Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Η Παναγία, το λάδι και το ψωμί - Μια αληθινή ιστορία.

Η Παναγία, το λάδι και το ψωμί - Μια αληθινή ιστορία 


Του Γιάννη Πρόφη λαογράφου-συγγραφέα
Η κυρα-Μαρία, η «Καραβίδαινα», νεωκόρος, «κλησάρισσα» στην ενορία της «Παναγίας του Κουρσαλά» στο Κορωπί, μπήκε στην παγωμένη εκείνο το βροχερό χειμωνιάτικο απόγευμα της .



Πηγή : Ενοριακή ζωή

 Η εκκλησιά ήταν σκοτεινή και έρημη. Το λιγοστό φως που έμπαινε από τα πλαινά παράθυρα δεν ήταν αρκετό για να φωτίσει το μέσα μέρος της, στη μεριά του τέμπλου. Ούτε καντήλι ούτε κερί υπήρχε αναμμένο. Που να βρεθεί λάδι; Είχε περάσει σχεδόν μία βδομάδα και τα καντήλια ήταν όλα σβηστά. 
Κι η ίδια η κλησάρισσα, χήρα γυναίκα, ήτανε νηστικιά εδώ και τρεις μέρες. Δεν είχε λίγο ψωμί να βάλει στο στόμα της, ούτε ξεροκόμματο. Καμμιά δουλειά δεν είχε να κάνει στην εκκλησιά εκείνο το απόγευμα η κυρά-Μαρία. Τις δουλειές τις είχε κάνει όλες από το πρωί.
Στην εκκλησιά μπήκε μόνο και μόνο για να κάνει παρέα στη φιλενάδα της, την Παναγία του τέμπλου, και να κλάψει τον πόνο της. Πήρε ένα σκαμνί, κάθισε μπροστά από την εικόνα και βυθίστηκε στις σκέψεις της. Η εικόνα ήτανε σκοτεινή, μόνο ένα αντιφέγγισμα στο ασημένιο της φωτοστέφανο φαινόταν. Κι άλλες φορές είχε καθίσει έτσι κοντά στην Παναγία, αλλά τότε η εικόνα ήτανε φλύαρη, της μιλούσε και της έλεγε πολλά.

Σήμερα όμως ήταν εντελώς σιωπηλή και αμίλητη. Η κυρα-Μαρία κατάλαβε: Η Παναγία ήτανε στενοχωρημένη, γιατί το καντήλι της ήτανε σβηστό. Σηκώθηκε από το σκαμνί και γονάτισε μπροστά Της. Σα βρύση τρέξανε από τα μάτια της τα δάκρυα. «Αχ, Παναγιά μου ασημένια (1) , ψιθύρισε, κάνε το θάμα σου! Στείλε μου λίγο λάδι να σ΄ ανάψω το καντήλι σου, γιατί κι εγώ δεν μπορώ να σε βλέπω νάσαι μέσα στο σκοτάδι. Μου μαυρίζει η καρδιά μου…

Όσο για μένα, ένα μικρό κομματάκι ψωμί μου φτάνει… Εσύ όλα τα μπορείς, κάνε το θάμα σου!…» Εδώ η κυρα-Μαρία τελείωσε την προσευχή της, σηκώθηκε όρθια, σκούπισε τα δάκρυά της και περίμενε απόκριση. Περίμενε, περίμενε, αλλά τίποτα, άκρα σιωπή, ούτε ένας ψίθυρος δεν ακούστηκε από την εικόνα. Απελπίστηκε η κυρα-Μαρία. Έπιασε το κεφάλι της ανάμεσα στις παλάμες της και θρήνησε: «Αχ, Παναγιά μου ασημένια, ξανάπε, μόι! πως καταντήσαμε έτσι εμείς οι δύο; Εσύ χωρίς λάδι κι εγώ χωρίς ψωμί (2) …» Πήγε και ξανακάθισε στο σκαμνί και περίμενε μήπως ακούσει κάτι.Κι όσο περνούσε η ώρα τόσο την έπνιγε η απελπισία.
«Δεν μπορεί, κάτι θα γίνει», σκέφτηκε σε μία στιγμή, για να παρηγορήσει τον εαυτό της. Και να, μέσα σ’ αυτή τη σιωπή, κάτι της φάνηκε ότι άκουσε, σαν κάποιος να γύρισε το χερούλι της πόρτας. Αλλά ο ήχος ήτανε τόσο ελαφρύς και σιγανός, που νόμισε ότι τ’ αφτί της την ξεγέλασε. Δεν έδωσε σημασία και παραδόθηκε και πάλι στις μαύρες σκέψεις της.
Όμως τώρα της φάνηκε πως άκουσε μέσα στην εκκλησιά ανάλαφρα βήματα, σιγανά και ήρεμα, πούρχονταν προς το μέρος της. Γύρισε και κοίταξε πίσω της. Είδε μία σκοτεινή γυναικεία μορφή με μαντήλι στο κεφάλι. 
Τρόμαξε λίγο, μα αμέσως μπόρεσε να ξεχωρίσει στο πρόσωπο της γυναίκας ένα μικρό χαμόγελο και ησύχασε. «Κάποια γνωστή θάναι», σκέφτηκε κι αμέσως ρώτησε: «Ποια είσαι, θέλεις τίποτα;» Η απόκριση ήρθε αμέσως: «Η Κούλα είμαι, Μαρία μου… Η Κούλα του Ηλία του Πρόφη… Είναι σκοτάδι εδώ μέσα, γι’ αυτό δεν με γνώρισες… «Α, η Κούλα είσαι; Καλώς τηνε…», της είπε η κλησσάρισσα και συνέχισε: «Και πως ήρθες τέτοια ώρα εδώ, μόι Κούλα; Απόψε δεν έχουμε λειτουργία…».
«Το ξέρω, αλλά ήρθα να σού φέρω αυτά», είπε η γυναίκα κι αμέσως ξεκρέμασε ένα μικρό ταγάρι πούχε στον ώμο της και τόδωσε στην κλησάρισσα. «Και τι ’ναι αυτά που έφερες;», ξαναρώτησε αυτή με λαχτάρα και το μυαλό της πήγε στο λάδι και στο ψωμί. «Σού ‘φερα ένα μικρό μπουκάλι με λάδι και μισό καρβέλι ψωμί, απ’ αυτό που έψησα σήμερα στο φούρνο», απάντησε η Κούλα. «Και πως σηκώθηκες νάρθεις εδώ, μόι Κούλα, με τέτοιο νερόχιονο που ρίχνει έξω;», ρώτησε αυτή παίρνοντας στα χέρια της το ταγάρι. Η Κούλα κάθησε και σκέφτηκε, δεν είχε έτοιμη απάντηση να δώσει, αλλά στο τέλος τη βρήκε: «Δεν ξέρω, αλλά να, εκεί που καθόμουνα στο τζάκι μόνη μου, σαν κάποιος να με έσπρωξε και να μου ’πε: Σήκω και πήγαινε στην Παναγία, να δώσεις λάδι και ψωμί στη Μαρία την κλησάρισσα. Γι’ αυτό σού τα έφερα…».
Ακούγοντας αυτά τα λόγια η κυρα- Μαρία ταράχτηκε. Τα μάτια της πλημμύρισαν και πάλι με δάκρυα. Πήγε μπροστά στην εικόνα κι έκανε αμέτρητα σταυροκοπήματα. Κι ευχαριστούσε την Παναγία με λόγια που δεν μπορούσε να καταλάβει κανείς. Κι όταν τελείωσε, γύρισε και είπε στην Κούλα: «Εγώ ξέρω, μόι Κούλα, ποιος σ’ έστειλε. Να, αυτή η Παναγία, η Ασημένια, σ’ έστειλε. Την ώρα που εσύ καθόσουνα στο τζάκι, εγώ έκανα προσευχές και της ζητούσα να κάνει το θάμα Της, να στείλει λίγο λάδι ν’ ανάψω το καντήλι Της και μία μπουκιά ψωμί για να φάω κι εγώ… Και να που έκανε το θάμα… Έστειλε εσένα να τα φέρεις…
Σ’ ευχαριστώ, Παναγία μου, και σένα Κούλα μου!». Η Κούλα δάκρυσε τώρα από χαρά. Δεν τολμούσε ούτε να το φανταστεί πως η Παναγία την είχε διαλέξει να εκτελέσει την επιθυμία Της. Ήτανε πολύ μεγάλη αυτή η τιμή που της έκανε. Πήγε και γονάτισε μπροστά στην εικόνα και με τη μελωδική της φωνή έψαλε ταπεινά μία προσευχή: «Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι…». «Έλα τώρα ν’ ανάψουμε το καντήλι της, αλλά δεν ξέρω αν έχουμε σπίρτα», είπε τώρα η κλησάρισσα στην Κούλα. «Φέρε εσύ το καντήλι και σπίρτα έχω εγώ μαζί μου», απάντησε αυτή.
Έβαλε η κυρά Μαρία το σκαμνί κάτω από την καντήλα, ανέβηκε πάνω και κατέβασε το ποτήρι του καντηλιού.
Η Κούλα το γέμισε με λάδι. Βάλανε καινούργιο λουμίνι, το ανάψανε και η κυρα-Μαρία ανέβηκε και πάλι πάνω στο σκαμνί και ξανάβαλε το ποτήρι στη θέση του. Ανάψανε μετά και το καντήλι του Χριστού, δεξιά από την Ωραία Πύλη. Η εκκλησιά φωτίστηκε ολόκληρη. Ποτέ άλλοτε δεν την είχανε δεί τόσο φωτισμένη. Η Παναγιά στην εικόνα της φαινότανε τώρα ευχαριστημένη. Στα χείλη της διακρίνανε ένα μικρό χαμόγελο. Η εκκλησιά ζεστάθηκε απότομα κι η παγωνιά κι η θλίψη εξαφανίστηκαν.
Οι δύο γυναίκες γονάτισαν τώρα μαζί μπροστά στην Παναγιά και ψιθύριζαν προσευχές. Έψαλαν στο τέλος, «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ». Σηκώθηκαν μετά όρθιες, φίλησαν τις εικόνες του τέμπλου και στάθηκαν αρκετή ώρα να τις κοιτάζουν. «Τώρα ας πηγαίνουμε», είπε σε κάποια στιγμή η κυρά - Μαρία.
Κάνανε για τελευταία φορά το σταυρό τους, προχώρησαν μαζί προς τα έξω κι έκλεισαν την πόρτα της εκκλησιάς. Τώρα έξω είχε σκοτεινιάσει εντελώς. Χαιρετηθήκανε, φιληθήκανε κι η κάθε μία ετοιμάστηκε ν’ αναχωρήσει για το σπίτι της. «Νάσαι καλά, μόι Κούλα, που ήρθες, γιατί πήρες από πάνω μου μεγάλη σταναχώρια. Απόψε θα κοιμηθώ ήσυχη», είπε η κλησάρισσα. «Δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο, αλλά θέλω να μην πείς σε κανένα τίποτα», απάντησε η άλλη φεύγοντας. «Έννοιά σου και δεν θα το πω», την καθησύχασε η κυρα-Μαρία. 
Η κλησάρισσα δεν κράτησε τον λόγο της. Κάποτε διηγήθηκε αυτό που συνέβη στη θείτσα Ελένη του Λουκά του Πρόφη. Κι εκείνη το είπε στις κόρες της. Κι οι κόρες της μας το διηγήθηκαν όταν έγινε το μνημόσυνο της μαμάς, σαράντα μέρες μετά τον θάνατό της και πενήντα χρόνια μετά το γεγονός. Όλοι τότε νιώσαμε να γεμίζει ο αέρας γύρω μας με μίαν «οσμή ευωδίας πνευματικής».

1. Αρβανίτικα: Shërmëri ergjënde= Παναγία ασημένια.
2. Αρβανίτικα: Ti pa val edhe u pa bukë= Εσύ χωρίς λάδι κι εγώ χωρίς ψωμί. 

Πηγή: enromiosini