Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Κυριακή του Θωμά: Ο Θωμάς είχε μεγάλο πόθο να δει τον Κύριο.



Ἐὰν εχαμε τν δυνατότητα ν μεταφερθομε ν Πνεύματι στν δη τ στιγμ πο τν πισκεπτόταν Βασιλις τς Δόξης κα παρακολουθούσαμε σν σ κινηματογραφικ ταινία τ σα συνέβησαν, σως ν ναθεωρούσαμε τν τρόπο σκέψης κα ζως κα τ εδος τς πίστεώς μας κα θ πιστρέφαμε στν παροσα πραγματικότητα συγκλονισμένοι κα κστατικοί.
Πηγή : Με παρρησία
Θ κούγαμε τν Πρόδρομο ωάννη, κορυφαο το χορο τν προφητν, ν νοίγ τν δρόμο κα ν τοιμάζ τν δ το Κυρίου, κάνοντας «εθείας τς τρίβους Ατο». Θ βλέπαμε τ χαρ κα τν λπίδα ζωγραφισμένη στ πρόσωπα λων τν δικαίων. Θ κούγαμε γνώριμα στν δμ κα τν Εα πόδια ν περπατον, θ κούγαμε τ βήματα πο κάποτε τος τρόμαξαν κα κρύφτηκαν π ντροπ κενο τ δειλινό, ταν εχαν γίνει περίγελος το πονηρο φεως. Θ τος κούγαμε ν λένε: «Τότε π φόβο κρυφτήκαμε, τώρα φόβος κυριεύει τν δη· τότε κρυφτήκαμε π τ πρόσωπό Του, τώρα ναζητομε τ λυτρωτικ φς το προσώπου Του». Θ βλέπαμε τος δαίμονες ν τρέχουν πανικόβλητοι πρς τς πύλες το δη, γι ν τς σφαλίσουν γερά, στε ν μν εσέλθ Χριστός. Θ κούγαμε τς φωνς τν γγέλων π ξω ν φωνάζουν: «ρατε πύλας ο ρχοντες μν κα πάρθητε πύλαι αώνιοι κα εσελεύσεται Βασιλες τς Δόξης».

Θ βλέπαμε τν ησο Χριστ ν σπάζ τς πύλες τς κολάσεως, ν συντρίβ τ κράτος κα τν σχ το διαβόλου, ν κτινοβολ πανέμορφος, λόδροσος, λόλαμπρος, μ τ φς τς θεϊκς Του φύσης κα ν λέγ βροντόφωνα: «Πο εναι τώρα, δη, νίκη σου; πο εναι, θάνατε, τ κεντρί σου;». Θ βλέπαμε τν ρχηγ τς ζως κα το θανάτου, τν βασιλέα ορανο κα γς βασιλεύοντα κα στ καταχθόνια, ν κρατ στ χραντα χέρια Του τος πρωτοπλάστους κα θ Τν κούγαμε ν λέγ στν δάμ: «γειρε καθεύδων κα νάστα κ τν νεκρν. γώ, Θεός σου, πο γινα γι σένα υός σου, λέγω στος φυλακισμένους το διαβόλου “ξέλθετε” κα στος καθημένους ν χώρ κα σκι θανάτου “Φωτισθτε” κα στος νεκρος “ναστηθτε”. Σήκω, Αδάμ! Δν σ πλασα, γι ν σ κατέχ θάνατος. νάστα κ τν νεκρν. ναστήσου, πλάσμα μου κα εκόνα δική Μου. σ σ’ μένα κι γ σ’ σένα μαζ πάρχουμε. Γι σένα γινα νθρωπος. Γι σένα Δεσπότης λαβα δούλου μορφή, Γι σένα περάνω τν ορανν ρθα στ γ κα κάτω π’ ατήν. Γι σένα νεκρώθηκα, γι ν ζήσς. Κοίταξε τ φτυσίματα πο δέχθηκα στ πρόσωπο, γι ν σ ποκαταστήσω στ ρχαο μφύσημα. Κοίταξε τ μαστιγώματα πο δέχθηκα στν πλάτη, γι ν σκορπίσω τς μαρτίας σου τ βαρ φορτίο πο ταν στν δική σου πλάτη κα σ κρατοσε συγκύπτοντα πρς τ χμα κα τ χοϊκά. Κοίταξε τ σημάδια π τ καρφι πο δέχθηκα στ κρα, γι ν καταστήσω ργ τν διάβολο, δένοντας τ πόδια κα τ χέρια του, λευθερώνοντας τ δικά σου μέλη π τν τυραννία του. Κοίταξε τ χέρια Μου, πο πλωσα στ Ξύλο καλς γι σένα, πο πλωσες τ χέρια στ ξύλο κακς».
Θ κούγαμε τν Κύριο, πευθυνόμενο στν Εα ν λέγ: «ναστήσου πρώτη γυναίκα τς γς, το δη, το ορανο. Γι σένα γεύθηκα πικρή χολή, γι ν θεραπεύσω τν πικρ δον πο νιωσες μ τν παράνομη βρώση. Γι σένα γεύθηκα ξος, γι ν καταργήσω τ πικρ ποτήρι το θανάτου σου. Γι σένα δέχθηκα καλαμον, γι ν πογράψω τν λευθερία στ γένος τν πογόνων σου. Γι σένα πνωσα στ Σταυρό, γι σένα πο πνωσες στν Παράδεισο. Γι σένα δέχθηκα ομφαία στν πλευρά, γι σένα πο πλασα π τν πλευρ το δάμ. Γι σένα χλευάστηκα, γι ν σ δοξάσω στ πρόσωπο τς Παναγίας Μητέρας Μου. Γι σένα καταδικάστηκα, γι ν σο χαρίσω τν λευτεριά π τν φυλακ το δη. Γι σένα γινα κατ φύσιν νθρωπος, γι ν γίνς σ κα τ τέκνα σου κατ χάριν θεός. Γι σένα δέχθηκα θάνατο, γι ν ζήσς, πο ν κα νομάστηκες π τν νδρα σου Ζωή, το χάρισες ντούτοις τν θάνατο».
Θ βλέπαμε τος εσεβες ν περικυκλώνουν τν Κύριο, ν Τν χειροκροτον, ν Τν κολουθον, κράζοντας μ φάνταστα χαρούμενη φωνή: «Δόξα Σοι, Χριστ Θεός, Λυτρωτς κα Σωτρ τν νθρώπων».
Θ κούγαμε, δελφοί μου, κα τν σπαρακτικ θρνο κα δυρμ το διαβόλου, χι γιατ νικήθηκε π τν Κύριο ς Θεό, λλ γιατ νικήθηκε π τν Κύριο ς νθρωπο.
       ν τ ζούσαμε κι μες λα ατά, εναι σίγουρο πς δν θ πρχε περίπτωση πιστίας. Σήμερα Θωμς ζητ ν δ τν Κύριο ναστημένο χι π πιστία, λλ π μεγάλο πόθο ν Τν ξανασυναντήσ, ν Τν ξαναδ, ν Τν φιλήσ, ν Τν προσκυνήσ. Εναι βέβαια νώτερη κα μακαρία πίστη κείνων πο βλέπουν τν Χριστ μ τ μάτια τς καρδις, κείνων πο μπιστεύονται τν γάπη τους ς τ μεγαλύτερη πόδειξη τς παρουσίας Του μέσα π τν φαινομενικ πουσία Του. Γι’ ατ κα σοι στερομε σ πίστη, ς Τν παρακαλομε δι πρεσβειν το ποστόλου Θωμ μ τ κόλουθα λόγια: «Πρόσθες μν πίστιν, Κύριε». 

π. Στυλιανός Μακρής