Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ




Της  Στέλλας Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.
Με την ευκαιρία της παραβολής του Καλού Σαμαρείτη που ακούσαμε την Κυριακή, ανατρέχω στην ιστορία της λέξης «αγάπη», και του περίφημου αυτού ρήματος «αγαπώ», του οποίου γίνεται τόση χρήση χωρίς γνώση, και τόση κατάχρηση χωρίς συν-είδηση.  Χωρίς να ξέρουμε δηλαδή τι λέμε και τι θα ‘πρεπε να λέμε, τι εννοούμε και τι θα ‘πρεπε να εννοούμε.


Αρχικά υπάρχει στα Αρχαία Ελληνικά, το επίρρημα «άγαν», που σημαίνει «πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά».  Από το επίρρημα αυτό, προήλθε το ομηρικό ρήμα  «αγαπάζω».  Μεταγενέστερος τύπος του «αγαπάζω» είναι το συνηρημένο «αγαπάω-ώ», και στη συνέχεια το μεταρρηματικό ουσιαστικό «αγάπη».

Κρατούμε στον νού μας ότι τα ΄ρήματα που λήγουν σε-άζω, -ύζω, -ίζω, λέγονται «θαμιστικά».  Δηλώνουν δηλαδή ότι το υποκείμενο ενεργεί κάτι συχνά,(θαμά=συχνά), ή σε μεγάλο βαθμό, με έμφαση δηλαδή, ή κατ’ επανάληψιν.

«Αγαπάζω» στον Όμηρο σημαίνει υποδέχομαι, εκδηλώνω έντονα τη χαρά μου για την παρουσία κάποιου, περιποιούμαι και φροντίζω με ιδιαίτερη στοργή.  Είναι λοιπόν ένα ρήμα ενεργητικό.  Κάτι που κάνει κανείς.  Είναι πράξη, είναι συγκεκριμένη συμπεριφορά.  Αντίστοιχα και η αγάπη είναι μια πράξη φροντίδας.

Όταν έφθασε ο Οδυσσέας στη χώρα των Φαιάκων, κι η Ναυσικά του είπε πώς να φθάσει στο παλάτι, ο Οδυσσέας συμβουλεύτηκε μια ντόπια κοπέλλα για να του το δείξει.  Του λέει λοιπόν η κοπέλλα, που στην πραγματικότητα ήταν η Αθηνά μεταμορφωμένη:  «Ακολούθησέ με χωρίς να μιλάς ή να χαιρετάς, ού γαρ ξείνους…ανθρώπους ανέχονται, ουδ’ αγαπαζόμενοι φιλέουσ’(ι)…ός κ’ άλλοθεν έλθη.  Εδώ το «αγαπαζόμενοι» σημαίνει: δέχονται με ευχαρίστηση.  «Δεν υποδέχονται» δηλαδή, «τους ξένους με καλοπροαίρετη διάθεση».

Αργότερα, πριν αναγνωριστούν Οδυσσέας και Τηλέμαχος μέσα στο καλύβι του Εύμαιου του χοιροβοσκού στην Ιθάκη, όταν καταφθάνει ο Τηλέμαχος, ο χοιροβοσκός τον αγκαλιάζει «ως δε πατήρ όν παίδα φίλα φρονέων αγαπάζει», δηλαδή όπως ο πατέρας αγκαλιάζει και φιλά το αγαπημένο του παιδί που γύρισε από τα ξένα.  Εδώ λοιπόν η αγάπη έχει την έννοια του αγκαλιάσματος, του χαδιού με πατρική στοργή.

Την ίδια έννοια συναντούμε και πιο κάτω, όταν ο Τηλέμαχος καταφέρνει να φθάσει σώος από τους μνηστήρες στο παλάτι του.  Εκεί η γηραιά υπηρέτρια, η Ευρύκλεια, και οι άλλες νεώτερες, τον αγκάλιαζαν και τον κανάκευαν από τη χαρά τους που τον είδαν ζωντανό: «…ηγερέθεντο και κύνεον αγαπαζόμεναι κεφαλήν τε και ώμους».

Το ρήμα στ’ Αρχαία Ελληνικά, αντιδιαστέλλεται προς το «φιλέω», που χρησιμοποιείται για την έλξη και το πάθος, σημαίνει δε καθαρά, πράξεις στοργής και φροντίδας που απορρέουν από το συναίσθημα, την προσωπική σχέση με τον δέκτη, ή τον χαρακτήρα του ανθρώπου, όπως στην περίπτωση των καχύποπτων Φαιάκων.


Στον Χριστιανισμό η έννοια του ρήματος εμπλουτίζεται και με μία ψυχική διάσταση.  Η αγάπη παραμένει στην ουσία της πράξη στοργής και φροντίδας.  Όμως από πού πηγάζει;  Μόνον από τη σχέση όπως για τον Εύμαιο και την Ευρύκλεια;  Αν ήταν έτσι δεν θα ταίριαζε για εχθρούς.  Κι όμως ο Χριστός την προόρισε για όλους τους ανθρώπους.  Και για τους εχθρούς.  Μήπως από τον χαρακτήρα όπως (δεν) συνέβαινε με τους Φαίακες;  Όμως όταν ο Χριστός μιλούσε στα πλήθη πάνω στο όρος, δεν ξεχώρισε χαρακτήρες, δεν ξεχώρισε ιδιοσυγκρασίες ανθρώπων και λαών, κληρονομικότητες, έθιμα, προδιαθέσεις, νομοθεσίες.  Το κήρυγμά Του για την αγάπη στην πιο ακραία μορφή της απευθυνόταν σε όλους ανεξαιρέτως.

Στην παραβολή του Καλού Σαμαρείτη δίνεται ένα παράδειγμα για  το πως εφαρμόζεται η αγάπη στην πράξη.  Εδώ οι συντοπίτες είναι αδιάφοροι, ενώ ο ξένος, ο δικαιολογημένος εχθρός, αυτός νοιώθει συμπόνοια.  Η αγάπη είναι πρώτα συμπόνοια και μετά επαρκής φροντίδα.  Επαρκής σημαίνει όση μπορεί να δώσει, κι όση πραγματικά χρειάζεται ο πάσχων.  Δεν σταμάτησε ο Σαμαρείτης στις «πρώτες βοήθειες», γιατί δεν αρκούσαν, και γιατί το κάτι παραπάνω που χρειαζόταν ο πάσχων, εκείνος μπορούσε να το δώσει.  Δεν τον υποχρέωνε κανείς παρά μόνον η φιλάνθρωπη ψυχή του. 

Όμως ο Σαμαρείτης, άφησε χρήματα στον πανδοχέα και έφυγε για τη δουλειά του.  Δεν ξέρουμε αν ο χτυπημένος τον παρακαλούσε να μείνει, αν κι ο πανδοχέας θα τον προτιμούσε να είναι εκεί.  Ο ισορροπημένος άνθρωπος έκανε όσο χρειαζόταν.  Το παραπάνω θα ήταν ανώφελη θυσία.  Μια ζημιά στη δουλειά του που δεν χρειαζόταν.  Γιατί αν χρειαζόταν, ο Χριστός δίδαξε κι αυτήν την απόλυτη θυσία.
Αυτά για τους σύγχρονους παραχαράκτες και καταχραστές της «αγάπης» που ζητούν τα πάντα χωρίς να δίνουν, που καπηλεύονται συναισθήματα και θεσμούς, που καταπατούν το νόημα των λέξεων που επικαλούνται.  Πόσες φορές άραγε δειχνόμαστε άσπλαχνοι, όχι σε ξένους, αλλά στους ίδιους ανθρώπους που λέγαμε πως αγαπούμε;  Πόσες φορές;…

«..Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη ΈΧΩ…», λέει ο Απόστολος Παύλος, και όλες οι λέξεις μετρούν, μία- μία, σαν ψήγματα χρυσού. 
«’Εχω» λέει.  Τώρα πιά φύγαμε από τις πράξεις, φύγαμε από τον χαρακτήρα, φύγαμε από την τήρηση μιας εντολής που μας ξεπερνάει.  «Έχω» λέει μέσα μου, σαν στοιχείο του είναι μου, σαν στοιχείο της ύπαρξής μου.  Η αγάπη για τον Χριστιανό είναι στοιχείο της φύσης του.  Είναι πλέον οντολογικό χαρακτηριστικό.  Είναι μια μόνιμη αλλοίωση.  Υπάρχει, και σε κάθε ευκαιρία λάμπει χωρίς προσπάθεια, αυθόρμητα.  Αλλοιώς, υποβιβάζεται η ίδια η φύση του ανθρώπου και γίνεται «χαλκός ηχών και κύμβαλλον αλλαλάζον», κάτι άλλο δηλαδή, ευτελέστερο και ανούσιο, άψυχο.  Γιατί ψυχή κι αγάπη είναι πια ένα πράγμα, αξεδιάλυτο.

  Αυτή η αγάπη έχει μέσα της όλες τις προηγούμενες αγάπες: την στοργή, τη φροντίδα, τη φιλική διάθεση, την συμπόνοια, την ταύτιση, την απροσωποληψία, την προσφορά του αναγκαίου, αλλά και τη συναίσθηση του μέτρου, της ανάγκης, του αυτοσεβασμού, της ψυχραιμίας, του αυτοελέγχου, της ισορροπίας. 

Έχει μ’ άλλα λόγια μέσα της, όλην την ανθρώπινη διαδρομή, όλην την ανθρώπινη εξέλιξη, προς το «τέλειον»…Και το «τέλειον», το «σχετικόν δηλαδή με τον σκοπό, τον στόχο, το απώτατο σημείο, το πλήρες, την κατάληξη», τώρα πιά, δεν είναι «κάτι», μια έννοια, όπως ήταν για τους προγόνους μας, μια ιδεατή κατάσταση.  Είναι Κάποιος.

Στέλλα Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.