Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Αναμνήσεις μου από τον Παπαδιαμάντην και Μωραϊτίδην

+Αρχιμ. Φιλοθέου Ζερβάκου, Πάρος
Τους εγνώρισα και τους δύο καλώς και συνεδέθην μετ' αυτών διά του συνδέσμου της κατά Χριστόν αγάπης. Τους εγνώρισα κατά τα έτη 1905 – 1907, υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού. Εγνώρισα πρώτον τον αείμνηστον Αλέξανδρον Παπαδιαμάντην, τον οποίον παρηκολούθουν τακτικώς ψάλλοντα εις τον δεξιόν χορόν κατά τας ολονυκτίας, αι οποίαι εγίνοντο εις το εκκλησάκι του προφήτου Ελισαιέ πλησίον του Παλαιού Στρατώνος. Κατόπιν εκεί εγνώρισα και τον Αλέξανδρον Μωραϊτίδην, όστις έψαλλε αριστερά. Έψαλον δε και οι δύο μετά πολλής συνέσεως, προσοχής, φόβου και κατανύξεως, αποφεύγοντες τας ατάκτους, τας θεατρικάς και θυμελικάς φωνάς. Έψαλλον καθώς το Πνεύμα το Άγιον διά του Προφητάνακτος Δαυΐδ εν ψαλμοίς διδάσκει λέγον «Ψάλλατε τω Θεώ ημών, ψάλλατε... καλώς ψάλλατε... ψάλλατε συνετώς (Ψαλμ. 32, 36) και καθώς ορίζουν οι θεσπέσιοι της Αγίας ημών Εκκλησίας Άγιοι Πατέρες. «Τους επί το ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παραγενομένους βουλόμεθα, μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη Εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων, αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας τοιαύτας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ· ευλαβείς γαρ έσεσθαι τους υιούς Ισραήλ (Λευϊτικόν ΙΕ', 31) το ιερόν εδίδαξε λόγιον» (Κανών της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου).

Μέχρι σήμερον που έχουν παρέλθη 45 έτη, οσάκις αναπολήσω εις την μνήμην μου τον Παπαδιαμάντην και τον Μωραϊτίδην και τας κατανυκτικάς εκείνας αγρυπνίας και ιεράς μυσταγωγίας, τας οποίας ετέλουν οι αείμνηστοι π. Αντώνιος και ο απλούς και άκακος, ο πράος, ο ακέραιος και ταπεινός τη καρδία παπά-Νικόλαος ο Πλανάς, μοι φαίνεται ωσάν να ακούω την ιεράν εκείνην υμνωδίαν, η οποία ωμοίαζε ωσάν υμνωδία αγγελική και προσευχή κατανυκτική, η οποία εξαϋλώνει τρόπον τινά τον άνθρωπον, τον αναβιβάζει νοερώς εις τα ουράνια και τον πλησιάζει και τον ενώνει με τον Θεόν.
Εάν κατ' αυτόν τον τρόπον, τον σεμνόν, τον εύσχημον ετελούντο εις όλας τας εκκλησίας αι ιεραί ακολουθίαι και θείαι μυσταγωγίαι, μεγίστην ωφέλειαν θα ελάμβανον όλοι οι χριστιανοί. Δυστυχώς, τας περισσοτέρας εκκλησίας οι ψάλλοντες και ιερουργούντες με τας ατάκτους, τας ασήμους και ανοικείους φωνάς, τας κινήσεις χειρών, ποδών κ.λ. μελών τας μετέβαλον εις θέατρα και ουδεμία ωφέλεια ψυχική προσγίνεται, διότι η Βυζαντινή Εκκλησ. μουσική, η κατανυκτική και εύσχημος, η ψυχωφελής και σωτήριος εφυγαδεύθη και αντικατεστάθη εις τους περισσοτέρους ναούς διά της ευρωπαϊκής θεατρικής μουσικής, ήτις ευχαριστεί και τέρπει όχι την ψυχήν, αλλά την ακοήν, ουχί των ευλαβών χριστιανών, των ταπεινών και φοβουμένων τον Θεόν, αλλά των εν τοις θεάτροις και κινηματογράφοις φοιτώντων.
Η δε λεγομένη τετραφωνία, ψαλλομένη παρά ψαλτών ενίων ανευλαβών, εχόντων τα οπίσθιά των εστραμμένα προς τας αγίας εικόνας και το άγιον θυσιαστήριον, οίτινες εν θεάτροις και εν καπηλείοις τραγωδούσιν, έχοντες τελείαν άγνοιαν των ιερών κανόνων των περί υμνωδίας και ψάλλουν μόνον τω στόματι και ουχί τω νοΐ και τη καρδία, είναι μία τερατοφωνία, είναι τραγέλαφος. Δε θα λησμονήσω την ευλάβειαν και προσοχήν με την οποίαν έψαλλον οι αείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης και Παπαδιαμάντης, με την σιγανήν και ταπεινήν φωνήν των.
Εφαίνοντο όχι ότι έψαλλον αλλ' ότι προσηύχοντο και συνωμίλουν με τον Θεόν. Ο δε Παπαδιαμάντης όταν έψαλλε τα τροπάρια της Δευτέρας Παρουσίας: «Όταν μέλλεις έρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιήσαι, Κριτά δικαιότατε... όταν τίθενται θρόνοι και ανοίγονται βίβλοι και Θεός εις κρίσιν καθέζηται... Εννοώ την ημέραν εκείνην και την ώραν, όταν μέλλομεν πάντες γυμνοί και ως κατάκριτοι τω αδεκάστω Κριτή παρίστασθαι...» τα έψαλλε με τοιαύτην συναίσθησιν και φόβον, ώστε εφαίνετο ωσάν να ίστατο έμπροσθεν του φοβερού Κριτηρίου. Όταν δε έψαλλε τα του Παραδείσου τροπάρια, εφαίνετο ωσάν να εξίστατο και ηρπάζετο ως εις Παράδεισον. Ωσαύτως όταν έψαλλε τα Αναστάσιμα τροπάρια και κανόνας, εφαίνετο ως χαίρων και αλλόμενος, καθώς ο Θεοπάτωρ Δαυΐδ προ της σκιώδους Κιβωτού ήλατο σκιρτών.
Επειδή δε έψαλλον μετά συνέσεως και ευλαβείας, δεν επέτρεπον εις ψάλτας που ήρχοντο διά να ψάλωσι εις τας αγρυπνίας, εάν και εκείνοι δεν έψαλλον συνετώς και μεταχειρίζοντο όχι τας φυσικάς των φωνάς, αλλά θυμελικάς, προσποιητάς και ατάκτους φωνάς. Ο δε Παπαδιαμάντης όστις ήτο και ευέξαπτος τους εδίωκε.
-Φύγετε, τους έλεγε, εδώ είναι τόπος προσευχής. Πηγαίνετε να τραγουδήσετε εις τα θέατρα.
Πολλάκις και εμέ όστις ήμην βοηθός του και μαθητής, όταν έκανα καμμίαν παραφωνίαν ή παρατονίαν, με εδίωκεν.
-Φύγε, μοι έλεγε, παύσε, κλείσε το στόμα σου, απρόσεκτε.
Εγώ παραμέριζα, αλλά γρήγορα του περνούσε ο θυμός και πάλιν με εκάλει.
-Κώστα, έλα να ψάλης.
Εγώ επειδή είχον ζήλον να μάθω αμέσως, έτρεχον και έψαλλον. Ήτο δε τόσο ταπεινός, ώστε πολλάκις μετά το τέλος της αγρυπνίας έμπροσθεν πολλών μοι εζήτει συγχώρησιν.
-Κώστα, μοι έλεγεν (τούτο ήτο το κοσμικόν μου όνομα), να με συγχωρέσης διότι σε ελύπησα.
Και εγώ τω έλεγον:
-Εγώ πταίω, διδάσκαλε, διότι είμαι απρόσεκτος. Σε ευχαριστώ δε διότι με τας παρατηρήσεις που μου κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος και με τας επιπλήξεις με διδάσκεις την υπομονήν της οποίας έχω ανάγκην.
Ομολογώ, ότι από την τάξιν εκείνην η οποία παρετηρείτο εις το εκκλησάκι εκείνο του προφήτου Ελισαιέ έλαβον μεγάλην ωφέλειαν. Εκείνοι που το κατεδάφισαν έδειξαν μεγάλην ασέβειαν και συνιστώ εις πάντας τους Έλληνας λογοτέχνας και λογογράφους ως πνευματικός πατήρ να απαιτήσουν παρά του Σου Υπουργείου της Παιδείας και παρά της Ιεράς Συνόδου και της Αρχαιολογικής Εταιρίας να ανοικοδομηθή νέον εκκλησίδιον εις τον ίδιον τόπον όπου υπήρχε το παλαιόν, διά να παραμείνη ως μνημείον διά τας μελλούσας γενεάς, να το βλέπωσιν οι νέοι λογοτέχναι και να το επιδεικνύωσι και εις τους ξένους λογοτέχνας, τους επισκεπτομένους την Ελλάδα, διά να πληροφορώνται ότι εις αυτόν τον ιερόν τόπον, εις αύτό το εκκλησίδιον, οι κορυφαίοι των λογογράφων της Ελλάδος ως ευσεβέστατοι ετέλουν αγρυπνίας προσευχόμενοι, άδοντες, ψάλλοντες, αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν.
Ου μόνον δε εγώ ωφελήθην, αλλά και άλλοι πολλοί φοιτώντες εις τας αγρυπνίας εκείνας, ακούοντες μετά κατανύξεως τας αναγνώσεις εις τους βίους των Αγίων, εις τους λόγους περί ψυχής, περί μελλούσης κρίσεως, περί Παραδείσου, περί κολάσεως, τους οποίους λόγους με απλήν φράσιν ηρμήνευεν ενίοτε ο Μωραϊτίδης.
Τινές εξ αυτών μισήσαντες τον μάταιον κόσμον και καταφρονήσαντες πάντα τα επίγεια ως φθαρτά και ρέοντα, αγαπήσαντες δε τον Θεόν και τα ουράνια και αεί διαμένοντα, εγκατέλειπον τον κόσμον και τα εν κόσμω και ηκολούθησαν διά της μοναχικής πολιτείας τον Χριστόν, εξ ων τινες διέπρεψαν επ' αρετή, φιλομαθεία και οσιότητι βίου, πολλοί δε έγιναν ηγούμενοι μονών. Εις εκ των πρώτων όστις ησπάσθη τον μοναχικόν βίον και ήρεν τον Σταυρόν του Κυρίου επ' ώμων και ηκολούθησεν Αυτόν, ήτο ο εξ Αιγίνης ιατρός Σπυρίδων Καμπανάος, ο διά του αγγελικού σχήματος επικληθείς Αθανάσιος Λαυριώτης ο μελετηρότατος και πολυγραφώτατος, ο ιδρυτής της Αγιορειτικής Βιβλιοθήκης.
Ούτος ότε έτι ήτο νέος και φοιτητής της Ιατρικής, ήτο και τακτικός θιασώτης των αγρυπνιών, αίτινες εγίνοντο εις τον προφήτην Ελισαιέ, ψάλλων μελωδικότατα. Ότε δε έλαβε το δίπλωμα της Ιατρικής, κατανοήσας ως φρόνιμος και νουνεχής την του Κυρίου φωνήν: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον Σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι... και ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ, ουκ έστι μου άξιος...», αφήκε τον κόσμον και τα εν κόσμω, γονείς, αδελφούς, φίλους, τιμάς, δόξας και αναπαύσεις προσκαίρους και κατέφυγεν εις την εν τω Αγίω Όρει του Άθωνος Ιεράν Μονήν της Μεγίστης Λαύρας, ένθα επί πολλά έτη τον μοναχικόν ανύσας δίαυλον, εν αρεταίς, νηστείαις, αγρυπνίαις και προσευχαίς, εν συγγραφαίς και μεταφράσεσιν ωφελίμων βιβλίων, εδόξασε και ετίμησε τον Θεόν, το μοναχικόν πολίτευμα και το Αγιώνυμον Όρος του Άθωνος.
Τούτου το παράδειγμα ηκολούθησαν και άλλοι τινές και μεταξύ αυτών και ο υποφαινόμενος, μετά του πνευματικού αδελφού και φίλου μου Νικολάου Μητροπούλου, δικηγόρου, ανεψιού του αειμνήστου Αρχιεπισκόπου Πατρών Ιεροθέου Μητροπούλου, γραμματέως τότε του μεγάλου καταστήματος του Δημ. Τερζοπούλου, με τον οποίον εγνωρίσθην εις τας αγρυπνίας και αφού εγνωρίσθημεν, εμείναμεν σύνοικοι επί 1 ½ έτος και ομού ανεχωρήσαμεν εξ Αθηνών δι' Άγιον Όρος την 8ην Μαΐου, εορτήν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.
Μετά την αγρυπνίαν και ιεράν μυσταγωγίαν, ην παρηκολουθήσαμεν εις το εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαιέ, μας εφιλοξένησεν εις τον οίκον του μαζί με τον Παπαδιαμάντην ο φιλομόναχος και φιλόξενος Νικ. Μπούκης και αποχαιρετίσαντες τους Παπαδιαμάντην και Μωραϊτίδην, κατήλθομεν εις Πειραιά, όπου μας συνώδευσαν ο Νικόλαος Μπούκης, ο εκ του ηρωϊκού Σουλίου ταγματάρχης Κωνστ. Σμπόνιας, πνευματικόν τέκνον του εν Πάρω Οσίου Αρσενίου, και ο εκ Σίφνου γραμματεύς του Υπουργείου των Εσωτερικών Σταμ. Γαϊτάνος, οίτινες ήσαν τακτικώτατοι εις τας αγρυπνίας.
Φθάσαντες εις Θεσσαλονίκην, οι Τούρκοι μας εθεώρησαν ως κατασκόπους, και εμέ διασωθέντα ως εκ θαύματος τη μεσιτεία του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, με επέστρεψαν εις την Ελλάδα, τον δε φίλον μου Νικόλαον Μητρόπουλον τη μεσιτεία γνωστού του Τούρκου αξιωματικού τον απέστειλαν εις Άγιον Όρος. Μεταβάς εις την Ιεράν Μονήν Σίμωνος Πέτρας έλαβε το αγγελικόν σχήμα, κληθείς Νείλος και διορισθείς, ως εγγράμματος, γραμματεύς της Κοινότητας του Αγίου Όρους, ζήσας ολίγα έτη εν άκρα αρετή και οσιότητι, εν ταπεινώσει, εν φιλαδελφία και αγάπη ειλικρινεί προς τον Θεόν και τον πλησίον και ευάρεστος τω Θεώ γενόμενος, τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς.
Εγώ δε ο ευτελής και ελάχιστος, επιστρέψας εις Ελλάδα, ήλθον και εκοινοβίασα εις την Ιεράν Κοινοβιακήν Μονήν της Ζωοδόχου Πηγής, εις ην και ευρίσκομαι άρτι και αναμένω την εντεύθεν αναχώρησιν και μετάβασιν εις την αληθινήν πατρίδα, την ουράνιον Ιερουσαλήμ, την κραταιάν και ανόλεθρον.
Μετά από ημάς ηκολούθησε μετ' ολίγον και ο ανωτέρω ρηθείς εκ Σίφνου Σταμάτιος Γαϊτάνος, ελθών κατ' αρχάς εις την Ιεράν ημών Μονήν και κατόπιν μεταβάς εις την πατρίδα του Σίφνον, όπου καρείς μοναχός εχειροτονήθη Ιερεύς και Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Βρύσεως. Αποσυρθείς της Ιεράς Μονής, εφησυχάζει εν Φυρογείοις. Μετά ταύτα ήλθον εις την ενταύθα Ιεράν ημών Μονήν εκ των φοιτώντων εις τας αγρυπνίας του Προφήτου Ελισαιέ, άλλοι πέντε, ο εκ Νάξου Αντώνιος Κούρτης, όστις ήτο κανδηλανάπτης εις τον ναόν του Προφήτου Ελισαιέ, ο εκ Δεσφίνης της Παρνασσίδος Ιωάννης Σιδέρης, νυν ιερομόναχος Ηλίας, ο εκ Σμύρνης Εμμ. Φωτιάδης, ο εκ Κων/πόλεως Εμμ. Νιώτης, γενόμενος μοναχός, ο μεν πρώτος κληθείς Φιλόθεος, ο δε δεύτερος Μάξιμος, και ο εκ Κέας Θεόφιλος Ζάμαρος, ιερομόναχος πνευματικός, όστις ήδη ευρίσκεται εις την εν Αμαλιάδι Ιεράν Γυναικείαν Μονήν του Προφήτου Ηλιού. Εκτός τούτων ήσαν και άλλοι, οίτινες μετέβησαν εις Άγιον Όρος και άλλας μονάς.