Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Ήρθε για μένα που δεν υπήρχα πριν, υπήρχα όμως για Κείνον.




Της Στέλλας Αναγνώστου
Κυριακή, στ΄ Λουκά. (Λουκ. ή, 26-39)
Πόσα δαιμόνια να κατοικούσαν άραγε μέσα μου;  Πολλά.  «Λεγεών».  Ούτε και ξέρω πόσα ήταν, ούτε έμαθα ποτέ το όνομά τους.  Δεν θυμάμαι πότε ήρθαν.  Δεν θυμάμαι αν ήρθαν ένα- ένα , ή όλα μαζί, ή αν το ένα έφερε το άλλο.  Δεν τα αναγνώρισα ποτέ.  Ξέρω μόνο πως βρήκαν τόπο μέσα μου.  Μια τρύπα, ένα κενό, ανάγκη πες το, αδυναμία, κάτι.  Μπήκαν και κατέλαβαν πρώτα αυτό το κενό, μετά όμως, σιγά-σιγά, κατέλαβαν εμένα, ολόκληρο. 

Ξέχασα το όνομά μου, το δικό μου, το αρχικό, το ανθρώπινο.  Ξέχασα να ζω μαζί με τους ανθρώπους, ξέχασα τους νόμους της κοινωνίας.  Ό,τι θεωρεί συνετό κι αποδεκτό η κοινωνία, τα δαιμόνια μέσα μου μ΄έκαναν να το ξεχάσω και να το μισώ.  Τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να είναι η προστασία και η χαρά μου, εγώ τους ένοιωθα σαν εχθρούς.  Όπου τους έβλεπα τους κυνηγούσα βάναυσα, γιατί τα δαιμόνια μέσα μου δεν μπορούσαν να τους αντέξουν.  Βρέθηκα μακρυά από τους τόπους των ζωντανών, στους τάφους, στον τόπο των πεθαμένων.  Ζούσα μαζί μ΄αυτούς για τους οποίους έχει λήξει πια ο χρόνος, έχουν τελειώσει οι ευκαιρίες.  Εκεί μόνο αναπαύονταν τα δαιμόνιά μου, ενώ εμένα μ’ άφηναν γυμνό και πεινασμένο.  Αν σου μιλούσα θα ‘λεγα τα λόγια τα δικά τους, θα σε κοιτούσα με μίσος σαν κι εκείνα, θα κινδύνευες αν με πλησίαζες.  Τόσο είχα ταυτιστεί μαζί τους.

Εκεί που «ζούσα», στον τόπο των νεκρών, κανείς δεν ερχόταν να με συναντήσει.  Μ’άκουγαν όλοι που φώναζα και απειλούσα, κι άλλαζαν δρόμο.  Στο τέλος ξέχασαν και ποιός ήμουν, κι απλά με απέφευγαν.  Έτρεχαν να σωθούν.  Εμένα όμως που ήμουν αιχμάλωτος, κανείς δεν σκέφτηκε να με σώσει.

Ένας μόνον ήρθε και στάθηκε μπροστά μου.  Δεν βρέθηκα τυχαία στον δρόμο Του.  Πήρε μια βάρκα, πέρασε τη λίμνη, κι ήρθε απέναντι στη χώρα των απίστων για να σώσει εμένα.  ΄Ηξερε πως οι συμπατριώτες μου δεν Τον ήθελαν.  Ήξερε πως προτιμούσαν το χρήμα.  Μου έδειξε πως λογαριάζονταν για ζωντανοί, αλλά ήταν ήδη πεθαμένοι χωρίς να το ξέρουν.  Σαν τους χοίρους που έπεσαν στον γκρεμό μαζί με τα δικά μου τα δαιμόνια.

Όμως Εκείνος ήρθε για μένα.  Για μένα που δεν υπήρχα πριν, ούτε για τους ανθρώπους, ούτε για μένα τον ίδιον.  Υπήρχα όμως για ‘Κείνον.  Δεν τον φοβήθηκα επειδή δεν με φοβήθηκε.  Με πλησίασε χωρίς να με σιχαθεί.  Με ρώτησε το όνομά μου και το ‘χα ξεχάσει.  Θα είδε όμως τη θλίψη στα μάτια μου, την ανάγκη, τη νοσταλγία, ποιος ξέρει;  Κατάλαβε αυτό που εγώ το είχα ξεχάσει: ότι ήθελα να είμαι άνθρωπος, ήθελα να ζω σαν άνθρωπος, ήθελα να υπάρχω χωρίς εκείνα τα δαιμόνια που με βασάνιζαν από χρόνια.

Χωρίς να επιμείνει, χωρίς να με πιέσει, τα έδιωξε όλα Εκείνος.  Μονοκοντυλιά.  Σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.  Ησύχασα.  Κάθισα δίπλα σαν κουρασμένος ναυαγός που βγήκε στην ακτή.  Κάθισα δίπλα Του κι είδα τον κόσμο με άλλα μάτια.  Αυτό μου έκανε.  Με άλλαξε.  Δεν φοβόμουν πια.  Ο κόσμος δεν ήταν πια απειλή.  Ήταν ήμερος και γεμάτος ελπίδα. 

Μ’όλη μου την καρδιά λαχταρούσα να μείνω μαζί Του.  Οπουδήποτε, δεν μ’ ένοιαζε πού.  Αλλά δεν μ’ άφησε.  Μου είπε ότι δεν χρειαζόταν να φύγω για να ‘μαι μαζί Του, για να νοιώθω «μαζί Του».  Μου είπε ότι από εκείνη τη στιγμή, Εκείνος θα κατοικούσε μέσα μου, κι ότι εκεί θα μπορούσα να Τον βρίσκω πάντα.  Ότι όσο θα το έκανα αυτό, κανένα δαιμόνιο δεν θα τολμούσε να με ξαναπλησιάσει, ούτε θα έχανα ξανά εκείνη τη γαλήνη που ένοιωθα κοντά Του.

Έπειτα μού ‘πε να γυρίσω πίσω.  Όχι στα μνήματα, αλλά στο χωριό.  Εκεί που ζούσαν οι συμπατριώτες μου κι οι συγγενείς μου.  Όλοι εκείνοι που δεν Τον ήθελαν.  Που μας είχαν εγκαταλείψει και τους δυό.  Μου είπε να τους μιλήσω για τη ζωή μου.  Για το πριν και το μετά.  Μου είπε πως με τη δύναμή Του μπορούσα ν’ αντέξω και τη δεύτερη άρνησή τους, τώρα που θα μ’ έβλεπαν «ιματισμένον και σωφρονούντα» από το χέρι Του.  Μου είπε, ότι ακόμη κι αν μ’ άφηνε να μείνω για λίγο ακόμη μαζί Του, αυτό δεν θα ‘ταν για πολύ.  Γιατί και όλοι εκείνοι οι γαλήνιοι άνθρωποι που Τον ακολουθούσαν, κι εκείνοι μια μέρα το ίδιο θα είχαν να κάνουν.  Θα πήγαιναν εδώ κι εκεί και θα ‘λεγαν στους ανθρώπους, πώς γίνεται η ζωή σου όταν έρχεται ο Χριστός κοντά σου, όπως ήρθε σε μένα.