Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2016

Περπάτησε μαζί μας ἡ κυρά…

Untitled-111
Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη


Μία φορὰ κι ἕνα καιρὸ ἦταν μία ἡλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, ποὺ ζοῦσε μέσα στὰ βελοῦδα, στὰ μετάξια καὶ στὰ ὄνειρα…
Ρηγούλα τ' ὄνομά της ποὺ πὰ νὰ πεῖ βασιλοπούλα.
Παλάτι της, τὸ ἀρχοντικὸ τῶν Μπενιζέλων.
Νανούρισμα νὰ κοιμηθεῖ τὸ καλότυχο, ὁ «μαρμαρωμένος βασιλιᾶς».
Ἔτσι θὰ μποροῦσε ν' ἀρχίσει κανεὶς ν' ἀνιστορεῖ τὸ βίο τῆς Ἅγιας Φιλοθέης, τῆς Κυρᾶς.
Οἱ χρόνοι πού γεννήθηκε ἡ Ρηγούλα ἦταν οἱ χρόνοι πού «ὅλα τὰ ‘σκίαζε ἡ φοβέρα καιτα πλάκωνε ἡ σκλαβιά».
Ἤτανε τότες οἱ χρονιὲς ποὺ «σβησμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μὲς τὴ χώρα».


Ἤτανε τότες ποὺ ὁ Σταυρὸς πολεμοῦσε μὲ τὰ μισοφέγγαρα.


Μεγάλο τὸ ἔχει τοῦ γονιοῦ κι ἡ μόνη κληρονόμος ἡ Ρηγούλα, Πρέπει λοιπόν, ἀνάλογα στὸ γένος καί στά πλούτη της, νὰ μορφωθεῖ ἡ μοναχοκόρη τῶν Μπενιζέληδων.


Καὶ μεγαλώνει, βασιλοπούλα ἴδια, ἡ Ρηγούλα καί φτάνει τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ γονεῖς ὅλου τοῦ κόσμου ὀνειρεύονται νὰ παντρευτεῖ! Κακοπαντρεύεται ὅμως ἡ μοσχοθυγατέρα καί στόν τρίτο χρόνο πεθαίνει ὁ ἄνδρας της. Μὰ κι οἱ γονεῖς της πέθαναν κι αὐτοί καί μένει ἔτσι ὁλομόναχη στὸν κόσμο.


Τὴ θλίψη της, τὴν πίκρα της, ὅμως,  ἡ Ρηγούλα, τὴν κάνει κινητήρια δύναμη.


Ἡ πίστη της νερὸ φουσκωμένο, μπόλικο, τρέχει καί πρίν φανεῖ ἕνας Κοσμᾶς Αἰτωλός, πρὶν ἔρθει ὁ Εὐγένιος Βούλγαρης ὁ Μηνιάτης, πρώτη αὐτὴ πιάνει τὸ ἀσύλληπτο, πὼς ὅποιος χαθεῖ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία πρέπει νὰ θεωρηθεῖ χαμένος καί γιά τὸ Γένος.


Πετάει μ' ἀπόφαση τὰ ροῦχα της Ἀθηναίας κυρᾶς ἡ Μπενιζέλου, μαζὶ πετάει καἰ τ' ὄνομά της, τὸ Ρηγούλα,


Φορεῖ τὰ ροῦχα τῆς καλογριᾶς, φορεῖ κι ἕνα καινούργιο ὄνομα: Φιλοθέη ἡ Ἀθηναία.


Καὶ ἡ μεγάλη περιουσία τῶν Μπενιζέλων χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ χτιστεῖ ὁ Παρθενώνας τῆς Φιλοθέης.


Στὴν ἀρχὴ ἔχει πλάι της τὶς ὑπηρέτριες τοῦ πατρικοῦ της, τὶς μαθαίνει τέχνη καί γράμματα.


Σιγὰ σιγὰ στὴν καρδιὰ τῆς Τουρκοκρατημένης Ἀθήνας δημιουργεῖται μία Πρόνοια ποὺ ὅμοια της καί πλάι της μονάχα ἡ Βασιλειάδα μπορεῖ νὰ σταθεῖ.


Διακόσιες κοπέλλες, ἀπὸ τὰ πρῶτα σπίτια τῆς Ἀθήνας, ἀφήνουν μισοτελειωμένα τὰ προικόπανα κι ἔρχονται πλάι στὴν Κυρά.


Γιατί, Κυρὰ ὀνομάζουν οἱ Ἀθηναῖοι τὴν καλογριά τους.


Φτιάχνει τὸ πρῶτο γηροκομεῖο τῆς Ἀθήνας πλάι στὸ μοναστήρι κι ἀνάβει ἔτσι τὸ πρῶτο φῶς μὲς στὴν Ἀθήνα.


Γιὰ τὰ παιδιὰ πάλι ποὺ θὰ κρατήσουν ὅλο τὸ βάρος τοῦ Ἑλληνισμού καί τῆς Ὀρθοδοξίας, ἄλλο κτίριο, νὰ μάθουν τέχνη, γράμματα, νὰ μάθουν πὼς εἶναι Χριστιανοὶ κι Ἕλληνες.


Καὶ μόλις μπαίνουν σὲ αὐλάκι αὐτά, σηκώνει τὰ μανίκια ἡ Φιλοθέη καί φτιάχνει Νοσοκομεῖο μά καί ξενοδοχεῖο μὲ τὴν παλιὰ τὴν πρώτη ἔννοια τῆς λέξης.


Γιὰ τοὺς ξένους, τοὺς γυρολόγους ποὺ καθὼς γύριζαν στὸν τόπο τους, λέγαν πὼς κάτι καινούργιο γίνεται στὴν Ἀθήνα.


Κι ὁ ὁδοιπόρος ποὺ πορευότανε κάτω ἀπὸ τὸ λιοπύρι τῆς Ἀττικῆς καὶ ξεραίνονταν τὰ σωθικά του ἀπὸ τὴ δίψα ἔβρισκε πηγὴ νὰ δροσιστεῖ ἀπ' τὸ πηγάδι ποὺ ἄνοιξε ἡ Κυρὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, τὸ «Ψυχικό».


Τὴν Κυρὰ ποὺ τὴν ξέρουν πιὰ οἱ Ἕλληνες μὰ καὶ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ψάχνουν νὰ βροῦν ἀφορμὴ νὰ τὴν τσακίσουν τὴν καλογριά.


Καὶ βρῆκαν τὴν αἰτία:


Κάτι Ἑλληνοποῦλες, ποὺ τὶς εἶχαν ἁρπάξει οἱ ἀλλόθρησκοι, θέλουν νὰ σώσουν τὴν πίστη τους. Προσπέφτουνε στὴν ἡγουμένη.


Τὶς κρύβει ἡ Κυρά, μὰ πιάνεται ἀπ' τοὺς Τούρκους ποὺ τὴ βασανίζουνε σκληρὰ «τὴν πίστη σου  ἤ  τὴ ζωή σου».


Μὰ ἄρχοντες σεβαστοὶ μιλοῦν στοὺς Τούρκους κι ἡμερεύουνε ἔτσι τ' ἀγρίμια.


Καὶ λεύτερη ἡ καλογριά, ξεκινάει νὰ πάει ἀπέναντι στὴ Τζιά νὰ ἐτοιμάσει καί ἐκεῖ μοναστηράκι.


Ἑστία ἀντίστασης στὸν κατακτητή καί τόν ἀλλόθρησκο.


Βράδυ, παραμονὴ τοῦ Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτη ἤτανε, συνάχτηκαν γιὰ ὁλονυχτία οἱ καλογριές καί τότες ἤτανε ποὺ σπάσανε τὶς πόρτες οἱ ἀντίχριστοι.


Τὴν πιάσανε, τὴν χτύπησαν τόσο, ὅσες ἤταν καί οἱ καλωσύνες της καί πεθαμένη, πές, τὴν παρατήσανε.


Βοτάνια, γιατροσόφια τῆς βάζαν στίς πληγές οἱ καλογριὲς μὰ ἡ βουλὴ τοῦ Θεοῦ ἦταν ν' ἀναπαυτεῖ ὁ ἐργάτης Του.


Στὶς 19 Φεβρουαρίου ξεκουράστηκε.


Μία φορὰ κι ἕναν καιρὸ ἦταν μία ἡλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, ποὺ ζοῦσε μέσα στὰ βελοῦδα, στὰ μετάξια καιί τά ὄνειρα.


Καὶ πούλησε τὰ βελοῦδα, τὰ μετάξια καί τά ὄνειρα.


Καὶ πούλησε τὰ βελοῦδα, τὰ μετάξια καί τά ‘κᾶνε σπιτικὸ γιὰ τοὺς κατατρεγμένους.


Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, μαζί μας ἐπερπάτησε μία Γυναίκα, ἄξια Γυναίκα νὰ τὴν πεῖς, μαζί μας ἐπερπάτησε ἡ Ὁσία Φιλοθέη.


Γαλάτεια Γρηγοριάδου Σουρέλη