Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Μαοναχός Θεόκλητος Διονυσιάτης - Η Αγάπη σείει την γη ( β μέρος).


Αποσπάσματα από θεολογικό δοκίμιο μετά τους σεισμούς στην Θεσσαλονίκη.


Η κορύφωση της θείας αγάπης

Τώρα «παρήλθε η σκιά του νόμου της χάριτος ελθούσης» και δεν είμαστε πλέον «υπό νόμον αλλ’ υπό χάριν» (Ρωμ. ς’, 14). Πρέπει πρώτα πρώτα να σημειώσουμε για τη φανέρωση της άπειρης αγάπης του Θεού, με τη Σάρκωση του Λόγου, που αποτελεί την κορύφωσή της και την πραγμάτωση «της αρχαίας βουλής» του Θεού, η οποία συνοψίζεται στην σωτηρία του πλάσματός Του. Ο άνθρωπος πλέον δεν είναι «τεκνόν φύσει οργής», αλλά «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού». ...
Η θεολογία της Σαρκώσεως είναι ατελείωτη. Είναι το πλήρωμα της ασύλληπτης και άρρητης αγάπης του Θεού προς τους ανθρώπους. Το μέτρο της κατανοήσεως της αγάπης αυτής το έδωσαν οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες, όλοι οι Αγιοι της Εκκλησίας, αλλά κι αυτοί όσο «εχώρουν», αφού και τα πάνσοφα, σχετικώς, Αγγελικά πνεύματα, δεν κατενόησαν με πληρότητα το μυστήριο της Σαρκώσεως και το πέλαγος της θείας αγάπης. Γι’ αυτό Αγγελοι και πνευματοφόροι άνθρωποι μετουσιώνουν, οι μεν πρώτοι, την αγάπη τους και τη γνώση τους, σε θαυμασμό και αδιάλειπτες δοξολογίες, ερωτικά περιδονούμενοι μέσα στο άκτιστο φως, που εκπέμπουν οι θείες ενέργειες του Θεού, οι δε δεύτεροι, σε ευγνωμοσύνη, σε ύμνους, σε ευχαριστήριες δοξολογίες και δάκρυα αγάπης και λατρείας.
Πηγή : Αναβάσεις
Τόση λοιπόν η αγάπη του πανάγαθου και υπεράγαθου και παντοδύναμου Θεού προς το πολυτιμώτατο πλάσμα Του, τον άνθρωπο που με τη Θυσία τη Σταυρική του Χριστού, τη μετάδοση της χάρης της Αναστάσεώς Του και με τη χάρη και μετοχή στο τεθεωμένο Σώμα και Αίμα Του, έγινε το πιο πολύτιμο πλάσμα σ’ όλη την κτίση επίγεια και ουράνια, ορατή και αόρατη.


Ο Χριστός, η σωτηρία κι εμείς

Με την ένσαρκη Οικονομία του Θεού, σώθηκε οριστικά ο άνθρωπος; Όχι. Του προσφέρθηκαν απλώς οι προϋπόθεσεις σωτηρίας. Ο κλεισμένος Παράδεισος άνοιξε, ο άνθρωπος επανέρχεται στον Πατέρα του (καταλλαγή) και, όπως λέει ο ύμνος, «ο Αδης ηχμαλώτισται, ο Αδάμ ανακέκληται, η κατάρα νενέκρωται, η Εύα ηλευθέρωται, ο θάνατος τεθανάτωται, και ημείς εζωοποιήθημεν...». Αλλά η σωτήρια είναι θέμα της βουλήσεως του ανθρώπου. Γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει θεόπνευστα: «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον. Όσοι δε έλαβαν αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσία τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού» (Ιωάν. α’, 11-12). Όσοι λοιπόν δεν δέχονται τον Χριστόν ως Σωτήρα τους δεν σώζονται. Αλλά και αυτοί που τον πιστεύουν, δεν τηρούν όμως τις εντολές Του, με τις οποίες η ψυχή ελευθερώνεται από τα πάθη και γίνεται θεοειδής, φυσικά κρίνονται σαν μη πιστεύοντες και δεν σώζονται.
Ύστερα απ’ αυτά, γίνεται κατανοητό, ότι ο Χριστός έσωσε αντικειμενικά όλο τον κόσμο, αλλά χωρίς τον υποκειμενικό παράγοντα, χωρίς την συνεργία και του ανθρώπου δεν είναι δυνατή η σωτήρια. Η διαφορά μεταξύ του προ της Σαρκώσεως κόσμου και του μετά την Σάρκωση, είναι ότι η σωτήρια τότε ήταν αδύνατη, ενώ τώρα είναι δυνατή. Και ενώ τότε ο άνθρωπος διατελούσε υπό την ενέργεια του σατανά, εξουσιαστικά, η χάρη δεν ενεργούσε στην ψυχή και η θέληση ήταν εξασθενημένη για να στραφεί προ το αγαθό, τώρα η χάρη κυριάρχησε, του σατανά η δύναμη μειώθηκε στο ελάχιστο, η θέληση για το αγαθό δυνάμωσε και ο άνθρωπος επανέρχεται «στο αρχαίον απλούν», στην προπτωτική κατάσταση. Κι έμεινε στον άνθρωπο, που βαφτίζεται Ορθόδοξα, μονάχα μια τάση προς την αμαρτία σαν κατάλοιπο της κακοποιημένης από την παράβαση φύσεως του.
Εδώ θα έπρεπε να σημειωθεί, ότι η σωτηρία του κόσμου με την Ανάσταση του Χριστού, επεξετάθη και σ’ όλη την κτίση, αφού «χαράς τα πάντα πεπλήρωται, της αναστάσεως την πείραν ειληφότα». Αλλά όπως στον άνθρωπο έμεινε σαν κατάλοιπο της πτώσεώς του η κλίση προς την αμαρτία, έτσι και «πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν», αφού κι αυτή, κατά τους θεολόγους Πατέρας, είχε μετάσχει των συνεπειών της πτώσεων του βασιλέως της ανθρώπου. Και τώρα «περιμένει και η κτίση να ελευθερωθεί από τη φθορά, όταν τα τέκνα του Θεού αποκατασταθούν στην ελευθερία της δόξας τους» (Ρωμ. η’, 19-21).


Αναγκαίες διευκρινήσεις

Όταν ο σοφός Γέροντας μου εξέθετε τη θεολογία της Σαρκώσεως και τις συνέπειές της, πάλι τον ρώτησα να μου εξηγήσει, γιατί στο συγκεκριμένο θέμα των σεισμών παρεμβάλει θεολογικά στοιχεία, που φαίνονται άσχετα και ενδέχεται να κουράσουν τον αναγνώστη;
Και μου έδωσε την εξής απάντηση: Νομίζετε, αγαπητέ αδελφέ Θ., ότι λέω πράγματα άσχετα με το περιορισμένο θέμα σας; Βέβαια, ήταν δυνατό να δοθεί ολιγόλογη απάντηση: Σεις λέτε, ότι οι σεισμοί είναι άσχετοι με την Πρόνοια και την αγάπη του Θεού; Κι εμείς απαντάμε, όχι, έχουν αμεσώτατη σχέση. Αλλά με αυτό τον τρόπο δεν δείχνουμε αγάπη προς τους πλανωμένους. Χρειάζεται θεολογική θεμελίωση η ορθή και αληθινή άποψη της Εκκλησίας. Αλλωστε έγινε δεκτό, ότι απευθύνεσθε σε ένα μωσαϊκό αντιλήψεων και νομίζω, ότι πρέπει να έχετε υπόψη σας, ότι και πιστοί και θεολογούντες και θεολόγοι ακόμη, υπό την επίδραση της υλόφρονος «σεισμολογίας», αποκλείουν τον Θεόν ως αιτία άμεση ή έμμεση των σεισμών και των άλλων καταστροφικών φαινομένων, που ονομάζονται, ορθώς υποθέτω, θεομηνίες ή θεήλατες μάστιγες.
Αν λοιπόν, αδελφέ Θ., δεν ανατρέξουμε στη θεολογία, που αντικατοπτρίζει τον Θεόν και τις ενέργειές Του, τις σχέσεις Του με τους ανθρώπους, όπως διαμορφώθηκαν κάπως διαφορετικά στην Καινή Διαθήκη σε σχέση προς την Παλαιά και δεν υπογραμμισθεί, ότι με το Αίμα του Χριστού έχουμε αγορασθεί –«τιμής ηγοράσθητε» (1 Κορ. ς’, 20)- και ότι δεν ανήκουμε στον εαυτό μας –«ουκ εστέ εαυτών» (1 Κορ., ς’, 19)- είναι αδύνατο να σκεφτόμαστε Ορθόδοξα για κάθε πρόβλημα που έχει σχέση με τον Θεό και τον άνθρωπο.
Πρέπει, έλεγε ο Γέροντας, να συνειδητοποιήσουμε, ότι από τη Θυσία του Χριστού επάνω στο Σταυρό και την πανένδοξη Ανάστασή Του, από τη χάρη που παίρνουμε στο Βάπτισμα και τη μετοχή μας στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, η ελευθερία μας να κάνουμε ότι θέλουμε έχει περιορισθεί στο ελάχιστο, για να μην μπω ότι την κατάργησε η αγάπη του Χριστού.


Διάλογος με το Χριστό

Δηλαδή, παρετήρησα τότε, ο χριστιανός δεν είναι ελεύθερη προσωπικότης;
- Είναι, αδελφέ Θ., απάντησε ο Γέροντας, αλλά η ελευθερία του οφείλει να δουλώνεται στο θέλημα του Χριστού. Αφού είναι αγορασμένος με θεϊκό αίμα, πως μπορεί να κάνει ότι θέλει; Την ελευθερία δεν την έχει να κάνει ότι θέλει, αλλά για να έχει την δυνατότητα να την υποτάσσει στα πόδια του Χριστού, που καρφώθηκαν γι’ αυτόν. Με αλλά λόγια, αφού ο Χριστός λύτρωσε τον άνθρωπο από τον τύραννό του με τόσης ασύλληπτης αξίας τίμημα - λύτρο, του λέει: Σε αγόρασα με το αίμα Μου. Τώρα ανήκεις ολοκληρωτικά σ’ Εμένα. Εγώ βέβαια δεν έχω ανάγκη να σε έχω δούλο -είμαι ανενδεής,- αλλά η ζωή σου, η μακαριότης σου, η αθανασία σου εξαρτώνται ακριβώς από την δουλεία σου. Αλλά όταν η ψυχή σου φτάσει στο «κατά φύσιν», δεν θα έχει το αίσθημα της δουλείας, αλλά της ελευθερίας, θα θέλει με πόθο τη δουλεία, γιατί σ’ αυτή μέσα θα βρίσκει την ελευθερία της, τη χαρά της, τη λύτρωσή της, την ευτυχία της, οπότε δεν είσαι πλέον δούλος, άνθρωπε, αλλά και φίλος μου και αδελφός μου.
Αλλά θα με ρωτήσεις –συνεχίζει ο Χριστός– γιατί σε εξαγόρασα; Είναι σαν να ερωτάς΄ γιατί σ’ εδημιούργησα; Απαντώ΄ από αγάπη, για να σε κάμω κοινωνό και συμμέτοχο στη δόξα μου και την αιώνια μακαριότητά μου. Σε έπλασα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» μου για να είσαι ένα εντελώς πολυτιμώτατο ον, κτήμα αναφαίρετο δικό μου. Αλλά ίσως πάλι με ερωτήσεις: γιατί με έπλασες; μ’ ερώτησες αν ήθελα να υπάρχω; ή αφού με έπλασες, γιατί δεν με αφήνεις ελεύθερο να κάμω ότι θέλω; Θα μου απαντήσεις, ότι με αγόρασες κι έτσι, σαν δούλος, δεν μου αναγνωρίζεις το δικαίωμα να ζω όπως θέλω. Γιατί δεν με αφήνεις να κάνω ό,τι μ’ ευχαριστεί;
- Τα ερωτήματά σου -απαντάει ο Χριστός- φανερώνουν, ότι η ψυχή σου είναι άρρωστη. Εάν ήταν υγιής, θα σου ενέπνεε άλλες σκέψεις. Γιατί η υγεία της ψυχής, ο φωτισμός της από το Αγιο Πνεύμα, θα γεννούσαν χαρά, ευχαριστία, ευγνωμοσύνη, δοξολογία και αδιάλειπτες στροφές λατρείας στο δημιουργό της. Αφού η ψυχή θα κολυμπούσε σε μια ανέκφραστη ηδονή από τις θεϊκές ενέργειές μου, πως δεν θα φτερούγιζε ερωτικά γύρω από το πρόσωπό μου, όπως η πεταλούδα γύρω στο φως;
Αν ο νους σου, παιδί μου, έπαιρνε φως από το Αγιο Πνεύμα, δεν θα ρωτούσες γιατί σε έπλασα, ούτε γιατί δεν σ’ ερώτησα αν ήθελες να υπάρχεις. Θα το καταλάβαινες και θα μ’ αγαπούσες με μια πύρινη αγάπη, που θα σε δυνάμωνε να θυσιάζεσαι για μένα ευχαρίστως κάθε ημέρα, αφού θα αισθανόσουν την υπέρτατη αίσθηση της ευδαιμονίας από την ενότητά μας΄ εγώ εντός σου κι εσύ εντός μου. Το ότι πάλι μου μιλάς μ’ αυτό τον τρόπο, που φανερώνει την εκτροπή της ψυχής από την περιοχή της χάρης μου, αποδείχνει ότι σε αφήνω ελεύθερο τόσο, όσο να μπορείς να ενεργείς ελεύθερα μέσα στα πλαίσια των αδιόρατων περιορισμών που σου θέτω, για να μη χαθείς με την ορμή σου προς εκείνα που σ’ ευχαριστούν, αλλά μέσα τους όμως κρύβουν το θάνατό σου...


Η αξία του είναι

Αυτά τα τελευταία που είπατε, Γέροντα, διέκοψα, δεν αποτελούν αντίφαση; Τί θα πει ελευθερία μέσα σε πλαίσια αδιόρατων περιορισμών;
- Μη ξεχνάτε αδελφέ Θ., ότι το θέμα της ηθικής ελευθερίας και της σχέσεώς της με την χάρη είναι από τα πλέον πολύπλοκα. Αλλά θα προσπαθήσω να γίνω όσο το δυνατό σαφέστερος.
Ο πλασματικός διάλογος του Χριστού με τον άνθρωπο, παρουσιάζει ένα επαναστατημένο κατά του Θεού δυστυχισμένο πλάσμα, που ρωτούσε διαμαρτυρόμενο με αναισχυντία, γιατί να το δημιουργήσει και γιατί δεν το αφήνει ελεύθερο. Αλλά το ναυαγισμένο αυτό πλάσμα δεν μπορεί να εκπροσωπεί όλο το ανθρώπινο γένος. Σ’ όλες τις γενεές υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, που δε ρωτάνε, ούτε διαμαρτύρονται για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, ευγνωμονούν, το Θεό γιατί υπάρχουν. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, είναι δίκαιο να στερηθούν δισεκατομμύρια ανθρώπων από κτίσεως κόσμου μέχρι συντελείας των αιώνων, την αιώνια μακαριότητα, επειδή από δική τους υπαιτιότητα χάνονται επίσης δισεκατομμύρια ψυχές; Αλλωστε, νομίζετε, ότι είναι μικρότερη τραγωδία η ανυπαρξία από την εν αθλιότητι ύπαρξη; Εάν υπήρχε δυνατότης να ερωτήσει κανείς τις «εν βασάνοις» ψυχές, αν προτιμούσαν να εξαφανισθούν και να πέσουν στο μηδέν –απ’ όπου γεννήθηκαν– τί φρονείτε ότι θα απαντούσαν;
- Νομίζω, είπα, ότι θα περιήρχοντο σε κατάσταση αμηχανίας, σε δίλημμα. Γιατί φαντάζομαι κι εγώ ότι η ύπαρξη, με όλες τις θλίψεις της, είναι προτιμότερη από την ανυπαρξία, έστω και μέσα στην κόλαση.
- Είμαστε σύμφωνοι, παρετήρησε ο Γέροντας. Αφήνω τώρα το ζήτημα, ότι η κόλαση είναι το έσχατο στάδιο μιας σφαλερής πορείας του ανθρώπου, συνεχώς από το Θεό παιδαγωγουμένου να αλλάξει κατεύθυνση, γι’ αυτό και υπεύθυνου, κι έρχομαι στο πρόβλημα της παιδαγωγίας, που αυτόματα ανακύπτει άλλο σοβαρό πρόβλημα΄ της ελευθερίας του ανθρώπου. Παρακαλώ, αδελφέ Θ., εντείνετε την προσοχή σας και παρακολουθήστε τη σκέψη μου, που ελπίζω ότι ερμηνεύει τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Εάν ο Θεός είναι δημιουργός του ανθρώπου, κι αν τον παράγει, με το δημιουργικό Του πρόσταγμα από το μηδέν της ανυπαρξίας, στο είναι της υπάρξεως, για να τον κάμει κοινωνό της αιώνιας δόξας Του, –επειδή είναι το τελειότερο ον της σοφία και της αγαθότητός Του– και αν, ακόμα, είναι αντικείμενο της θεϊκής αγάπης Του, όπως τεκμηριώνεται τόσο πειστικά στην Σταυρική Θυσία Του, τότε δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε, ότι ο Θεός παρακολουθεί με ασύλληπτη από μας πατρική στοργή τον άνθρωπο, από τη στιγμή που γεννιέται μέχρι τον σωματικό του θάνατο - για να παραλείψω το γεγονός, ότι μας γνωρίζει όχι μόνο «όντας εν τη οσφύι του πατρός μας», αλλά και προαιωνίως;
- Είναι διδασκαλία της Εκκλησίας όσα είπατε, διέκοψα, αφού και Αγγελο φωτεινό έχουμε φύλακα από τότε που βαπτιζόμαστε στο όνομα της Αγίας Τριάδος και στο ζωηφόρο θάνατο του Χριστού.


Παιδευτικές παραχωρήσεις

Η στοργή και η αγάπη του Θεού εκδηλώνονται με ποικίλες μορφές, ανάλογα με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις, συνέχισε ο Γέροντας. Αλλοιώς συμπεριφέρεται ο Θεός στον δίκαιο κι αλλοιώς στον ρέποντα στις αμαρτίες. Είναι βέβαια, ένα απέραντο θέμα το πως διαμορφώνονται στην ψυχή οι ροπές, η προαίρεση, οι διαφέρουσες ικανότητες διακρίσεως του καλού από το κακό, ο βαθμός έλξεως της ψυχής από τις πολύμορφες αμαρτίες και τις πολύμορφες αρετές. Γίνεται πάντως φανερό, ότι τους μεν φορείς αγαθής προαιρέσεως, που έχουν σαν γνώμονα της ζωής τους την φωτισμένη συνείδησή τους, ο Θεός, παιδαγωγεί κατά τρόπο που να τους αυξάνει τις αρετές, την ταπείνωση, την αγάπη κτλ., ώστε να γίνονται και πιο δεκτικοί των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Τους δε φορείς αποκλίσεων προς τις διάφορες αμαρτίες μεταχειρίζεται σαν γιατρός τον άρρωστο με τα ανάλογα οδυνηρά φάρμακα. Και ενώ στους καλοπροαίρετους, ο Θεός, βρίσκει σύμφωνη εκ προτέρου τη διάθεση για αύξηση των αρετών κι επομένως δεν επηρεάζει την ελευθερία τους, αντίθετα στους κακοπροαίρετους, επιτρέποντας διαφόρους πειρασμούς και θλίψεις, κατά ένα τρόπο, που διασώσει τη δικαιοσύνη του Θεού, τους επηρεάζει την ελευθερία τους, πράγμα που μόλις φαίνεται, γιατί επηρεασμός δεν θα πει καταναγκασμός, οπότε αίρεται η ελευθερία τελείως.
- Δηλαδή, Γέροντα, είπα, έτσι συνδυάζεται η διατήρηση της ελευθερίας με τους αδιόρατους περιορισμούς, που θέτει ο Θεός χάρη του πλάσματός του και περιορισμοί πρέπει να νοηθούν οι παραχωρούμενοι πειρασμοί;
- Ακριβώς, απάντησε ο Ησυχαστής. Φαντασθήτε, αδελφέ Θ., τον Θεόν σαν πατέρα γεμάτο αγάπη, να παρακολουθεί το παιδί του σ’ όλες τις λεπτομέρειες της ζωής του, να το κατευθύνει προς το αγαθό, να το αποτρέπει από το κακό και να μη του δίνει καν την αίσθηση μιας δυναστεύουσας την ελευθερία του παρουσίας... Σκυμμένον επάνω στο πολύτιμο παιδί του να του δείχνει αδιόρατα την πνευματική του τροφή, το σωστό δρόμο και να του θυμίζει συνεχώς ότι είναι παιδί του Θεού και πρέπει μόνο σ’ αυτόν να κατευθύνεται, γιατί γι’ αυτόν μοναχά πλάστηκε, μ’ αυτόν μόνο συγγενεύει, αυτός είναι ο μόνος υπάρχων, κι έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτα άλλο από ματαιότητα, οδύνη, σκοτάδι, χάος, θάνατον αιώνιον. Και όταν, παρά ταύτα, αντί να στρέφεται προς τον Πατέρα του, ελκύεται από το δέλεαρ του σατανά και των αθλίων παθών, ο Θεός με την ίδια αναλλοίωτη αγάπη του επιτρέπει να υφίσταται κάποιους οδυνηρούς πειρασμούς, που οι άγιοι Πατέρες ονομάζουν παιδευτικές παραχωρήσεις ή επιφορές. Οι παιδευτικές παραχωρήσεις έχουν τη θέση φαρμάκων και είναι ανάλογες σε μορφή και οδυνηρότητα με το είδος της αρρώστειας και τη σοβαρότητά της. Εξ αυτού, προκύπτει, ότι η από αγάπη του Θεού παιδαγωγία ενεργεί ανασταλτικά στις πραττόμενες αμαρτίες, αν φυσικά δεν αντιδρά ο αμαρτάνων, οπότε χρησιμοποιούνται δριμύτερα φάρμακα έως ότου ή συνεργεί με το Θεό για τη θεραπεία του ή εγκαταλείπεται στο «έλεος» των δαιμόνων, αλλά και τότε ο Θεός καθορίζει τα όρια του βασανισμού του ανθρώπου.


Οι δαίμονες και η δύναμή τους

Στο σημείο αυτό ρώτησα τον Γέροντα΄ ποιός είναι ο ρόλος των δαιμόνων, πώς ενεργούν επάνω στον χριστιανόν; Ενεργούν μόνοι τους αυθαίρετα ή κατόπιν αδείας του Θεού και μέχρι ποιου σημείου φθάνει η κακοποιός δράση τους; Γιατί αθέλητα πήγε ο νους μου σε κάποιους παληούς αιρετικούς, που επρέσβευαν, ότι ο Θεός είναι ο αίτιος των κακών στον κόσμο.
- Αδελφέ Θ., είπε ο Ησυχαστής, γνωρίζετε καλά από την διδασκαλία της Εκκλησίας, ότι η δύναμη του διαβόλου εξασθένησε τόσο πολύ με την Θυσία τη Σταυρική και την Ανάσταση του Χριστού, ώστε να γίνεται παίγνιο των χριστιανών, όπως ήδη σας εξέθεσα. Βέβαια, η κακοποιά διάθεση ή μάλλον η παγίωση στο κακό του σατανά δεν μετεβλήθη. Έχασε μόνο την κυριαρχία επάνω στον χριστιανό άνθρωπο. Η κακότης του, οι μεθοδείες του, ο φθόνος του για τον χριστιανό παραμένουν αμετάβλητα. Καταργήθηκε «ο το κράτος έχων του θανάτου», αλλά «η πάλη ημών είναι προς τις αρχές και εξουσίες του σκότους». Η αδυναμία του είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη δύναμη εκάστου χριστιανού και η δύναμή του προσδιορίζεται από την αδυναμία μας. Είναι ανίσχυρος ο διάβολος, όσο εμείς βρισκόμαστε υπό την σκέπη της χάρης, μέσα στη χάρη, όσο είναι μέσα μας η χάρη και τη διατηρούμε με τη μνήμη του Θεού, με την ταπείνωση και την αγάπη, με την αδιάλειπτη προσευχή και τον καθαρό βίο. Όταν απομακρυνόμαστε όμως από το Χριστό με την αμέλεια, τη ραθυμία, τους πονηρούς λογισμούς, τα πάθη, τις αμαρτίες, τότε μπαίνουμε στο δαιμονικό κύκλωμα. Οπότε; Ο δαίμονας χωρίς να είναι ισχυρός, φαίνεται σαν ισχυρός και δυνάστης. Και όσο βρισκόμαστε κάτω από την επιρροή του, τόσο σκοτιζόμαστε, ρυπαινόμαστε, πληγωνόμαστε και γινόμαστε «ημιθανείς», σαν εκείνο που κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ στην Ιεριχώ. Αλλά ο φιλάνθρωπος Πατέρας μας δεν αφήνει τον σκοτεινό εχθρό του να κακοποιεί το πλάσμα Του, χωρίς ελπίδα ανανήψεως. Το έργο των δαιμόνων είναι να πολεμούν τους ανθρώπους όλους, αλλά κυριώτατα αυτούς που έχουν τις προϋποθέσεις σωτηρίας, δηλαδή τους έχοντας «σφραγίδα Θεού ζώντος», τους βαπτισμένους, που είναι μέλη της Εκκλησίας. Υπάρχει μία παρα-ορθόδοξη θεωρία, που ισχυρίζεται ότι ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, από το γεγονός της υπάρξεως των δαιμόνων, οι οποίοι, αν δεν ματαιώνουν ολοκληρωτικά το έργο του Θεού, όμως προκαλούν αναμφιβόλως φθορά!
Η αντίληψη αυτή, τόνισε ο Γέροντας, είναι στη βάση της άσοφη για τον απλούστατο λόγο, ότι αν ο Θεός ήθελε να καταδικάσει σε ανυπαρξία τους δαίμονες θα το πραγματοποιούσε σε χιλιοστό στιγμής, όπως συνέβη και με την «σαν αστραπή» πτώση τους από τον ουρανό. Η μη καταστροφή των δαιμόνων είναι βέβαια ένα από τα μυστήρια της θείας σοφίας, που τώρα ποτέ δεν θα καταλάβουμε εμείς οι σαρκοφόροι. Λένε όμως κάποιοι θεολόγοι Πατέρες, πως ο Θεός τους αφήνει στην ύπαρξη γιατί σέβεται την ελευθερία τους. Πάντως η Ορθόδοξη διδασκαλία δέχεται υποθέτω τον διάβολο υπηρέτη του Θεού. Ενώ δηλαδή κατάργησε ο Χριστός την δύναμή του, τον άφησε να δρα σαν αρνητικό στοιχείο μέσα στο χώρο της οικονομίας Του για την σωτήρια των ανθρώπων. Είναι ένα είδος κακού διακόνου, που ενώ δεν είναι εντεταγμένος στις τάξεις του Θεού, αθέλητα υπηρετεί τον Θεόν. Όπως το κατάλοιπο της πτώσεως, η αμαρτητική κλίση, αφέθηκε από τον Θεό για να συμβάλει στη σωτήρια των πιστών, έτσι αφέθηκε και ο τέως πολυδύναμος σατανάς άνευρος, αδύναμος, δουλικά τρέμων τους αγίους και τους Αγγέλους, για να συντελεί, άθελά του, στην αγιοποίηση και αγγελοποίηση των ανθρώπων. Αυτός από την καθ’ έξη κακότητά του ορμάει κατά των χριστιανών, αλλά τα όρια του πολέμου και το βαθμό της κακώσεως τα καθορίζει ο Θεός κατά λόγον δικαιοσύνης, προς το συμφέρον της ψυχής.

Πηγές και βοηθήματα πειρασμών
...


«Όταν δε ιδής πόλιν επικατασεισθείσαν»

Να τι λέγει αδελφέ Θ., ο Μ. Βασίλειος στο λόγο του, «ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός»: «...Κάθε κακό δεν είναι κακό. Κακά είναι οι αμαρτίες΄ κακά δεν είναι όσα μας προκαλούν οδύνη στο σώμα, όπως είναι οι αρρώστειες και τα τραύματα του σώματος, η φτώχεια, οι ταπεινώσεις, οικονομικές ζημίες, θάνατοι συγγενών, τα οποία ενεργεί (κατά παραχώρηση) προς το συμφέρον της ψυχής ο σοφός και αγαθός Κύριος. Ο οποίος αφαιρεί τον πλούτο από αυτούς που τον μεταχειρίζονται αμαρτωλά, για να καταστρέψει έτσι το μέσο του κακού. Παραχωρεί αρρώστειες, σ’ αυτούς που συμφέρει να είναι το σώμα τους δεμένο με τις νόσους, παρά να είναι ελεύθερο για ν’ αμαρτάνει. Παίρνει με θάνατο εκείνους, που τους συμφέρει ο θάνατος παρά η παράταση της ζωής. Επίσης, προκειμένου να σταματήσει ο Θεός τις εκτεταμένες αμαρτίες, φέρνει πείνα, ξηρασίες, κατακλυσμιαίες βροχές, που αποτελούν μάστιγες κοινές πόλεων και ολόκληρων εθνών…..».
Ο Μ. Βασίλειος, συνέχισε ο Γέροντας, παραλληλίζει το Θεόν με τον γιατρό: « Και οι δυο ενεργούν ευεργετικά στους αρρώστους. Κι ενώ τον γιατρό, που θεραπεύει τα σώματα, ονομάζεις ευεργέτη και τον πληρώνεις μάλιστα, αντίθετα κανείς, όταν δεις να καταρρέει μια πόλη επάνω στους κατοίκους της από σεισμό ή ένα πλοίο να καταποντίζεται με τους επιβάτες του΄ τότε σπεύδεις να βλασφημήσεις τον αληθινό γιατρό και σωτήρα... Γιατί όταν η ασθένεια καταντήσει ανίατη, τότε είναι συμφέρουσα η αλλοτρίωση του μέλους που πάσχει για να μη μεταδοθεί και στ’ άλλα. Αυτό συμβαίνει και με τον αφανισμό των πόλεων, που ξεπέρασαν κάθε μέτρο αμαρτίας...».
Αφού, συνέχισε ο Γέροντας, ο Μ. Βασίλειος υποστηρίζει ότι και όλα τα δεινά των πολέμων έρχονται σύμφωνα με τη δίκαιη κρίση του Θεού, για να τιμωρηθούν οι αμετανόητα αμαρτάνοντες, ερωτά: «ή συ ήθελες να μη κατακαούν τα Σόδομα, ύστερα από τις πανάθλιες εκείνες αμαρτίες; ή να μη καταστραφούν τα Ιεροσόλυμα, ούτε να ερημωθεί ο ναός μετά το φρικτό και άθλιο παραλογισμό των Ιουδαίων κατά του Κυρίου;…». Βλέπετε, αδελφέ Θ., ότι και τα ατομικά δεινά και οι κοινές και καθολικές συμφορές δεν είναι άσχετες με το θέλημα του Θεού, είπε ο Γέροντας, αλλά τα πάντα κατευθύνονται κατά την δίκαιη και φιλάνθρωπη κρίση Του; Βέβαια, εκείνος που δεν παραδέχεται, ότι το μόνο κακό είναι η αμαρτία, τα δε άλλα λυπηρά είναι απλώς τα φάρμακα για την αναίρεση της αμαρτίας, επόμενον είναι να θρηνεί για τη στέρηση εξωτερικών αγαθών, αδιαφορών για την ωφέλεια της ψυχής. Όλοι οι άγιοι Πατέρες τα αυτά λέγουν με τον ουρανοφάντορα Βασίλειο, ο οποίος επαναλαμβάνει: «Οι αρρώστειες των πόλεων και των εθνών, οι ξηρασίες και οι αφορίες της γης, όπως και οι ατομικές θλίψεις ανακόπτουν την αύξηση των κακών. Αυτά τα ήδη των μη πραγματικών κακών ενεργούνται από το Θεό, για ν’ αναιρέσουν την ενέργεια των αληθινών κακών, που είναι οι αμαρτίες. Επομένως ο Θεός αναιρεί το κακό (που είναι η αμαρτία) αλλά το (όντως) κακό δεν κατάγεται από το Θεό. Όπως ο γιατρός που δεν εισάγει την νόσο, αλλά αφαιρεί την νόσο από το σώμα. Οι αφανισμοί των πόλεων, οι σεισμοί και οι νεροποντές, οι καταστροφές στρατευμάτων και τα ναυάγια και όλες οι πολυάνθρωπες συμφορές, που ενεργούνται από τη γη, από τη θάλασσα, από τον αέρα, από τη φωτιά ή από οποιαδήποτε αιτία, γίνονται για τον σωφρονισμό των επιζώντων από το Θεό, που με εκτεταμένες μάστιγες ανακόπτει την πάνδημη αμαρτωλότητα...


«Εάν μη μετανοήσητε... απολείσθε»

Στο σημείο αυτό είχα ρωτήσει τον άγιο Γέροντα να μου πει τη γνώμη του, γιατί ο Θεός παρεχώρησε αυτή την παιδαγωγική θλί­ψη στη Θεσσαλονίκη κι' όχι σε άλλη πόλη της Ορθοδόξου Ελλάδος;

— Αδελφέ ευλογημένε Θ., απάντησε, δεν επιτρέπεται σ' εμάς να ερευνούμε τα θεία κρίματα, αλλά να δοξάζουμε τον Θεό και ακόμα μέσα στις παιδαγωγικές επεμβάσεις του από την αγάπη, που έχει για μας. Είναι αρκετό να ξεύρουμε, ότι ο Θεός μας αγαπάει με ασύλλη­πτη αγάπη και σαν στοργικώτατος πατέρας, χρησιμοποιεί στον κατάλληλο καιρό τα κατάλ­ληλα παιδευτικά μέσα για το καλό όλων των παιδιών του. Επειδή ο Θεός είναι αγάπη, ό,τι κάνει, όσο κι' αν είναι πικρό σ' εμάς, είναι προς το συμφέρον μας.
Ρωτάτε, γιατί ο Θεός διάλεξε τη Θεσσαλονίκη για την χειρουργική του επέμβαση, συνέχι­σε ο Γέροντας. Εδώ θα μπορούσα να απαν­τήσω με τον λόγο του Κυρίου προς τους Ιου­δαίους΄ «εκείνοι οι δέκα και οκτώ, εφ' ούς έπεσεν ο πύργος εν τω Σιλωάμ και απέκτεινεν αυ­τούς, δοκείτε ότι ούτοι οφειλέται εγένοντο πα­ρά πάντας τους ανθρώπους τους κατοικούντας εν Ιερουσαλήμ; Ουχί, λέγω υμίν, αλλ' εάν μη μετανοήσητε, πάντες ομοίως απολείσθε» (Λουκ. 13, 4—5). Όταν, λοιπόν, ο Θεός παραχωρεί διάφορες παιδευτικές θλίψεις σε μια αμαρτωλή πόλη, δεν ρωτάει κανείς, γιατί επιλέγεται αυτή και όχι μια άλλη που είναι εξ ίσου αμαρτωλή; Την εξήγηση την έδωσε ήδη ο Κύριος. Παιδεύ­εται προς μετάνοια και η ίδια η αμαρτάνουσα πόλη, αλλά και ειδοποιούνται συγχρόνως όλοι οι αμετανόητα αμαρτάνοντες. Βέβαια, συμπλή­ρωσε ο σοφός Ησυχαστής, η εξήγηση της σεισμογένειας του εδάφους και εν προκειμένω της λίμνης Βόλβης, είναι απαραίτητη για τους μη πιστεύοντες σε Θεό. Όπως για τους ημίπιστους είναι ικανοποιητική η ερμηνεία, ότι αφ' εαυτής εξεγείρεται η κτίση κατά των αμαρτανόντων ανθρώπων. Οπότε ο Θεός, που από αγάπη παι­δαγωγεί στον κατάλληλο χρόνο με τα ανάλογα μέσα, πρέπει να περιμένει την άλογη φύση να διαμαρτυρηθεί όσο θέλει και όποτε θέλει κατά της αμαρτίας! Πόσο ανόητο! Κατά βάση δε διαφωνούμε με την επιστήμη σε ό,τι έχει σχέση με σεισμογενείς περιοχές, που φυσικά παρουσιάζουν ηυξημένη «ευαισθησία» και σείουν τις πλησιόχωρες πόλεις. Η διαφωνία μας αρχίζει από τό­τε, που οι σεισμοί ανεβαίνουν απειλητικά την κλίμακα Ρίχτερ και  προκαλούν  καταστροφές. Γιατί οι επιστήμονες, μη αναγνωρίζοντες το Θεό ως παράγοντα αποφασιστικό, ακολουθούν την αιτιοκρατική ερμηνεία τους, αν και οι στατιστι­κές των, στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, αν­ετράπησαν. Οι πιστοί όμως δεχόμαστε, ότι η α­πελευθέρωση ηυξημένων ενεργειών των φυσι­κών φαινομένων, γίνεται με το θείο βούλημα, το ίδιο που κρατάει όλη τη δημιουργία σε αρ­μονική ισορροπία. Αλλ' ευτυχώς, που ο Θεός άνοιξε το στόμα ενός Τούρκου επιστήμονος... Η Γραφή είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγμα­τα!..

Αχ, αδελφέ, στέναξε ο Γέροντας, είμαστε βυθισμένοι μέσα στην απιστία και γυμνοί από την αίσθηση της αγάπης και της εγγύτητος του Θεού και δεν το αισθανόμαστε. Γι' αυτό και ε­πιτρέπουμε στον εαυτό μας να ερμηνεύει τα πάντα χωρίς συστολή και χωρίς επιφύλαξη, ε­νώ παράλληλα χάσαμε την αίσθηση της αμαρ­τίας και αγιότητας. Και φυσικό είναι να αναρωτιώμαστε: είναι δυνατό ο Θεός να καταστρέ­φει ανθρώπους και πόλεις, να προκαλεί θρήνους και πανικό, να κατεδαφίζει σπίτια και να δημι­ουργεί ατέλειωτα δράματα; Κι' υστέρα ποιές και πόσες είναι οι αμαρτίες μας, ώστε να χρειαζόμαστε μετάνοια ή παιδαγωγικές μάστιγες; Αλλά και τα παιδιά μας και τα νήπια τί φταί­νε να υποφέρουν στο ύπαιθρο μακρυά από τις ε­στίες τους;

Αλλά τί να πούμε, τί απόκριση να δώσει κα­νείς, συνέχισε ο Γέροντας, σ' αυτούς τους γε­μάτους αγνωσία αδόκιμους λόγους; Νομίζω ότι οι σκεπτόμενοι με αυτή την λογική, βρίσκον­ται μέσα σε πηχτό και ψηλαφητό πνευματικό σκοτάδι, αφού δεν βλέπουν την τρομακτική α­ποστασία από το Θεό, που αποτελεί τον λόγο έκτακτης παιδευτικής παρεμβάσεώς του. Εάν αδιαφορούσε για το ότι βρισκόμαστε στο κύ­κλωμα της σατανικής αμαρτίας, αυτό θα σή­μαινε ότι δεν έχει αγάπη στα παιδιά του, ότι δεν προνοεί για τη σωτηρία μας. Η απιστία, αδελφέ, είναι μια τύφλωση. Πώς κανείς θα δει το Θεό, που βρίσκεται τόσο κοντά μας, όταν εί­ναι τυφλός; Ή πώς θα καταλάβει κανείς τι εί­ναι αμαρτία, όταν δεν έχει γευθεί την αρετή, που καθαρίζει τα μάτια τής ψυχής, κι' έτσι βλέπουν τον Θεό; Και αν μέτρο για όλα είναι ο Θεός, εκείνος που δε γνώρισε το Θεό «γνωστώς», πώς μπορεί να έχει μέτρο για τα θεία και τ' ανθρώ­πινα;..

Χωρίς αγάπη και παντοδυναμία, Θεός δεν υπάρχει

Ο Θεός, λοιπόν, είναι για τον άνθρωπο ένας Ήλιος, που φωτίζει και θερμαίνει και μετέχεται έτσι η ενέργειά Του. Κι ενώ τον φυσικό ήλιο μπορεί κανείς αν θέλει να τον αποφύγει, όμως την ευεργετικότητα των ακτίνων του Ηλίου – Θεού κανείς δεν μπορεί να αποφύγει. Και αυτό είναι το άφατο μεγαλείο του Θεού μας΄ ότι όσο και να μεταβάλλεται ο άνθρωπος σ’ όλες τις μορφές του κακού, ο Θεός όμως παραμένει αμετάβλητος, αυτός που είναι: Αγάπη. Γι’ αυτό και θέλει και τα πλάσματά του να γίνουν αμετάβλητα στο αγαθό, ευλογούντα τους καταρωμένους, αγαπώντα τους εχθρούς των, αγαθοποιούντα τους μισούντας και προσευχόμενα υπέρ των  βλαπτώντων και καταδιωκόντων αυτά, όπως ο Πατέρας τους ο ουράνιος «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε’, 45).
Και τώρα τίθεται φυσιολογικώτατα το ερώτημα: είναι δυνατό να συμβαίνουν στους πιστούς μεμονωμένα, ομαδικά και σε έκταση πόλεων, μεγαλουπόλεων και εθνών διάφορα «δυστυχήματα», θλιβερά γεγονότα μέχρι συμφορών σ’ όλη την κλίμακά τους ερήμην του Θεού; Γιατί αν γίνει δεκτό, ότι τα πάντα ενεργούνται ή μέσα στο χώρο της αιώνιας διαλεκτικής του δαιμονικού πολέμου, της άρρωστης φύσεως, του ανταγωνισμού και της συγκρούσεως των ανθρώπων ή στο περιθώριο μιας άλογης φύσεως, ατίθασης από την «πτώση», που «συστενάζει και συνωδίνει» κ.λ.π., τότε ανακύπτει λογικά, στα πλαίσια της πίστεως, το συντριπτικό ερώτημα: Τί λείπει από το Θεό; Μήπως η αγάπη; Μήπως η παντοδυναμία; Αν ο Θεός πάσχει από ατέλειες, τί Θεός είναι; Αλλά δόξα στην άπειρη αγαθότητά Του, δόξα στην παντοδυναμία Του, δόξα στην αγάπη Του, που, σαν άκτιστες ενέργειες, ενεργούν αδιάλειπτα στην μεν γη σε ποικίλες παιδαγωγικές μορφές ή μετέχονται κατ’ αναλογία από τους αξίους΄ στον δε Παράδεισο, σαν άκτιστο θείο φως και στην Κόλαση σαν βασανιστική φωτιά. Ο ίδιος αναλλοίωτος Θεός, μετεχόμενος και γευόμενος σύμφωνα με την ποιότητα των αισθήσεων της ψυχής.

Επιλεγόμενα
Η εξασθένηση της πίστεως των Ορθοδό­ξων Χριστιανών μας, σε μεγάλη κλίμακα, κα­θιστά προβληματική τη στάση τους στα εκδηλώματα του Θεού. Σε παρελθούσες εποχές τα πράγματα ήσαν πιο φυσικά, απλά και αλη­θινά. Η με απλότητα πίστη του λαού μας προς την παντοδυναμία και παναγαθότητα του Θε­ού, δεχότανε τα διάφορα δεινά και τις θεήλατες μάστιγες σαν παιδαγωγικές ενέργειες τον Θεού προς τα αγαπημένα παιδιά Του, που έ­φευγαν από κοντά Του.
Τώρα, που «εψύγη η αγάπη των πολλών δια το πληθυνθήναι την ανομίαν», είναι προ­βληματικό να μιλήσει κανείς, συνδέοντας τους σεισμούς με το Θεό και τις από αγάπη ενέρ­γειές Του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κινδυνεύεις να προκαλέσεις όχι απλώς ειρωνείες, αλ­λά και αγανάκτηση και βλασφημίες. Όταν η ψυχή χάσει την επαφή της με το Θεό για ό­λα είναι ικανή, όπως βλέπουμε όμοια περίπτω­ση΄ «Και εβλασφήμησαν τον Θεόν του ουρανού εκ των πόνων αυτών... και ου μετενόησαν εκ των έργων αυτών» (Αποκ. 16, 11).
Οι άνθρωποι βέβαια πάντοτε αμάρταναν, αν όχι και σε τόση έκταση, αλλά μετανοούσαν. Τώρα θεμελιώνουν τις αμαρτίες και θεωρητι­κά, οπότε δεν υπάρχει ελπίδα μετανοίας. Το θέαμα του λαού της Θεσσαλονίκης, σε ευρεία έκταση, υπήρξε απογοητευτικό. Φαίνεται ότι δεν κατάλαβε τίποτε η μαστιχθείσα γη της Θεσσαλονίκης. Και εκείνο που έγινε αισθητό, ήταν μια σπουδή για επάνοδο στον πρώτο ρυθ­μό της, απαράλλακτα. Η Εκκλησία καλεί σε μετάνοια, αλλά οι καρδιές των πολλών «επαχύνθησαν».
Η τραγωδία βρίσκεται κυρίως στο γεγο­νός, ότι ο σατανικός μηχανισμός, που λειτουρ­γεί υπό μορφή πολιτισμού στην Ορθόδοξη Ελλάδα, ξαναβρήκε το ρυθμό του στη Θεσσα­λονίκη, οπότε οι σεισμοί και οι αγωνίες, που γεννούσαν κάποια ελπίδα αυτοκριτικής, κατε­βαίνουν στο βυθό του υποσυνειδήτου σαν κά­ποιο δυσάρεστο και εφιαλτικό όνειρο! Κι' έ­τσι ζούμε άνετα στην ψευδαίσθηση άλλου α­πατηλού ονείρου, χωρίς να υποπτευόμαστε ότι έχουμε αλλοτριωθεί από το ελληνορθόδοξο ή­θος και ότι εχάσαμε την ευγένεια της εθνικής υποστάσεώς μας, «μιγέντες τοις έθνεσι».
Και τώρα έχουμε πάλι ανάγκη χριστιανικής κατηχήσεως και απολογητικής, ένα έργο ε­ξαιρετικά δύσκολο, αφού οι κατηχούμενοι τε­λούν υπό τις επιδράσεις αρνητικών ρευμάτων, που ματαιώνουν έτσι τις προσπάθειες. Γι' αυ­τό, μαζύ με το έργο τής Εκκλησίας, φροντί­ζουμε να εκθέσουμε τις πηγές, τις ρίζες, τις αρχές τής μόνης αληθινής χριστιανικής πί­στεως, ώστε να είναι δυνατή η διδασκαλία τής Σαρκώσεως του Θεού - Λόγου και να εξηγεί­ται η αναγκαιότης του Σταυρού και της Α­ναστάσεως.
Επίσης εκρίθη απαραίτητο να υπομνησθούν τιμωρητικές ενέργειες του Θεού, όταν είχε ε­ξαφανισθεί πλέον και η τελευταία ελπίδα με­τανοίας, για να θεμελιωθούν επάνω στην ιε­ρή Ιστορία οι παιδευτικές έκτακτες παρεμβάσεις του Θεού.
Αλλωστε η συνεχής παιδαγωγία του Θεού επάνω στον εκλεκτό λαό του Ισραήλ και οι προφητικές προαγγελίες μελλοντικών δεινών του, παραχωρουμένων προς μετάνοια, τεκμη­ριώνουν την σχέση του Θεού, στις ενέργειές Του, με τις διάφορες εθνικές συμφορές, μετα­ξύ των οποίων και οι σεισμοί, προαναγγελόμενοι! (Πρβλ. Ιώβ 9, 5 - 10. Αμώς 9, 5. Ναούμ 1, 5. Ησαΐας 13, 13΄ 24, 19-20. Ιερεμίας 23, 19΄ 28, 29).
Η Σάρκωση του Κυρίου ανοίγει νέα περίο­δο στις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο, ο οποίος επανέρχεται πλέον στην πρώτη δόξα του, αγοράζεται, καθαρίζεται, φωτίζεται, νουθετείται, σώζεται, γίνεται κατοικητήριο της Αγίας Τριάδος. Έτσι ο άνθρωπος αποβαίνει πολυτιμώτατο πλάσμα του Θεού, για το οποίο φροντίζει με ασύλληπτη στοργή. Στους τρό­πους εκδηλώσεως αγάπης χάρη της σωτηρίας του, ο Θεός χρησιμοποιεί και την παιδευτική του ράβδο. Στα παιδευτικά μέσα, σε κλίμακα ευρεία, είναι και οι σεισμοί, νόσοι, φυσικές α­νωμαλίες, ποικίλοι πειρασμοί, αιχμαλωσίες, πόλεμοι, λιμοί, ξηρασίες κ.λ.π.
Τόσο, βέβαια, οι σεισμοί, όσο και άλλες μορ­φές φυσικών ανωμαλιών, που προκαλούν ζη­μίες, θανάτους, τραυματισμούς κ.λ.π. αποτε­λούν φαινόμενα φυσικά, που σε μια ισόρροπη λειτουργία τους αποβαίνουν ευεργετικά για τη ζωή. Ο παράγων, που ανατρέπει την ισορρο­πία της λειτουργίας των φυσικών φαινομέ­νων, είναι ο Θεός, κατά την διδασκαλία της Εκκλησίας. Κι' αυτό, όπως ήδη εσημειώθη, ενεργείται από την αγάπη του Θεού για να διεγείρει τα παιδιά του σε «εργασία των εντο­λών του».
Στις ενέργειες της Προνοίας του Θεού, φαίνεται πως καταπιέζεται ή επηρεάζεται η ελευθερία του ανθρώπου. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο εκτίθενται ενδεικτικά τα όρια των σχέσεων Θεού και ελευθερίας του ανθρώπου, όπως και η αξία του είναι.
Επειδή δε θίγεται το πρόβλημα των ποικί­λων πειρασμών, που παραχωρούνται με παι­δευτικό σκοπό από το Θεό, ήταν απαραίτητο να καθορισθεί η θέση του διαβόλου και τα ό­ρια της κακοποιού δράσεώς του, που τελικά, από ορθή αντιμετώπιση των πειρασμών απο­βαίνουν ωφέλιμοι, αφού χάρη ωφελείας επι­τρέπονται από το Θεό. Κυρίως διατυπώνεται η αλλαγή σκηνικού, σε ό,τι αφορά στο σατανά και τη δύναμή του. Γιατί πραγματικά, μετά την Ανάσταση του Χριστού, ο μεν άνθρωπος έγινε δυνατώτερος, ο δε σατανάς ασθενέστε­ρος. Κι' αυτό, πάλι κατ' αναλογία με την συμπεριφορά του ανθρώπου, απέναντι στο Λυτρωτή Χριστό.
Πάντως είναι πολύ διαφωτιστική η προσ­φυγή στα κείμενα που υποδεικνύονται στο κεφ. 18 του βιβλιαρίου, ως προς τη φύση, το σκοπό και τη λειτουργία των πειρασμών. 0ι δε λόγοι των Αγίων Πατέρων στις περι­πτώσεις καθολικών συμφορών, μας χαρίζουν την σωστή και ζωοποιό και σώζουσα ερμη­νεία, που στηρίζεται, βέβαια, στην ατράντα­χτη αυθεντικότητα των Αγίων Γραφών.
Ο Ησυχαστής, που υπέδειξε τα απαραίτη­τα στοιχεία για το θέμα μας, εισάγει στο τέ­λος ένα θεολογικό ογκόλιθο΄ όχι απλώς την α­γάπη του Θεού — που και δεν καταλαβαίνουμε πολλές φορές, αλλά και τείνει να γίνει ένα τετριμμένο είδος, από την επιπολαιότητα με την οποία σκεφτόμαστε για την κορυφαία «α­ρετή» του Θεού — αλλά εισάγει την Πρόνοια του Θεού, σαν ερωτική εκστατική κίνηση προς όλη την κτίση, που έλκει ερωτικά τα όν­τα προς εαυτόν και έλκεται από αυτά, κατά τη Μυστική Θεολογία της Ορθοδοξίας.
Με την ανάδειξη, λοιπόν, της ερωτικής α­μοιβαίας κινήσεως Θεού και όντων σαν κυρι­άρχου σχέσεως, αναιρείται κάθε φανταστική εκδοχή, ότι η κτίση είναι παραδομένη σε ψυ­χρούς νόμους (Καρτέσιος), ή ότι άγεται και φέρεται κατά υλιστική ντετερμινιστική νομο­τέλεια, ή πάλι, κατά την ημίπιστη άποψη, ότι η κτίση «συστενάζουσα» και «συνωδίνουσα» κ.λ.π. εκδηλώνει με αγριότητα τις ιδιοτροπίες της!
Γι’ αυτό και υποστηρίζεται με το βιβλιαράκι αυτό, ότι «χωρίς αγάπη και παντοδυναμία, Θεός δεν υπάρχει», και ότι η απόδοση των τρο­μακτικών σεισμών της Θεσσαλονίκης στην ά­λογη φύση, οδηγεί κατ' ευθείαν στην αμφι­σβήτηση της παντοδυναμίας και της άπειρης αγάπης του Θεού, τις διαστάσεις των οποίων έζησαν οι Αγιοι Πατέρες. Και με την εν Αγίω Πνεύματι πείρα αυτή έμαθαν «δια μακα­ρίου πάθους» τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών και «ερεύνησαν τα βάθη του Θεού».
Ας παρακαλούμε τον Θεόν να «φωτίσει το σκότος» μας, για να τον γνωρίσουμε περισσό­τερο και να τον αγαπήσουμε, οπότε θα μάθου­με πόσο μας αγαπάει. Και τότε θα τα μάθουμε όλα. Έως ότου όμως γίνει αυτό, οφείλουμε να προσφεύγουμε στους Αγίους Πατέρας μας, που, σαν σκεύη του Αγίου Πνεύματος, μας διδάσκουν το συμφέρον της ψυχής μας και μαρτυρούν για την απερίγραπτη αγάπη του Θεού προς όλη τη δημιουργία του.



Γ΄ΕΚΔΟΣΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΗΛΙΩΤΗ
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ
Σολωμού 3, Τ.Κ. 10683