Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

Μάνης Χρυσόστομος: «Ο γέροντας Ιάκωβος ο Τσαλίκης – Ο σύγχρονος όσιος».


Του Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ’

Μορφή αγία υπήρξε ο αείμνηστος γέροντας Ιάκωβος, φωτεινός φάρος της νεότερης πνευματικής ζωής στον ελλαδικό χώρο. Γέροντας γνήσιος, αληθινός όχι σύμφωνα με τα κριτήρια του κόσμου τούτου αλλά σύμφωνα με τα κριτήρια του Θεού. Δεν θα ήταν υπερβολή να υπογραμμίσουμε, ότι το πνευματικό ανέβασμα της ορθόδοξης πνευματικότητας στην νεοελληνική κοινωνία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στο ευωδιαστό άνθος της παρουσίας του γέροντος Ιακώβου.

Πηγή : Ενοριακή ζωή

Ο π. Ιάκωβος (Τσαλίκης) γεννήθηκε το 1920 στο Λεβίδι της Μ. Ασίας (κωμόπολη απέναντι από την Ρόδο) από πτωχούς γονείς, αλλ᾿ ευλαβείς. Με την Μικρασιατική καταστροφή η μητέρα του πήρε τον δρόμο της προσφυγιάς και ήλθε στην Ελλάδα με τον π. Ιάκωβο μικρό παιδί μόλις δύο ετών. Το 1925 εγκαθίσταται όλη η οικογένεια στο χωριό Φαράκλα της Εύβοιας όπου και μαθαίνει τα εγκύκλια γράμματα. Όλα τα χρόνια της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας τα διήλθε ζώντας πραγματικά μία γνήσια χριστιανική ζωή. Το 1952 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια πρεσβύτερος. 
Στην Ιερά Μονή του Οσίου Δαυΐδ στη Λίμνη Ευβοίας εξελέγη Ηγούμενος το 1975 και παρέμεινε εκεί μέχρι την οσιακή κοίμησή του στις 21 Νοεμβρίου 1991. Ήταν χαρακτηριστικό ότι κατά την ώρα της ταφής χιλιάδες λαού που είχαν έλθει από όλα τα μέρη της Ελλάδος αναφωνούσαν τρεις λέξεις ως λαική χορωδία «Άγιος, Άγιος, Άγιος». Αυτό σημαίνει πολλά. Δεν πέρασαν πολλές δεκαετίες και έπειτα από την τηρηθείσα υπό της Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος κανονική τάξη, το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε και κατέταξε στο αγιολόγιο της Εκκλησίας τον γέροντα Ιάκωβο. Η εορτή του καθορίσθηκε η 22α Νοεμβρίου.
Ο όσιος Ιάκωβος απλούς, ταπεινός, γαλήνιος άνθρωπος της προσευχής, της καταλλαγής και της αφοσίωσης στο θέλημα του Θεού, διεμόρφωσε χωρίς να το επιδιώξει κλίμα ευλάβειας και βαθειάς ευσέβειας. Όσοι τον γνώρισαν βοηθήθηκαν πολύ στην πνευματική τους ζωή. Μα και όσοι δεν τον γνώρισαν, αλλά άκουσαν γι᾿ αυτόν, προσκύνησαν στον τάφο του και διάβασαν το βίο του, δεν έμειναν αδιάφοροι. Η πνευματική του φυσιογνωμία τους άγγιξε, το ήθος του τους δίδαξε, η μορφή του ζέστανε στις καρδιές τους.
Η ζωή του γέροντα εκεί στην Εύβοια στο μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, του αγαπημένου του αγίου, ήταν πολύ απλή και μοναδική. Αυτή όμως η απλότητα και η μοναδικότητα έκρυβαν ένα μυστήριο. Έκρυβαν το ιερό μυστήριο που βίωνε ο γέροντας με την αγία του κατά πάντα ζωή. Πόσες και πόσες φορές δεν τον είδαν οι πιστοί γονατιστό μπροστά η δίπλα στην Αγία Τράπεζα, να είναι όλος δάκρυα, εξαγνισμένος και μεταρσιωμένος, αφοσιωμένος στον Κύριόν του και Θεόν, στον Ηγαπημένο Νυμφίο της Εκκλησίας! Και ο γέροντας έμοιαζε με επίγειο άγγελο η με ουράνιο άνθρωπο.

Αλλά δεν διακρινόταν μόνον ως λειτουργός του Υψίστου. Ήταν έξοχος πνευματικός πατέρας, κοντά στον οποίο πολλοί άνθρωποι οικογένειες ολόκληρες και μάλιστα νέες οικογένειες βρήκαν πνευματική καθοδήγηση, ειρήνη στην ψυχή τους, λύση στα προβλήματά τους, και ένοιωσαν αληθινές στιγμές πνευματικής αναβάσεως. Οι παραινέσεις του ήταν βάλσαμο παρηγορίας, γραμμή πλεύσεως, ηθικό στήριγμα, απαλλαγή πειρασμών, εγγύηση αγιοπνευματικής ζωής. 
Από παντού, επειδή ήταν τόσο γνωστός, κατέφθαναν στο κελί του εκατοντάδες άνθρωποι, για να δούν τον γέροντα, να του μιλήσουν, να εναποθέσουν τα προβλήματά τους, ν᾿ ανοίξουν την ψυχή τους, να τον συμβουλευθούν, να εξομολογηθούν και να ευλογηθούν. Γι᾿ αυτό και ο π. Ιάκωβος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο γέροντας που θήτευσε στην αδιάκοπη μετά δακρύων λατρεία του Θεού και στην άδολη και πλούσια διακονία των συνανθρώπων του. Η φράση του «με συγχωρείτε» και «αν θέλει ο όσιος Δαβίδ» ήταν κάθε λεπτό στα χείλη του. Το ήρεμο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Η αγάπη προς όλους ανεξαιρέτως πηγαία, εκφραστική, δημιουργική, προφητική.
Από το βιβλίο του καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στυλιανού Παπαδοπούλου που έγραψε για τον π. Ιάκωβο, αξίζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα που αναφέρεται στη χειροτονία του:
«Στη Μονή δεν υπήρχε ιερέας να λειτουργήσει τακτικά. Ο Νικόδημος είχε πληροφορήσει το μητροπολίτη Χαλκίδας, τον αγαθό επίσκοπο Γρηγόριο, για το νέο μοναχό και τις αρετές του και αποφασίστηκε να τον χειροτονήσουν. Ο Ιάκωβος τ᾿ άκουσε με λαχτάρα και φόβο πολύ. Η ψυχή του έκλαιγε για την ιερωσύνη. Έκλαιγε όμως και από επιθυμία και από φόβο. Του᾿ρχότανε ν᾿ αγκαλιάσει την ιερωσύνη και να πεθάνει γι᾿ αυτήν, μα τρόμαζε και τον έπιανε πανικός τώρα που πλησίαζε η ώρα.
Στις 17 του Δεκέμβρη κατέβηκε στη Χαλκίδα. Την άλλη μέρα ο Μητροπολίτης τον χειροτόνησε διάκονο, στο εκκλησάκι της Αγίας Βαρβάρας. Τον κάλεσε αποβραδύς και του εξήγησε:
–Έλα, παιδί μου Ιάκωβε. Εσύ δεν ξέρεις πολλά γράμματα, είσαι όμως ευσεβής, γι᾿ αυτό θα σε χειροτονήσω…
Στις 19, την άλλη μέρα, στο παρεκκλήσι του επισκοπείου, του έδωσε και την ιερωσύνη. Μετά μίλησε ο Γρηγόριος. Μίλησε και είπε λόγια περίεργα, για τους οσίους και τους αγίους της Εκκλησίας. Είπε στους λίγους παρισταμένους για τις αρετές του νέου ιερέα, του Ιακώβου, που είχε σκυμμένο το κεφάλι. Είπε ακόμα και στον ίδιον ένα λόγο προφητικό.
–Και συ παιδί μου, θ᾿ αγιάσεις. Να συνεχίσεις με τη δύναμη του Θεού και θα σε ανακηρύξει άγιο η Εκκλησία.
Τα φοβερά τούτα λόγια περάσανε πάνω από τα κεφάλια και κανείς δεν φάνηκε να τα πρόσεξε. Ο γέρο-επίσκοπος Γρηγόριος όμως ήξερε τι έλεγε, τι τον έβαζε το Άγιο Πνεύμα να πεί. Ο νέος ιερέας έκανε Απόλυση και μοίρασε το αντίδωρο. Πρώτη πήρε η αδερφή του Αναστασία, όπως το είχε πεί πεθαίνοντας η μητέρα τους. Μετά ο μητροπολίτης ζήτησε από τον Ιάκωβο να κάνει αγιασμό στην κατοικία του και στην κατοικία της αδερφής του. Ο Ιάκωβος δίσταζε, ντρεπότανε… μα έκανε υπακοή και «άγιασε» τον επίσκοπό του.
Την ίδια μέρα πήρε το δρόμο για τη Μονή της μετανοίας του, την οποία, παρά το χάλι της δε θα εγκαταλείψει ποτέ.
Μόλις επέστρεψε στη Μονή, λειτουργούσε κάθε μέρα. Έκανε όλες τις Ακολουθίες, Εσπερινό, Απόδειπνο, Μεσονυκτικό, Όρθρο, Ώρες, και μετά τη Λειτουργία… συνήθως μόνο με τον αγαθό Ευθύμιο. Η Λειτουργία μόνο τις καθημερινές, τουλάχιστον τρεις-τέσσερις φορές την εβδομάδα. Γιατί τις Κυριακές είχε εντολή από τον μητροπολίτη να λειτουργεί στα χωριουδάκια Δαμνιά, Παληοχώρι, Καλαμούδι και Δρυμώνα».
Δύο περιστατικά από την ζωή του π. Ιακώβου παραθέτουμε ακόμη από το βιβλίο του αειμνήστου πρωτοπρεσβυτέρου π. Δημητρίου Τζούμα, Αρεοπαγίτου ε.τ. και πνευματικού τέκνου του γέροντος:
«Κάποιο απόγευμα, τον επεσκέφθη στην Μονή ένας χωρικός της περιοχής, μεγάλης ηλικίας, ο οποίος του είπε: «Έμαθες τα νέα Γέροντα; Ποια νέα βρε; Δεν έμαθες ότι κόψανε τις ελιές από το κτήμα της Μονής στο γυαλό και κάνανε καμίνι; Και ρίξανε πάνω στους κομμένους κορμούς χώμα για να μην φαίνονται. Όχι δεν έμαθα, αλλά ποιος τις έκοψε; Ξεύρω κι εγώ Γέροντα, ρώτησε στο χωριό να μάθεις».
Στενοχωρήθηκα πολύ, κύριε Δημήτρη μου, και δεν ήξερα τι να κάνω· καλόγερος άνθρωπος να τρέχω στις αστυνομίες και τα αγρονομεία, να κάνω μηνύσεις και δικαστήρια. Είναι αυτά πράγματα για μένα; Πάνω στην απελπισία μου σκέφθηκα τον Όσιο Δαβίδ, ιδρυτή και προστάτη της Μονής. Έτρεξα στην εκκλησιά και μπροστά στην εικόνα του, όπως ήμουν ταραγμένος, του είπα τα εξής λόγια: Άκουσε, Όσιε Δαβίδ· όπως ξεύρεις, εγώ ούτε σπίτι έχω, ούτε οικογένεια, ούτε κτήματα. Όσα είχα τα χάρισα σε συγγενείς και φίλους· άφησα τα πάντα και ήρθα εδώ να Σε υπηρετήσω και Σε υπηρετώ με δοκιμασίες, στερήσεις και χίλιους πειρασμούς και προβλήματα, τα ξεύρεις… Άκουσε λοιπόν. Σε παρακαλώ, αυτόν που έκοψε τις ελιές από το κτήμα σου, να μου τον φέρεις εδώ, σε 24 ώρες το αργότερο. Διαφορετικά ούτε καντήλι θα Σου ανάψω, ούτε θα Σε λιβανίσω. Άκουσες; Και σηκώθηκα και έφυγα πολύ στενοχωρημένος. Τι άλλο μπορούσα να κάνω;
Την άλλη ημέρα το απόγευμα και ενώ ετοιμαζόμαστε για τον Εσπερινό, ευρισκόμενος έξω από το καθολικό της Μονής, 20 περίπου μέτρα μακρυά, βλέπω να μπαίνει, από την εξωτερική πόρτα, στην αυλή, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος, αγρότης, κακοντυμένος, ο οποίος με το κεφάλι κάτω, βλέποντας προς το έδαφος, ερχόταν προς εμένα. Εγώ, μόλις τον είδα, αμέσως είπα μέσα μου: Αυτός είναι που έκοψε τις ελιές από το κτήμα της Μονής και ο Όσιος Δαβίδ μου τον έφερε, πριν περάσουν 24 ώρες, όπως του το είπα.
Όταν με πλησίασε, μου λέγει: Πατέρα Ιάκωβε, θέλω να σου μιλήσω και να σου πω κάτι. Τι να μου πείς βρε; Να, πως εγώ έκοψα τις ελιές από το κτήμα της Μονής στο γυαλό. Και γιατί τις έκοψες βρε; Είναι σωστό να κόβομε τα δένδρα από τα ξένα κτήματα; Έχει δίκιο πατέρα Ιάκωβε, δεν είναι σωστό, αλλά τι να κάνω; Είχα μεγάλη ανάγκη για τα παιδιά μου. Εσύ είσαι άγιος άνθρωπος· τι; Θα με πας στο Αγρονομείο και την Αστυνομία φαμελίτη άνθρωπο; Θα με πας στα Δικαστήρια; Όχι, εγώ δεν θα σε πάω στην Αστυνομία και τα Δικαστήρια, όμως ο Αγρονόμος της Λίμνης, που έμαθε το γεγονός, κάνει ανακρίσεις. Μπορώ εγώ να τον σταματήσω, αφού ενήργησε μόνος του από υπηρεσιακό καθήκον (αυτεπαγγέλτως); Δεν μπορείς να τον σταματήσεις, μπορείς όμως να με βοηθήσεις, όχι εμένα, τα 5 ανήλικα. Μετά 3 μήνες έγινε το Δικαστήριο στο Αγρονομείο της Λίμνης, για αγροτική φθορά. Πρώτος και μόνος μάρτυς εξητάσθη ο π. Ιάκωβος με διαβεβαίωση της ιερωσύνης του. Ο οποίος ουδέν επιβαρυντικό κατέθεσε διά τον κατηγορούμενο. Αυτός, όμως, ωμολόγησε την πράξη του και εζήτησε συγγνώμη από τον π. Ιάκωβο. Το δε Δικαστήριο τον κατεδίκασε σε χρηματικό πρόστιμο 300 δραχμών, το οποίον, αθορύβως και με διάκριση, κατέβαλε ο π. Ιάκωβος. Έτσι απέφυγαν ο κατηγορούμενος τον εγκλεισμό του στη φυλακή, διότι δεν είχε χρήματα να πληρώσει το πρόστιμο και τα 5 ανήλικα την στέρηση της προστασίας του πατέρα τους».
—«Άλλοτε πάλι η πάθηση του στομάχου του π. Ιακώβου ήταν σε έξαρση. Και οι γιατροί του Κρατικού Νοσοκομείου Χαλκίδος του συνέστησαν να κάνει εγχείρηση.
-Που λες κ. Δημήτρη μου Κυριακή απόγευμα έπρεπε να εισαχθώ στο Νοσοκομείο. Ας είναι καλά οι πατέρες· ετοίμασαν τη βαλίτσα κι έβαλαν μέσα τα ρουχαλάκια μου. Πριν αναχωρήσω, δεν έπρεπε να αποχαιρετήσω και τον Όσιο Δαβίδ; Πήγα λοιπόν στην εκκλησία, στην εικόνα του στο τέμπλο και του λέγω: «Γέροντα την ευλογία σου. Ξεύρεις πηγαίνω για εγχείρηση στομάχου στο Νοσοκομείο της Χαλκίδος. Καλοί και άξιοι, όπως λένε, οι ιατροί-χειρούργοι του Νοσοκομείου της Χαλκίδος, αλλά είναι άνθρωποι. Γι᾿ αυτό Σε παρακαλώ νάρθεις κι εσύ να παραστείς στην εγχείρηση, να με βοηθήσεις. Αλλά άκουσε, δεν θάρθεις μόνος. Θα περάσεις να πάρεις και τον άλλον από το Προκόπι· καταλαβαίνεις ποίον εννοώ, τον Άγιο Γιάννη τον Ρώσσο, ναρθείτε κι οι δύο στο νοσοκομείο κατά την εγχείρηση». Έκανα το σταυρό μου, ασπάσθηκα τις εικόνες κι έφυγα.
Μπήκα στο Νοσοκομείο Κυριακή βράδυ και την μεθεπομένη έγινε η εγχείρηση, από ομάδα ιατρών, αναισθησιολόγων, νοσοκόμων, αφού προηγουμένως με ύπνωσαν. Πόση ώρα κράτησε η εγχείρηση δεν γνωρίζω. Μου είπαν ώρες. Όταν συνήλθα βρέθηκα στο δωμάτιό μου και τριγύρω γιατροί, νοσοκόμοι και 2 μοναχοί από τον Όσιο Δαβίδ. Συζητούσαν, έλεγαν αστεία και γελούσαν, προφανώς για να μου δημιουργήσουν καλή διάθεση. Εκείνη την στιγμή βλέπω στην Ν.Δ. γωνία του δωματίου μου δύο ρασοφόρους-μοναχούς, υψηλούς με ολοκαίνουργια ράσα, άσπρα γένεια και χαμογελαστούς. Κατάλαβα αμέσως πως ήταν ο Όσιος Δαβίδ και ο Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος, που τους είχα παρακαλέσει. Οπότε λέγω στους Πατέρες και τους ιατρούς· παρακαλώ μη γελάτε· δεν βλέπετε τους Αγίους στην γωνία; Γύρισαν, αλλά δεν είδαν κανένα. Αυτά δεν τα βλέπουν όλοι. Προφανώς είπαν «ο π. Ιάκωβος υπό το κράτος της ναρκώσεως φαντάζεται αγίους». Αλλά εγώ ήξερα καλά και τι έβλεπα και τι έλεγα».
Απ’αυτή την αγία μορφή σαγηνεύτηκαν άνθρωποι και άνθρωποι, μικροί και μεγάλοι, μορφωμένοι και ολιγογράμματοι, επιστήμονες, δικαστές και απλοί βιοπαλαιστές. Και αυτό γιατί ήταν ο άξιος ποιμένας του λαού του Θεού. Στη σύγχρονη κοινωνία μας μόνο τέτοιες άγιες μορφές μπορούν να σπάσουν την πλαστή διαμόρφωση της ζωής και μόνο γέροντες προφητικοί, όπως ο γέροντας της Εύβοιας, μπορούν να δώσουν το άλλο πνευματικό μέγεθος της γνήσιας ζωής.