Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Γέροντας Νίκων Αγιορείτης: Ο διάβολος στο μυαλό. ( Μέρος Β)





Λέει ἕνας ἅγιος τῆς ἐκκλησίας: “Θέλεις νὰ νηστεύεις, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, θέλεις νὰ κάνεις ἐλεημοσύνες, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, νὰ κτίσεις ἐκκλησίες, σὲ βοηθάει ὁ διάβολος, γιατί σὲ βοηθάει; Γιατί ξέρει, ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ καταφέρνουμε μπορεῖ νὰ μᾶς ρίξει στὴν ὑπερηφάνεια καὶ νὰ πᾶνε ὅλα χαμένα”. Θὰ ἔχουμε λοιπὸν αὐτὴν τὴν ἀρετὴ ποὺ δὲν ἔχει ὁ διάβολος, θὰ εἴμαστε ταπεινοί. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε ὁ Χριστὸς καὶ τί λέει ἡ Γραφή; «Ἐταπείνωσε ἑαυτὸν γινόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, ἔκλινε οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Θὰ γίνουμε ταπεινοί, θὰ μάθουμε νὰ ἔχουμε ταπεινὸ φρόνημα.
Πηγή : Με παρρησία

Νὰ ταπεινοφρονοῦμε, νὰ μὴν ταπεινολογοῦμε. Ὄχι στὰ λόγια. Στὸ φρόνημα ταπεινό, σκέψη ταπεινή, καὶ σκέψη ταπεινὴ θὰ πεῖ νὰ μὴν θεωροῦμε τοὺς ἄλλους κατώτερους ἀπὸ ἐμᾶς, νὰ μὴ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας τόσο σπουδαῖο. Θὰ βλέπουμε ὅτι ἔχουμε κάποιο καλό, θὰ λέμε: “ὁ Θεός μοῦ τὸ ἔδωσε”.

Ἔχουμε χαρίσματα; “ὁ Θεός μοῦ τὰ ἔδωσε”. Κάνουμε κάτι καλό; Θὰ τὸ κάνουμε βέβαια μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἀμέσως θὰ φυλαγόμαστε, θὰ βάζουμε μία ἀσπίδα, θὰ τὰ ρίχνουμε ὅλα στὸν Θεό. Ὅτι χάρις σὲ Ἐκεῖνον τὰ καταφέρνουμε. Κι ἔτσι φυλᾶμε τὴν ταπείνωσή μας καὶ δὲν πέφτουμε σὲ ὑπερηφάνεια.

Εἶχε ἔλθει ἕνας στὸ κελί μου καὶ μοῦ λέει: Ἀμὰν βρὲ Γέροντα ὅλα ἐσὺ τὰ κάνεις ἐδῶ μέσα;” “-Τί ἐννοεῖς;” τοῦ λέω; “-Νά, εἶπα στὸν ὑποτακτικό σου, ὡραῖο τὸ φαϊ”, “-ὁ γέροντας, ὁ γέροντας”. “Καλό αὐτὸ τὸ πράγμα”, “-ὁ γέροντας, ὁ γέροντας”. Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ πῶ, “ὁ γέροντας”. Ὅλα ἐσὺ τὰ κάνεις; Εἶχε πιάσει τὸ νόημα. Ἔκανε κάτι καλό; “Με τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντά μου τὸ ἔκανα. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ τὸ ἔκανα”.

Αὐτὸ θὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς. Ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε θὰ ἔχουμε ταπεινὸ φρόνημα. Στὴν σκέψη μας μέσα δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ παρασταίνουμε τοὺς ταπεινούς. Καὶ στὴν πράξη θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ ὅταν χρειάζεται. Γιὰ παράδειγμα ὅταν βλέπουμε ὅτι δημιουργεῖται μία ἔκρυθμη κατάσταση. Τσακωνόμαστε μὲ κάποιον, ὑποχωροῦμε. Ὑποχώρησε, ἂς ἔχεις δίκαιο, ὅταν δὲν εἶναι κάτι σοβαρὸ ὑποχώρησε.

Νὰ ἐλεεῖς καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἄλλου. Δὲν τὸν παραδίδεις στὸν διάβολο, θέλει προσοχὴ ἐδῶ. Ἄλλο νὰ εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἄλλο νὰ εἶσαι φοβητσιάρης, καὶ νὰ μὴν παλεύεις. Ἄλλο νὰ εἶσαι ταπεινὸς καὶ ἄλλο καρπαζοεισπράκτορας. Ὅταν δεῖς ὅτι ἐσὺ ὑποχωρεῖς, ὑποχωρεῖς, ὑποχωρεῖς καὶ ὁ ἄλλος τὸ βλέπει αὐτό, καὶ τοῦ ἔχουν πάρει τὰ μυαλὰ ἀέρα καὶ θὰ σοῦ ἀνέβει καὶ στὸ σβέρκο, τότε θὰ σταθεῖς στὰ πόδια σου καὶ θὰ τὸν βάλεις στὴν θέση του.

Δὲ σημαίνει ὅτι δὲ θὰ εἶσαι ταπεινός. Θὰ τὸ προσέξουμε αὐτό. Ὄχι μὲ τὴν πολλὴ ὑποχωρητικότητά μας νὰ γινόμαστε αἰτία νὰ ἁμαρτάνει ὁ ἄλλος. Εἶναι φορὲς ποὺ θὰ ὑποχωροῦμε καὶ θὰ εἴμαστε ταπεινοί, ἐπειδὴ εἴμαστε ταπεινοὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον, κι εἶναι φορὲς ποὺ θὰ στεκόμαστε στὰ πόδια μας καὶ θὰ βάζουμε τὸν ἄλλον στὴν θέση του, καὶ πάλι θὰ εἴμαστε ταπεινοί.

Τὸ παράδειγμα μᾶς τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς δὲ δίδαξε μόνο μὲ τὰ λόγια του. Δίδαξε καὶ μὲ τὴν ζωή του. Ὅταν τὸν εἴχανε συλλάβει καὶ τὸν χτυποῦσαν, τὸν εἴχανε κάνει ἕνα ματωμένο κουρέλι ἀπὸ τὰ χτυπήματα, καὶ θὰ σταυρωνόταν. Θὰ τὸν παραδίδανε στὸν σταυρό, πάει καὶ ἕνας στρατιώτης καὶ τοῦ δίνει ἕνα χαστούκι.

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τί εἶχε πεῖ; Ἂν σὲ χαστουκίσουνε στὸ ἕνα μάγουλο, ἐσὺ γύρνα καὶ τὸ ἄλλο. Τοῦ δίνει ἕνας στρατιώτης τὸ χαστούκι, γύρισε καὶ τὸ ἄλλο μάγουλο; Δὲ τὸ γύρισε! Γιατί; Ἀφοῦ εἶχε πεῖ ὅταν σὲ χτυπᾶνε ἀπὸ τὸ ἕνα μάγουλο γύρνα καὶ τὸ ἄλλο. Δὲν τὸ γύρισε ὁ ἴδιος, ἀλλὰ γυρνᾶ καὶ λέει στὸν στρατιώτη: “Ἄν σοῦ ἔκανα κάτι ἄσχημο, μαρτύρησον περὶ αὐτοῦ, διαφορετικὰ γιατί χτυπᾶς;”.

Τί ἤθελε νὰ μᾶς δείξει μὲ αὐτό; Ἀκριβῶς αὐτό. Εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν δεχόταν τὸ χαστούκι ἀφοῦ δέχθηκε τὸν σταυρό; Τὸ χαστούκι τὸν πόνεσε; Τὰ καρφιὰ δέχθηκε, καὶ τὴν λόγχη δέχθηκε καὶ ἕνα τέτοιο μαρτυρικὸ θάνατο δέχθηκε, γιὰ νὰ μᾶς δείξει αὐτὸ ἀκριβῶς: Ἄλλο ταπεινὸς ἄλλο δειλός. Νὰ τὸ ἔχουμε αὐτὸ κατὰ νοῦ μας.

Θὰ εἴμαστε ταπεινοὶ καὶ θὰ ξέρουμε ταυτόχρονα καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε. Ξαναγυρνᾶμε πάλι, νὰ μὴ ξεχνᾶμε τὴν δύναμη ποὺ ἔχουνε οἱ σκέψεις μας εἴπαμε. Νὰ μὴ ξεχνᾶμε ποτὲ τὴν περίπτωση τοῦ διαβόλου. Λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας ὅτι μὲ τὴν σκέψη του ἔγινε διάβολος. “Σὺ εἶπας ἐν τῆ διανοίᾳ σου” (λὲς μὲς τὸ μυαλό σου). Σκέφθηκες: “εἰς τὸν οὐρανὸ ἀναβήσσομαι ἐπάνω τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ στήσω τὸν θρόνον μου, ἀναβήσσομαι ἐπάνω τῶν νεφῶν, ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ.

Καὶ ἡ πτώση τοῦ διαβόλου ἔγινε πρὶν δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος. Ὁ Θεὸς δὲν εἶχε πλάσει ἀκόμα τὸν ἄνθρωπο, ὁ διάολος δὲ σκότωσε κανένα. Ποιὸν νὰ σκοτώσει ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανένας; Δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι, δὲν ἔχει πεῖ ψέματα σὲ κανέναν, δὲ κορόιδεψε κανέναν δὲν εἶχε δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος.

Πρῶτα ἔγινε ἡ δημιουργία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, καὶ ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου καὶ μετὰ δημιουργήθηκε ὁ ὑλικὸς κόσμος. Μόνο λοιπὸν μὲ τὴν σκέψη του ἔγινε διάβολος. Τί δύναμη ἔχουνε οἱ σκέψεις!

Ἀπέναντι ἀπὸ τὴν σκήτη ποὺ μένω σὲ μία κορυφὴ ψηλά, μόλις ποὺ φαίνεται ἕνα κελί, Τὸ εἶχε ἕνας πνευματικὸς παλιά, ἐπιτρέψετέ μου νὰ σᾶς διαβάσω παραλείποντας πάρα πολλά, κάτι ἐντυπωσιακὸ ποὺ ἔγινε σὲ αὐτὸ τὸ κελί. Τὸν πνευματικὸ τὸν λέγανε παπα–Σάββα. Στοὺς τόσους ποὺ ἐξομολογοῦσε ὁ παπα-Σάββας λέει τὸ κείμενο, ἤτανε καὶ ἕνας Ρουμάνος διάκονος.

Νεαρὸς ἀκόμη ἦρθε στὸν Ἄθω καὶ ἡσύχαζε κάπου στὴν ἔρημο ὄχι καὶ πολὺ μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἁγία Ἄννα, (πρὶν ἀρκετὰ χρόνια αὐτό). “Πνευματικέ μου, (τοῦ λέει μία μέρα ὁ διάκονος περίλυπος), μὴ ξεχάσεις νὰ μνημονεύσεις αὔριο στὴν λειτουργία τὴν μητέρα μου ποὺ ἔχει τὰ τρίτα της”. (Πέθανε δηλαδὴ πρὶν τρεῖς μέρες).

Καὶ τοῦ λέει χωρὶς νὰ δείξει τώρα τὴν ἀγωνία του ὁ πνευματικός: “Γιὰ πές μου παιδί μου: Ἡ μητέρα σου ἔχει αὔριο τὰ τρίτα της, δηλαδὴ πέθανε προχθές. Πέθανε στὴν Ρουμανία. Πῶς ἐσὺ σὲ δυὸ μέρες πληροφορήθηκες τὸν θάνατό της;” Μεσολάβησε λίγη σιγή, δὲν ὑπῆρχαν τηλέφωνα δὲν εἶχαν τηλέφωνα, ὅπως ἐγὼ στὴν σκήτη μου, δὲν ἔχουμε ρεῦμα. Δὲν εἴχανε τηλέφωνα.

“Πῶς τὸ ἔμαθα;” Ἄρχισε νὰ λέει δειλὰ ὁ διάκονος. “Να, μοῦ τὸ εἶπε...” “-Ποιός σοῦ τὸ εἶπε;” “-Μοῦ τὸ εἶπε ὁ φύλακας ἄγγελός μου”. “-Ὁ φύλακας ἄγγελός σου; Ἔχεις δεῖ τὸν ἄγγελό σου;” “-Ἀξιώθηκα νὰ τὸν δῶ. Δὲν εἶναι μία καὶ δύο φορές, εἶναι τώρα δύο χρόνια μοῦ παρουσιάζεται καὶ μὲ συντροφεύει στὴν προσευχή. Λέμε μαζί τοὺς χαιρετισμοὺς, κάνουμε μετάνοιες, ἀνοίγουμε πνευματικὲς συζητήσεις”.

Ἐκεῖνο τὸ “δύο χρόνια”, πίκρανε πολὺ τὸν παπα-Σάββα. “-Καὶ γιατί παιδί μου τόσο καιρὸ δὲ μοῦ ἀνέφερες τίποτα;” “-Μοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος πὼς δὲν εἶναι ἀπαραίτητο”. “-Παιδί μου εἶσαι βέβαιος πὼς εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ αὐτὸς ποὺ σοῦ ἐμφανίζεται;” “-Βέβαιος; Βεβαιότατος γέροντά μου, μὰ προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινῶς χίλιες μετάνοιες, συζητοῦμε γιὰ τὴν μέλλουσα ζωή, γιὰ τὸν Παράδεισο, ὁ φύλακας ἄγγελός μου εἶναι”.

Ὁ διάκονος φαινόταν ἀμετάπειστος. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ τὸν ἔκανε δεκτικὸ ἦταν ἡ ἐμπιστοσύνη του στὸν θεοφώτιστο πνευματικό του. Ἀλλὰ πάλι ἔλεγε πῶς μπορεῖ ὁ δαίμονας νὰ μὲ ἐνισχύσει στὴν προσευχή; Αὐτὸς πολεμεῖ τοὺς προσευχομένους. Μετὰ ἀπὸ πολλά, συμφώνησαν νὰ καταφύγουν σὲ μερικὲς δοκιμασίες, νὰ δοκιμάσουν τὸν φύλακα ἄγγελο.

“Ζήτησέ του μόλις ξανάρθει (λέει ὁ παπα-Σάββας) νὰ πεῖ τό: “Θεοτόκε Παρθένε” , ἀκόμη πές του νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ”. Τὰ πράγματα ὅμως δὲν ἦταν τόσο ἁπλά. Ὅταν δύο ὁλόκληρα χρόνια σὲ ἔχει ὁ πονηρὸς τυλιγμένο στὴν πλάνη, τότε καὶ τὰ μάτια σου, καὶ τὰ αὐτιά σου τὰ πλανεύει καὶ φαντάζεσαι πὼς ἀκοῦς τὸ Θεοτόκε Παρθένε καὶ νομίζεις ὅτι τὸν βλέπεις νὰ κάνει τὸν σταυρό του καὶ νὰ σταυροκοπιέται.

Στὴν ἑπόμενη ἐπίσκεψη ὁ διάκονος μὲ κάποια ἱκανοποίηση ἀνάγγειλε στὸν πνευματικό: “Γέροντά μου τὰ πράγματα ἔχουν ὅπως σοῦ τὰ ἔλεγα εἶναι ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ φύλακας ἄγγελός μου. Καὶ τὸ Θεοτόκε Παρθένε τὸ εἶπε καὶ τὸν σταυρό του τὸν ἔκανε”.

Παραλείπω, οἱ ἅγιοι καὶ οἱ ἄγγελοι ξέρουνε τί σκεπτόμαστε. Προσέξετε, ὁ διάβολος δὲν ἔχει τὶς δυνάμεις ποὺ νομίζουμε. Μὴ τοῦ δίνουμε μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ ὅση ἔχει, ἔχει τρομερὰ μειονεκτήματα, τρομερὰ μεῖον, Δὲ θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ τίποτε ἄλλο τώρα, μόνο σὲ αὐτό, τὸ ὅτι δὲν ξέρει τί σκεπτόμαστε.

Προσέξετέ το αὐτό, οἱ ἄγγελοι ξέρουν τί σκεπτόμαστε. Οἱ ἅγιοι, ὄχι μόνο ὅσοι ἔχουν φύγει στὸν οὐρανὸ ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶναι ἀνάμεσά μας, μόλις μᾶς δοῦνε, ξέρουνε τί σκεπτόμαστε. Ὁ διάβολος δὲν τὸ ξέρει.

Τότε τί συμβαίνει μὲ τὶς σκέψεις; Μᾶς ἀφήνει μία σκέψη. Δὲν ξέρει ὅτι τὴν δεχθήκαμε. Ἂν δεῖ ὅτι ἀλλάζουμε τὸ πρόγραμμα τότε καταλαβαίνει ὅτι τὴν δεχθήκαμε. Μᾶς βάζει μία σαρκικὴ σκέψη. Δὲ ξέρει ἂν τὴν δεχθήκαμε. Ὅταν ἀρχίζει καὶ βλέπει ὅτι ἀνεβαίνει ὁ σφυγμός μας ὅτι ἀρχίζουμε καὶ ἀλλάζουμε τὰ σχέδιά μας, τότε καταλαβαίνει ὅτι τὴ δεχθήκαμε.

Δὲ ξέρει τί σκεπτόμαστε. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ μεγάλα του μειονεκτήματα. Γιὰ τὰ ἄλλα θὰ ποῦμε μία ἄλλη φορά. Τοῦ λέει τώρα ὁ πνευματικὸς ὁ παπα-Σάββας: “Πρόσεξε τί θὰ κάνουμε: Ἐγὼ αὐτὴ τὴ στιγμή, ἀκριβῶς αὐτὴ τὴ στιγμὴ κάτι θὰ σκεφθῶ (σκέφθηκε κάτι εἰς βάρος τοῦ διαβόλου), καὶ τὸ ἀφήνω κρυφό, μέσα μου. Ἐσὺ τὸ βράδυ θὰ ζητήσεις ἀπὸ τὸν ἄγγελο νὰ σοῦ πεῖ. Ἂν τὸ βρεῖ τότε χωρὶς ἀμφιβολία εἶναι ἄγγελος ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ νὰ ἔρθεις νὰ μὲ ἐνημερώσεις”.

Γυρίζοντας ὁ διάκονος στὴν καλύβη του, κάτι σάλευε μέσα του, κάτι σὰν ἀγωνία, κάτι σὰ δυσάρεστη προαίσθηση. Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ θαύμαζε καὶ τὴν σπουδαία ἰδέα τοῦ πνευματικοῦ. Ἡ ὑπόθεση θὰ περνοῦσε τὴν κρίσιμη φάση της. Μόλις ζητήθηκε τὴν νύχτα ἀπὸ τὸν ἄγγελο ἡ λύση τοῦ προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή, αὐλάκωσε τὸ φωτεινὸ πρόσωπό του. Φάνηκε νὰ σαστίζει.

“Μα ἀγαπητέ μου πάτερ, γιατί ἐσὺ ἀνώτερος ἄνθρωπος νὰ ἐνδιαφέρεσαι γιὰ τοὺς λογισμοὺς ἑνὸς παπᾶ; Αὐτὸ εἶναι κατάντημα, φτωχὲς ἐπιθυμίες. Δὲ προτιμᾶς νὰ σοῦ δείξω ἀπόψε τὴν κόλαση, τὸν παράδεισο, τὴν δόξα τῆς Κυρίας Θεοτόκου;” Ὁ διάκονος ποὺ κάτι ἄρχισε νὰ ὑποψιάζεται ἐπέμεινε στὸ θέμα τους. “-Κάνω ὑπακοὴ στὸν πνευματικό μου, νὰ μοῦ πεῖς τί σκεφθηκε”. Ὁ ἄγγελος μὲ μερικοὺς ἑλιγμοὺς προσπάθησε νὰ μεταφέρει ἀλλοῦ τὴν συζήτηση.

Ὁ διάκονος ὅμως μὲ ἐπιμονὴ τὸν μετέφερε στὸ θέμα. Ἄλλωστε οἱ τεχνικὲς αὐτὲς ὑπεκφυγὲς δὲ τοῦ προξενοῦσαν καλὴ ἐντύπωση. “Νὰ μοῦ πεῖς τί σκέφθηκε ὁ πνευματικός. Τὸ θέμα εἶναι ἁπλό! Γιατί ἀποφεύγεις; Τὸ ἀγνοεῖς;” “-Πρόσεξε διάκο, μὲ τὸν μικροπρεπῆ τρόπο πού μοῦ συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις νὰ χάσεις τὴν εὔνοιά μου”. “-Δὲ ξέρω, σοῦ ζητῶ κάτι τὸ εὔκολο. Γνωρίζεις ἢ ὄχι ἐπιτέλους, τί σκέφθηκε ὁ πνευματικός;”

Τὴν ὥρα αὐτὴ πετάχτηκε τὸ λαμπερὸ προσωπεῖο. Μία φρικτὴ μορφὴ ἀποκαλύφθηκε καὶ σὰν ἀπὸ στόμα θηρίου ἀκούσθηκαν τὰ λόγια: “-Νὰ χαθεῖς ἄθλιε, αὔριο τέτοια ὥρα στὴν κόλαση καὶ στὴν φωτιά, θὰ σὲ κάψουμε καὶ θὰ σὲ καταστρέψουμε, αὔριο αὐτὴ τὴν ὥρα”. Καὶ ὁ διάκονος ἔμεινε μόνος του καὶ σωστὸ ἐρείπιο. Ὅλη ἡ γλυκύτητα τῶν ὀπτασιῶν δύο χρόνια τώρα δὲν ἀντιστάθμιζε τὴν τωρινή του πικρία.

Ἐὰν δὲν τὸν στήριζαν ἀπὸ μακρυὰ οἱ προσευχὲς τοῦ πνευματικοῦ ποὺ ξαγρυπνοῦσε καὶ παρακαλοῦσε γιὰ αὐτόν, θὰ εἶχε παραδώσει τὸ πνεῦμα του. Πέρασαν ἀρκετὲς ὧρες ὥσπου νὰ συνέλθει καὶ νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του. Ἡ καλύβη του πιὰ δὲν τὸν χωροῦσε. Πουθενὰ δὲν ἔβλεπε ἀσφάλεια παρὰ μόνο κοντὰ στὸν πνευματικό. Σ' ὅλη τὴν διαδρομὴ βούιζε στὰ αὐτιά του ἡ ἀπειλή: “Αὔριο τέτοια ὥρα στὴν κόλαση”. Κι ὁ τρόμος τὸν διαπερνοῦσε μέχρι τὸ μεδούλι.

Ἔφτασε ὅπως ἔφτασε ὡς τὴν καλύβη τῆς ἀναστάσεως. Ἔπιασε τὸ ράσο τοῦ πνευματικοῦ καὶ δὲν τὸ ἄφηνε οὔτε στιγμή, καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἔπρεπε νὰ κοιμηθεῖ ἐκεῖνος λίγο, δίπλα του ὁ τρομοκρατημένος διάκονος. “Μὴ φοβᾶσαι παιδί μου, ἠρέμησε!”, “-Πῶς νὰ μὴ φοβηθῶ πνευματικέ μου, ποὺ πλησιάζει ἡ ὥρα; πλησιάζει ἡ ὥρα ποὺ θὰ μὲ πάρουνε! Χριστέ μου σῶσε με!” Καὶ πράγματι τὴν καθορισμένη ὥρα, δέχθηκε βίαια ἐπίθεση τῶν πονηρῶν πνευμάτων.

Τί κραυγὲς τρόμου καὶ ἀπελπισίας ἦταν αὐτές! “Σῶσε με πνευματικέ μου, χάνομαι! Μὲ παίρνουν! Σῶσε με!” Γονατίζει ὁ παπα-Σάββας καὶ γεμάτος πόνο καὶ δάκρυα, δέεται στὸν Κύριο νὰ λυπηθεῖ τὸν δοῦλο του καὶ νὰ ἐπιτιμήσει τοὺς πονηροὺς δαίμονες. Εἰσακούσθηκε ἡ δέησή του. Καὶ ὁ ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε ἀπὸ στόματος λέοντος.

Παραλείπω, μὲ τὸν χρόνο καὶ τὴν καθοδήγηση τοῦ παπα-Σάββα ὁ Ρουμάνος διάκονος ἠρέμησε. Ἡ πνευματική του ζωὴ πῆρε καλὴ ἐξέλιξη, χειροτονήθηκε ἀργότερα καὶ ἱερέας, καὶ διακρινόταν πάντα γιὰ τὴν εὐλάβειά του. Ὡστόσο ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς πλάνης τοῦ ἄφησαν κάποια δυσάρεστα ἴχνη. Ὁ διάβολος εἶχε ἀποκτήσει πάνω του δικαιώματα. Δωρεὰν θὰ τοῦ προσέφερε τόσα ἀπολαυστικὰ ὁράματα; Ἔτσι σὲ ὅλη τὴν κατοπινὴ ζωή του, ἐταλαιπωρεῖτο ἀπὸ διαφόρους ἐνοχλητικοὺς πειρασμούς, ὅλοι οἱ διακριτικοὶ πατέρες διέβλεπαν σὲ αὐτοὺς τὸ κατάλοιπο τῆς διετοῦς ἐκείνης συνεργασίας μὲ τὸν ἄγγελο ποὺ δὲν ἦταν ἄγγελος.

Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, δὲν ἔχουμε ἄλλη εὐκαιρία γιὰ νὰ κερδίσουμε τὴν ζωὴ καὶ τὴν σωτηρία μας ἀπὸ αὐτὴν ποὺ μᾶς δίνεται τώρα. Δὲν ἔχουμε ἄλλη ζωή, μόνον αὐτὴν ἐδῶ. Καὶ εἶναι κρίμα νὰ χαθοῦμε. Ὁ καλὸς Θεὸς μᾶς ἔχει δώσει τὰ πάντα γιὰ τὴν σωτηρία μας. Μπορεῖ ὁ διάβολος σήμερα νὰ ἔχει τόσα ὅπλα στὴν διάθεσή του, ποὺ ποτὲ ἄλλοτε δὲν τὰ εἶχε. Ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔχουνε τόσα ὅπλα νὰ ἀμυνθοῦν ποὺ ποτὲ ἄλλοτε ἄλλοτε δὲ τὰ εἴχαμε. Ποτὲ ἄλλοτε ἕνας χριστιανὸς δὲν εἶχε ραδιοφωνικοὺς σταθμοὺς χριστιανικοὺς ὅπως ἔχουμε σήμερα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲ κυκλοφοροῦσαν τόσα βιβλία χριστιανικά, καὶ πνευματικά, ὄχι θεολογικά, χριστιανικὰ πνευματικὰ ποὺ μᾶς ὠφελοῦν στὴν καθημερινή μας ζωή.

Ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἴχαμε τόσα. Ποτὲ ἄλλοτε δὲν ὑπῆρχαν τόσες κασέτες, νὰ μπορεῖ κάποιος νὰ ἀκούσει κάτι πνευματικό, κάποια συμβουλὴ κάτι πατερικὸ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ. Ἔχει ὁ διάβολος ἐξοπλίσει τοὺς δικούς του, ἔχει καὶ ὁ καλὸς Θεὸς ἐξοπλίσει τοὺς δικούς του. Ἔχουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ σωθοῦμε, καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ἔχουμε τὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας μας.

Μὴν ἀπομακρυνόσαστε ἀπὸ τὴν ἐνορία σας. Μὴν ἀπομακρυνόσαστε ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ παπᾶ. Μὲ τόσα ποὺ ἔχουμε, δὲν ἔχουμε δικαιολογία νὰ πᾶμε στὴν κόλαση. Μόνο ἀπὸ τὴν τεμπελιά μας θὰ πᾶμε στὴν κόλαση, ἀπὸ τίποτε ἄλλο. Καὶ λέει καὶ ἕνας πατέρας: Μὲ τόσα ποὺ ἔχουμε, πιὸ εὔκολα πᾶμε στὸν Παράδεισο παρὰ στὴν κόλαση, (λέει). Πρέπει νὰ κουραστεῖς περισσότερο γιὰ νὰ πᾶς στὴν κόλαση, στὸν Παράδεισο πᾶς εὐκολότερα.

Θὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ πράγμα, Ὅλα ξεκινᾶνε μέσα ἀπὸ τὸ μυαλό μας. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ. Ὁ διάβολος ἔχει τόση δύναμη ὅση ἐμεῖς τοῦ δίνουμε. Γιατί ἄλλους τοὺς κάνει ὅ,τι θέλει καὶ σὲ ἄλλους δὲ μπορεῖ νὰ κάνει τίποτα. Γιατί σοφοὺς σὰν αὐτὸν ποὺ σᾶς ἀνέφερα προηγουμένως, τοὺς ἀνεβαίνει στὸ κεφάλι καὶ τοὺς κάνει νὰ λένε τέτοιες βλακεῖες καὶ νὰ γελάει ὅλος ὁ κόσμος εἰς βάρος τους καὶ αὐτοὶ νὰ μὴ καταλαβαίνουν τίποτα. Καὶ νὰ λέει: Θέλω ἐκκλησιές, θέλω οἰκουμενικὲς συνόδους. Καὶ ὅλοι νὰ γελᾶνε καὶ ἐκεῖνος νὰ μὴν καταλαβαίνει.

Λοιπὸν λέει ἕνας ἁγιορείτης γέροντας: “Εἰς τὸ ὑπερῶον ἐσυνάχθησαν οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἐδέχθηκαν τὴν ἐπέλευση τοῦ Παναγίου Πνεύματος”. Λέει ἡ Ἁγία Γραφὴ ὅτι οἱ Ἀπόστολοι πρὶν τὴν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ ἦταν μαζεμένοι στὸ ὑπερῶον. Τὸ ὑπερῶον ἦταν τὸ πιὸ ψηλὸ μέρος ἑνὸς σπιτιοῦ. Πῶς λέμε τὸ ρετιρέ; Τὸ πιὸ ψηλὸ μέρος ἑνὸς σπιτιοῦ εἶναι τὸ ὑπερῶο.

Καὶ λέει ὁ γέροντας ἐδῶ: “Εἰς τὸ ὑπερῶο αὐτὸ τὸ πνευματικὸ ποὺ λέγεται νοῦς, (ὁ νοῦς μας εἶναι στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο τοῦ σώματος). Ἐκεῖ ὅπως μαζεύθηκαν οἱ ἀπόστολοι στὸ πιὸ ψηλὸ σημεῖο τοῦ σπιτιοῦ καὶ δέχθηκαν τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἐδῶ σὲ αὐτὸ τὸ ὑπερῶο καὶ μεῖς, (ποὺ λέγεται νοῦς καὶ ἔχει τὴν εἰκόνα τοῦ μεγάλου νοῦ), ἐκεῖ δεχόμεθα καὶ ἐμεῖς τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπὸ ἐδῶ ἐξαρτᾶται ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος, ὁ Παράδεισος καὶ ἡ κόλαση, ἡ ἀφετηρία πρὸς τὰ πάνω ἢ πρὸς τὰ κάτω. Ἱερὸ ἐργαστήριο νὰ καταστήσουμε τὸν νοῦ. Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινοῦν ὅλα. Νὰ λέμε μία προσευχὴ ποὺ ἀναφέρεται γιὰ τὴν Παναγία μας στὴν θεία μετάληψη: “Παναγία Δέσποινα τὸ φῶς τῆς ἐσκοτισμένης μου ψυχῆς” λέει ἀρκετὰ καὶ λέει: “καὶ δῷς ἀνάκλησιν ἐν ταῖς αἰχμαλωσίαις τῶν λογισμῶν μου” νὰ ξαναμαζεύω πάλι τοὺς λογισμούς μου, πού μοῦ τοὺς αἰχμαλωτίζει ὁ διάβολος.

Λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: “Τὸ λοιπὸν ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα εἶναι ἀληθινά, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ἤτις ἀρετή, ὅσα ἐνάρετα, ταῦτα λογίζεσθε, αὐτὰ νὰ σκέφτεσθε”. Καὶ νὰ ποῦμε μαζὶ μὲ τὸν ψαλμωδό: “καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με”.

Ἀμήν! Νὰ εὔχεσθε.



π. Νίκων:

Ἂν κάποιος θέλει νὰ ρωτήσει κάτι μετὰ χαρᾶς. Τὰ πράγματα εἶναι ἁπλά. Ὅπως ἄλλοι τὰ καταφέρανε μποροῦμε καὶ ἐμεῖς.

Ἀπὸ τὸ κοινό: Κάθε λογισμό, τὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν, με” πιάνει ἂν κάνεις τὸν σταυρό σου καὶ τὸ πεῖς αὐτὸ ἀπὸ μέσα σου; Πιάνει; τὰ σκορπάει ὅλα;

π. Νίκων:

Ναί, ἐξαρτᾶται. Ὅτι εἶναι ἕνα ὅπλο, δὲν εἶναι ἁπλὸ ὅπλο. Τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με, δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅπλο ἐναντίον τοῦ διαβόλου. Προσέξετε, εἶναι πυρηνικὴ βόμβα. Τινάζει τὸν διάβολο, τὸν ἐξαφανίζει. Εἶναι μιὰ τρομερὰ συμπυκνωμένη, εἶναι μιὰ τρομερὰ δυνατὴ εὐχή. Μέσα της κλείνει ὅλες τὶς προσευχές, ξέρετε γιατί;

Εἶναι ἕνα μυστήριο, λέει ἡ Γραφὴ ὅτι ὅταν θὰ γίνει ἡ δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ θὰ ἐμφανισθεῖ στὸν οὐρανὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐνώπιον τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ (λέει), πᾶν γόνυ κάμψει ἐπουρανίων ἐπιγείων καὶ καταχθονίων. Αὐτὸ εἶναι ἕνα μυστήριο, τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Θὰ γονατίσει μπροστὰ στὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ γόνατο τῶν ἐπουρανίων, οἱ ἄγγελοι θὰ γονατίσουν οἱ ἄνθρωποι θὰ γονατίσουν, καὶ τῶν ὑποχθονίων καὶ οἱ διάβολοι θὰ λυγίσουν μπροστὰ σὲ αὐτὸ τὸ ὄνομα.

Λέει ἡ γραφὴ (πάλι ὁ Ἀπόστολος): “Δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα μὲ τὸ ὁποῖο θὰ σωθοῦμε, καὶ ἐμεῖς τί κάνουμε; Λέμε αὐτὸ τὸ ὄνομα. Λέμε: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, τὸ ὄνομά Σου ὀνομάζομεν” λέει, “Θεὸ ἄλλον ἐκτὸς ἀπὸ Ἐσένα δὲ γνωρίζουμε τὸ ὄνομά σου ὀνομάζομεν”. Εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ ὁ διάβολος νὰ μᾶς πείσει νὰ μὴν τὸ κάνουμε.

Ὁ διάβολος δὲν φοβᾶται ἂν πιστεύουμε στὸν Θεό. Προσέξετε τὸ αὐτό: Ὅση πίστη νὰ ἔχεις δὲ σώζεσαι, δὲ σώζεσαι ἂν πιστεύεις στὸν Θεό. Ὁ διάβολος σκοτώνεται ἐμεῖς σωζόμαστε ἀπὸ τί; Ὅταν πιστεύουμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός. Δὲν ἔχουμε ἄλλον Θεό. Ἐκεῖ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τὸν διάβολο. Γίνονται θεολογικὰ συνέδρια στὸ ἐξωτερικὸ μὲ χριστιανούς, (θὰ καταλήξω ἐκεῖ), θεολογικὰ συνέδρια μὲ χριστιανοὺς στὸ ἐξωτερικὸ ποὺ συμφωνοῦν, (“χριστιανοὶ” τώρα) νὰ μὴν ἀναφέρουν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ μὴν προσβληθοῦν καὶ οἱ βουδιστὲς καὶ οἱ ἰνδουιστὲς καὶ ὅποιοι ἄλλοι συμμετέχουν στὸ συνέδριο.

Πῶς τρέμει ὁ διάβολος τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Καὶ ἐμεῖς λέμε ὀνομάζουμε τὸν Χριστὸ Κύριο, αὐτὸ τὸ ὁποῖο ὁ διάβολος προσπαθεῖ νὰ σὲ πείσει νὰ μὴ τὸ κάνεις. Κατ' ἀρχὴν δὲ θέλει νὰ σκέφτεσαι τὸν Χριστό. Μετά σοῦ λέει: “Τὸν σκέπτεσαι; σκέψου τον σὰν ἕναν μεγάλο μύστη. Σὰν μία ἀπὸ τὶς ἐνσαρκώσεις τοῦ Βούδα, σὰν ἕναν μεγάλο ποιητὴ σὰν ἕνα μεγάλο φιλόσοφο, σάν, σάν, σάν, ὄχι Κύριο”. Καὶ ἐμεῖς τώρα λέμε “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ”.

Καὶ τί ἀκόμα; “Ελέησόν με”. Ἐλεημοσύνη ποιὸς ζητάει; Ἕνας ζητιάνος. Δηλαδὴ ταπεινώνεσαι; Τὸν πέθανες! Γι' αὐτὸ ἐμεῖς ἐπιμένουμε στὸ “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”. Τώρα κάνουμε τὸν σταυρό μας - δὲν τὸν κάνουμε, δὲν ἔχει καμιὰ σημασία, ὅταν ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὸν διάβολο, εἶναι ἀστεῖο νὰ κάνουμε τὸν σταυρό μας. Δὲ μᾶς σώζει, εἶναι ἀσήμαντο. Τὸ σημαντικὸ εἶναι νὰ ἔχουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὸ μυαλό μας.

Εἶναι πυρηνικὴ βόμβα, στὴν πράξη θὰ τὰ δεῖτε αὐτά. Στὴν πράξη, ἁπλὰ πραγματάκια εἶναι αὐτά. Θὰ κατεβεῖτε τώρα, θὰ δεῖτε, θὰ ἀρχίσετε νὰ περπατᾶτε, κανεὶς δὲ μπορεῖ νὰ σᾶς ἐμποδίσει νὰ λέτε ἀπὸ μέσα σας: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με”.

Τί σᾶς ἐμποδίζει; Τί σᾶς στοιχίζει; Τίποτα! Ὅλες οἱ ἄλλες προσευχὲς χρειάζονται μιὰ ἡσυχία, ἕναν τόπο ἤρεμο, λίγες εἰκόνες, τὸ ἀπόδειπνο, τὸν ἑσπερινό, κάποια βιβλία, αὐτὴ τὴν προσευχὴ μποροῦμε νὰ τὴν λέμε πάντοτε. Περπατᾶς; μπορεῖς νὰ τὸ λές, ὁδηγᾶς τὸ αὐτοκίνητό σου; μπορεῖς νὰ τὸ λές. Ξεκινῆστε καὶ ἡ ἴδια ἡ προσευχὴ θὰ σᾶς μάθει τὰ πάντα.

Στὴν πράξη τὰ μαθαίνουμε αὐτὰ, ὄχι μὲ τὰ λόγια. Τώρα τὰ λόγια ἔτσι ποὺ σᾶς τὰ λέω μπορεῖ νὰ σᾶς φαίνονται ὡραῖα νὰ χαιρόσαστε τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἀκοῦτε. Ὅταν θὰ ἔρθει ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ θὰ σᾶς χτυπήσει ὁ διάολος κάτω σὰν χταπόδι καὶ δὲν θὰ σᾶς μείνει τίποτα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω.

Τί θὰ σᾶς μείνει; Ὅ,τι βάλατε ἐσεῖς στὴν πράξη καὶ τὸ μάθατε ἐσεῖς προσωπικά. Αὐτὸ δὲ μπορεῖ νὰ σᾶς τὸ μετακινήσει κανένας. Ἔτσι θὰ γνωρίσετε ἂν εἶναι ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ καὶ ἔτσι γνωρίζουμε ὅλη τὴν ἀλήθεια τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἂν εἶναι ἀλήθεια αὐτὰ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Χριστὸς ἢ ὄχι. Ἀπὸ τὴν ζωὴ τους τὰ ἔχουν μάθει οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ἔχουν κρατήσει μέχρι σήμερα. Ὄχι γιατί τοὺς τὰ λένε οἱ παπάδες καὶ οἱ καλόγεροι.

Οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι τὰ ζοῦνε καὶ μᾶς τὰ λένε. Τὸ τί ἔχουμε ἀκούσει ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ ζοῦνε στὸν κόσμο δὲ μπορεῖ νὰ τὸ βάλει τὸ μυαλό σας. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι θέμα ζωῆς, γι’ αὐτὸ ὅλοι μποροῦμε νὰ σωθοῦμε, δὲν εἶναι θέμα ἐξυπνάδας ἢ μόρφωσης ἢ γνώσεων. Γι' αὐτὸ ἔχουμε ἀγράμματους ποὺ εἶναι ἅγιοι. Δὲν ἔχουν βγάλει τὸ δημοτικὸ καὶ λέμε: “Ἅγιε τοῦ Θεοῦ πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν” καὶ ἔχουμε μορφωμένους ποὺ δὲν ξέρουν τί λένε καὶ τί τοὺς γίνεται.

Ἁπλὰ πράγματα εἶναι, μὲ ἁπλὰ πράγματα θὰ πᾶμε στὸν Παράδεισο, καὶ μὲ ἁπλὰ πράγματα θὰ πᾶμε στὴν κόλαση.

Ἐρώτηση ἀπὸ τὸ κοινό:

Ἤθελα νὰ ρωτήσω: Λέμε αὐτὰ τὰ λόγια Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ὅμως δὲν εἴμαστε συγκεντρωμένοι αὐτὴ τὴν ὥρα, ἁπλὰ λέμε τὰ λόγια. Δὲν τὰ πιστεύουμε πραγματικά;

π. Νίκων:

Τί γίνεται; Τὸ ὅτι δὲν πιστεύουμε πραγματικά, ὄχι δὲν εἶναι [θέμα], ἁπλὰ εἶναι λίγη ἡ πίστη μας. Ὅλα ἔχουνε κάποια μέτρα. Αὐξάνουνε. Ἔ!, στὴν ἀρχὴ εἴμαστε λίγο ταπεινοί, θὰ ἀγωνιζόμαστε, ταπεινωνόμαστε περισσότερο, περισσότερο, περισσότερο. Εἴμαστε λίγο ἐλεήμονες, ἔ, στὴν ἀρχὴ δίνουμε κάτι λίγο, βλέπουμε ὅτι βοηθήσαμε τὸν ἄλλον, χαιρόμαστε πιὸ πολύ, πιὸ πολύ, πιὸ πολύ. Νηστεύουμε στὴν ἀρχὴ λίγο, μετὰ περισσότερο, ὅλα αὐξάνουν, ἔτσι εἶναι καὶ ἡ πίστη μας.

Μὴ σᾶς στεναχωρεῖ ὅτι ἡ πίστη σας κλονίζεται, ὅτι εἶναι λίγη. Ἐσεῖς αὐτὰ τὰ λίγα ποὺ πιστεύετε βάλτε τα στὴν πράξη, καὶ θὰ δεῖτε πάνω στὴν πράξη τέτοια πράγματα ποὺ θὰ αὐξηθεῖ ἡ πίστη σας. Θὰ δυναμώσει ἡ πίστη σας καὶ τότε θὰ κάνετε περισσότερα πράγματα. Καὶ θὰ αὐξηθεῖ ἀκόμα περισσότερο ἡ πίστη σας.

Τώρα ὅταν λέτε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με καὶ τὸ μυαλὸ φεύγει καὶ λέμε μόνο τὰ λόγια, δὲ πειράζει, εἶναι αὐτὸ τὸ λίγο ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε. Κάντε το, νὰ γίνει μιὰ καλὴ συνήθεια. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ - σιγὰ θὰ διαπιστώσετε ὁρισμένα πράγματα. Σὰ κάτι ποὺ σᾶς εἶπα πιὸ μπροστά, ὅτι δὲ μπορεῖτε νὰ λέτε Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ, ἐλέησέ με καὶ νὰ τσακώνεσαι μὲ τὸν ἄλλον.

Ὅταν τὸ βράδυ θὰ συγκεντρωθεῖς νὰ πεῖς μὲ τὴν ἡσυχία σου Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ τσακωμὸς θὰ σοῦ ἔρθει στὸ μυαλὸ. Δὲ μπορεῖς νὰ λὲς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, καὶ νὰ βλέπεις περιοδικὰ ποὺ δὲν πρέπει. Ὅταν σταθεῖς τὸ βράδυ νὰ πεῖς τὴν προσευχὴ πρὶν ξαπλώσεις, μιςὴ ὥρα, ἕνα τέταρτο, θὰ τὸ κανονίσεις αὐτὸ μὲ τὸν πνευματικό σου.

Δὲ μπορεῖς νὰ καθίσεις νὰ πεῖς τὴν εὐχὴ συγκεντρωμένος. Θὰ σοῦ φέρει στὸ μυαλὸ τὰ περιοδικὰ ποὺ εἶδες, ἡ ἴδια ἡ προσευχή. Θὰ σὲ μάθει πῶς νὰ ζεῖς, πῶς νὰ φέρεσαι, πῶς νὰ σκέπτεσαι. Γι' αὐτὸ ξεκινῆστε νὰ λέτε αὐτὸ τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Ἡ ἴδια ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς διδάξει πολλὰ ἄλλα ποὺ δὲν μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τώρα.

Καὶ ὕστερα εἴμαστε καὶ Χριστιανοί, γι' αὐτὸ καὶ λέμε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία, θὰ ἀκούσουμε καὶ κάτι ἄλλο ποὺ θὰ μᾶς ὠφελήσει. Νά, τώρα πῶς βρισκόμαστε ἐδῶ; θὰ μπορούσαμε νὰ εἴμαστε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ. Καὶ εἴμαστε μαζεμένοι σὰν μία οἰκογένεια καὶ λέμε αὐτὰ ποὺ λέμε. Ξεκινῆστε, κάποιοι ἀπό σᾶς, δὲ λένε: “τὸ ταξίδι γιὰ τὴν Κίνα ξεκινάει μὲ τὸ πρῶτο βῆμα”; Κάνετε τὸ πρῶτο βῆμα. Στὴν πράξη θὰ τὸ δεῖτε.



Ἐρώτηση ἀπὸ τὸ κοινό:

Φορᾶς σταυρό, κάνεις κομποσχοίνι, λὲς Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, καὶ ἐπιμένουν ἀκόμα περισσότερο. Γίνεται αὐτὴ ἡ πρώτη φάση ποὺ εἴπατε: Σοῦ ἔρχεται ἡ ἰδέα, ἕνας λογισμὸς στὸ μυαλὸ -καὶ σὺ τὸ πολεμᾶς- τὴ διώχνεις ἀμέσως καὶ ἐπανέρχεται δριμύτερη ἀκόμα. Τί γίνεται;

π. Νίκων:

Τὸ νὰ ἐπανέρχεται δὲ μᾶς ἐνδιαφέρει. Τί σημασία ἔχει; Δὲ μᾶς ἐνοχλεῖ αὐτό, δὲν μᾶς πειράζει καθόλου αὐτὸ καὶ μὲ πιὸ ἁπαλὴ δύναμη νὰ ἔλθει καὶ μὲ περισσότερη δύναμη νὰ ἔλθει, ἐμεῖς θὰ τὸν διώχνουμε. Αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε ἐμεῖς εἶναι ἡ πάλη. Ἐὰν θὰ νικήσουμε τὸν λογισμὸ ἢ ὄχι, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.

Μᾶς νικάει ὁ θυμὸς ἐμεῖς πολεμᾶμε: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Κάποιος μᾶς νευριάζει. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Ὁ θυμὸς φουντώνει μέσα μας. Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με. Δὲ νικᾶμε τὸν θυμό, δὲν πειράζει, θὰ συνεχίσουμε τὸν ἀγώνα. Ἐὰν θὰ νικήσουμε τὸν θυμὸ ἢ ὄχι δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ὁ ἀγώνας ποὺ θὰ κάνουμε.

Λέει τὸ γεροντικὸ γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ἀπολλώ. Εἶχε τὸ πάθος τῆς ὀργῆς, τοῦ θυμοῦ. Δέκα τέσσερα χρόνια παρακαλοῦσε (λέει) τὸν Θεὸ νὰ πάρει ἀπὸ πάνω του αὐτὸ τὸ πάθος. Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Ὄχι ἕνα μήνα, ὄχι δύο μῆνες, ὄχι ἕνα χρόνο, δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ ἐμεῖς θέλουμε μόλις ξεκινᾶμε νὰ τὰ καταφέρουμε κι ὄλας; Δὲν θὰ ἀπογοητευόμαστε, δὲν θὰ τὸ βάζουμε κάτω. Θὰ κάνουμε τὸν διάβολο νὰ σκάσει. Δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια καὶ τελικὰ ἔγινε αὐτὸ ποὺ παρακαλοῦσε.

Καὶ λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος (προσέξτε το καὶ αὐτό), πολλὲς φορὲς παρακαλᾶμε τὸν καλὸ Θεὸ νὰ μᾶς δώσει κάτι καὶ προσευχόμαστε καὶ προσευχόμαστε καὶ δὲ μᾶς τὸ δίνει ὁ Θεός. Καὶ προσευχόμαστε καὶ ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ καὶ δὲ τὸ δίνει ὁ Θεός. Καὶ ἐμεῖς ποὺ ἐπιμένουμε στὴν προσευχὴ τελικὰ (λέει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης) ὁ Θεὸς μᾶς παραχωρεῖ, μᾶς χαρίζει αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο προσευχόμαστε, καὶ ἔχουμε ὠφεληθεῖ περισσότερο ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ κάναμε παρὰ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ κερδίσαμε. Πολλὲς φορὲς ἐπίτηδες ὁ Θεὸς δὲ στέλνει τὴν χάρη του γιὰ νὰ καταφέρουμε κάτι, γιὰ νὰ ἐπιμείνουμε στὸν ἀγώνα.

Αὐτὸ εἶναι ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε καὶ αὐτὸ θὰ κάνουμε, προσευχὴ καὶ προσοχὴ ὅσο μποροῦμε. Προσοχὴ καὶ προσευχή. Καὶ τὰ δύο. Ὄχι ἐνσυνείδητα νὰ μὴ προσέχουμε. Ἄλλο τὸ νὰ προσευχόμαστε καὶ τὸ μυαλὸ νὰ φεύγει καὶ νὰ τὸ ξαναμαζεύουμε, καὶ ἄλλο νὰ λέμε μὲ τὸ στόμα τὰ λόγια καὶ νὰ μὴ μᾶς ἐνδιαφέρει ποῦ γυρνάει τὸ μυαλό. Ὄχι, ἐκεῖ δὲ θὰ σωθοῦμε ποὺ φεύγει τὸ μυαλό.

Θὰ σωθοῦμε ὅταν φεύγει τὸ μυαλὸ καὶ ἐμεῖς τὸ ξαναμαζεύουμε, κι αὐτὸ ξαναφεύγει καὶ ἐμεῖς τὸ ξαναμαζεύουμε. Ὁ διάβολος δὲ θὰ σταματήσει νὰ μᾶς πολεμάει ποτέ. Λέει μία ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῆς θείας μεταλήψεως ποὺ τὶς διαβάζουμε πρὶν πᾶμε νὰ κοινωνήσουμε: “Πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ Σου παρέστηκα καὶ τῶν δεινῶν λογισμῶν οὐκ ἀφίσταμαι”. Ἔχω ἔλθει μπροστὰ στὴν ὡραία πύλη ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ κοινωνήσω καὶ τὸ μυαλό μου δὲ καθαρίζει ἀπὸ τὶς σκέψεις.

Καὶ αὐτὰ τὰ λέει ἕνας ἅγιος!

Ἔ, τί! Θέλετε ἐσεῖς ἀποτελέσματα ἀπὸ τώρα ἀκόμα δὲ ξεκινήσαμε; “Πρὸ τῶν πυλῶν τοῦ ναοῦ Σου παρέστηκα καὶ τῶν δεινῶν λογισμῶν οὐκ ἀφίσταμαι”. (Κι ἀπὸ τοὺς φοβεροὺς λογισμοὺς δὲ γλυτώνω). Δὲν ἔχει σημασία, δὲν θὰ τὸ βάλουμε κάτω. Θὰ ἀγωνιστοῦμε. Γι' αὐτὸ ὀνομάζει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος “στρατιώτη” τὸν Χριστιανὸ ποὺ ἀγωνίζεται.

Πόλεμος γίνεται. Ὁ διάολος τὰ ὅπλα του ἐμεῖς τὰ ὅπλα μας. Ὁ διάολος τὶς ἐπιθέσεις του ἐμεῖς τὶς δικές μας. Ποιανοῦ θὰ περάσει; Τὸ ἔχει χάσει τὸ παιχνίδι πρὸ πολλοῦ. Ἁπλῶς κοιτάει νὰ δεῖ πόσους περισσότερους μπορεῖ νὰ κερδίσει.
πηγή:εδώ