Καί έστησεν επί πέτραν τούς πόδας μου, καί κατεύθυνέ μου τά διαβήματα καί Κύριος φωτισμός μου, καί Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; καί άλλα παρόμοια. Τρέχοντες ούν έκαμαν έξήκοντα μίλια.
Ήτον εκείνην τήν ήμέραν άμετρος καύσις Ηλίου, καί ό τόπος περισσά άνυδρος. Οί δέ στρατιώται άπό τήν πολλήν δίψαν, όπου είχασιν, εύγάναν έξω ώς σκύλοι τάς γλώσσας τυγανιζόμενοι και καταφλεγόμενοι τόσον, όπου εκινδύνευαν είς θάνατον- άπό την άμετρον έκείνην ταλαιπωρίαν, ήγουν τόν Ιούλιον, όπού γίνονται ή μεγάλαις καύσαις. Και μή δυνάμενοι πλέον νά τρέχουσιν, έπεσαν εις τήν γήν ώς άψυχοι. Όθεν μήν έχοντες ποσώς νερόν νά πίουσcν, έμελλεν είς ολίγον νά ξεψυχήσουν. Λοιπόν μήν έλπίζοντες άπό άλλον τινά βοήθειαν, έπεσον είς τούς πόδας τού Μάρτυρος, μέ θερμότατα δάκρυα λέγοντες• Μήν ενθυμηθής τά κακά, όπού σού έκάμαμεν άμνησίκακε Άγιε, άλλά συμπάθησόν μας ώς συμπαθέστατος, καί βοηθησαί μας είς τοιούτον κίνδυνον• δος μας νερόν νά μήν αποθάνωμεν άπό τήν κακουχίαν οί τάλανες, ότι όλη ή φυσική υγρότης ήφανίσθη ολότελα καί ή δύναμίς μας, καθώς βλέπεις άπό τήν άμετρον καύσιν έχάθηκε, καί όλα τά δεινά μάς εύρήκασιν• όθεν είς άλλον τινά δέν έλπίζομεν νά μάς βοηθήση, ει μή είς τού λόγου σου .
Ταύτα άκούσας, έλυπήθη τούς φονευτάς του τούς πρώην άσυμπαθής ο συμπαθέστατος και πίπτει δι΄αυτούς είς προσευχήν, δεόμενος τόν αμνησίκακον Χριστόν ο χριστομίμητος, λέγωντας• Δέσποτα Θεέ παντοδύναμε σπλαχνίσου τούς ταλαίπωρους ανθρώπους τούτους• και καθώς παραδόξως επρόσταξες την σκληράν πέτραν, και ευγήκεν νερόν αναρίθμητον, με το οποίον επότισες άπειρον λαόν είς την έρημον• ούτω και τώρα ευδόκησον να εύγη ύδωρ ηδύτατον είς τούτον τόν άνυδρον τόπον, είς δόξαν τού σού Αγίου Ονόματος, να μην αποθάνουν από την δίψαν οί τάλανες. Ταύτα τού Μαρτύρος λέγοντος• (ώ μεγίστου και θαυμασίου τερατουργήματος) ευγήκεν από μίαν πέτραν νερόν, αναρίθμητον ώσπερ να ήτον από παλαιά βρύσις μεγάλη καί άποσος. Το οποίον ύδωρ δεν ευγήκε μόνον τότε, έπειτα να στύψη ώς είς έρημον, αλλά αναβλύζει άφθονα πλήθος ως την σήμερον. Όθεν ού μόνον, τότε οι στρατιώται εκείνοι ενεπλήσθησαν τού ποσίμου εκείνου και γλυκυτάτου νάματος, αλλά και πάντες οι μεταγενέστεροι και την ονομάζουν Βρύσιν του Καλλινίκου Μάρτυρος.
Ούτω δοξάζει ό Κύριος τούς αυτόν δοξάζοντας, καί άνατέλλει επί δικαίους καί άδίκους τόν Ήλιον, καί τρέφει καλούς καί κακούς ό άμνησίκακος• καί έλυπήθη ώς οικτίρμων καί εύπλαγχνος έκείνους τούς γονείς, όπού ύπήγεναν νά θανατώσουν τόν δουλόν του. Οίτινες άπολαύσαντες τοσαύτης εύεργεσίας, καί αναζήσαντες από τήν προτέραν όλιγοθυμίαν, εκίνησαν πάλιν τήν όδόν ώς καί πρότερον• καί εύλαβούντο μέν τόν Άγιον διά τήν άνωθεν θαυματουργίαν, αμή πάλιν διά τόν φόβον τού Αρχοντος επήρασι τόν Μάρτυρα, καί επήγασιν εις τήν Γάγγραν κατά τό πρόσταγμα. Καί φθάσαντες έκεί, εδίσταξαν, καί άμελούσαν νά τόν θανατώσουν, ενθυμούμενοι τήν πολλήν αύτού αγαθότητα. Αμή έκείνος τούς έσυμβούλευσε νά τελέσουν τό προσταττόμενον, διά νά μή τους θανατώση ό Τύραννος• καί νά λυτρωθή και εκείνος άπό τά βάσανα, νά ύπάγη μέ τόν πρόσκαιρον θάνατον εις ζωήν άθάνατον, νά βασιλεύη αίώνια, εύφραινόμενος, καί άπολαμβάνωντας τόν ποθούμενον. Άνάψαντες ούν οι υπηρέται τήν κάμινον, όταν σφοδρώς εκοκκίνησεν, έριψαν έσω τόν Άγιον χαίροντα και αγαλλιώμενον. Ο οποίος εδοξολόγα τον Θεόν, και τού ευχαρίστα μεγάλα, πώς τον εδυνάμωσε να τελειώση καλώς τον αγώνα της αθλήσεως.
Ταύτα λέγων, παρέδωκε τήν μακαρίαν ψυχήν είς τάς αχράντους χείρας τού Δεσπότου Χριστού, τη κθ. τού Ιουλίου μηνός.
Αλλά σύ μέν ώ παμμάκαρ Καλλίνικε, καλλώπισμα όντως καθαρώς πολιτευσάμενος, και καλώς αγωνισάμενος, και μεταστάς από ταύτα τα ρευστά καί μάταια, καθαρός τώ καθαρώ νυμφίω Χριστώ παριστάσαι, εστολισμένος με πολύτιμον και αμαράντινον Στέφανον.
Ημείς δε ευρισκόμεσθεν ακόμη είς τήν μεγάλην φουρτούναν της νοητής θαλάσσης περιφερόμενοι. Λοιπόν δεόμεθά σου, ενθυμήσου και ημάς, καθώς καί ημείς οι ανάξιοί σου ενθυμούμεσθεν, εορτάζοντες ευλαβώς την ιεράν σου πανήγυριν• και αξιώσαι μας να τελέσωμεν τήν πρόσκαιρον ζωήν ταύτην ατάραχα, καί αναμάρτητα• και να περάσωμεν αχείμαστα των πειρασμών τήν άγριαν θάλασσαν δια να φθάσωμεν κατευόδιον είς τον ακειμάστου λιμένα της αναπαύσεως, έχοντες κυβερνήτην και οδηγόν, διά πρεσβειών σου, τον δεσπότην και Σωτήρα Χριστόν. Ω πρέπει δόξα, τιμή, και προσκύνησις, συν Πατρί, και Αγίω Πνεύματι. ΑΜΗΝ
Πηγή: Καλοκαιρινή (Περιέχουσα βίους Ἁγίων τινῶν τοῦ Καλοκαιρίου) Παρά Άγαπίου Μοναχοῦ
Απολυτίκιο. Ηχος γ'. Θείας πίστεως.
Κλήσιν σύνδρομον, έχων τω βίω, νίκος καλλίστον, ήρας εν άθλοις, καταλλήλως γεγονώς ο προκέκλησαι, συ γαρ καλώς τον αγώνα τελέσας σου, ως νικητής εδοξάσθης Καλλίνικε. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.