Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2019

Για τα μάτια της Κυριακής..



ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΓΑΠΕΣ.
της Στέλλας Αναγνώστου-Δάλλα
Γράφω με πόνο για όλα τα μάτια που έτσουξαν στο Σύνταγμα την Κυριακή, για όλες τις φωνές που δεν ακούστηκαν, για τις σημαίες που αναδιπλώθηκαν πρόωρα.  Για όλα τα αθώα μάτια τα νεανικά, τα μεσήλικα, τα γεροντικά, τα παιδικά, που στάθηκαν εκεί με αξιοπρέπεια, και θέλησαν μόνο να δείξουν πως αγαπούν την Πατρίδα τους και πως την θέλουν ακέραιη.


Πώς αντιστρέφονται καμμιά φορά οι όροι!  Πώς γίνεται να στρέφεται το κράτος ενάντια στον πολίτη, ενάντια δηλαδή σ’ αυτόν ακριβώς που οφείλει να προστατεύει, που υφίσταται ακριβώς για να τον προστατεύει;  Δεν μπορώ παρά να συμπεράνω, πως όταν γίνεται αυτό, εφ’ όσον ο Λαός μένει πάντα Λαός, αυτό που έχει αλλάξει είναι το κράτος.  Το κράτος έχει φύγει από το πλευρό του, έχει σταθεί απέναντί του και τον πολεμά.  Κι εφ’ όσον το κάνει αυτό, εφ’ όσον δεν είμαστε πιά ένα σώμα και μια ψυχή, τότε τίνος είναι τώρα πια το κράτος που άλλοτε θεωρούσα δικό μου;  Πού πήγε αυτή η «δύναμη» που θεωρούσα δική μου;  Ποιος είναι αυτός που στέκεται τώρα απέναντί μου;  Ως πού μπορεί να φθάσει;

Σαν χείμαρρος ξεπηδούν στη μνήμη μου λόγια που έχει προφέρει η Εκκλησία μας μέσα από στόματα ζωντανά και κεκοιμημένα, στόματα φλογερά, ψυχωμένα, λόγια που μιλούν για την αγάπη του Θεού, της Πατρίδας, και της οικογένειας.  Δεν μου μίλησε ποτέ για την αγάπη στο χρήμα, τη δόξα, την τρυφή, τη δύναμη, την επιτυχία, ή ο,τιδήποτε άλλο.  Η Εκκλησία, εκείνη που στεκόταν πάντα δίπλα μου, στους πιο σκληρούς διωγμούς, στις πιο μεγάλες σκλαβιές, εκείνη που δεν βρέθηκε ποτέ απέναντί μου να με προδώσει ή να με πονέσει, μόνο γι’ αυτές τις αγάπες μου μιλάει.  Μόνον αυτές μου διδάσκει να προστατεύω, πότε τη μια, πότε την άλλη, πότε και τις τρεις μαζί.  Γιατί, τελικά, δεν ξεχωρίζονται η μια από την άλλη.  Όπου χωρεί η μια, χωρούν όλες.  Όπου ζεί η μια, ζούν όλες.  Ένα σύνολο αξεχώριστο, σαν την Αγία Τριάδα.

Λίγα μέτρα πιο πέρα από ‘κεί που σταθήκαμε τόσοι και τόσοι την Κυριακή, εκεί στον βράχο της Πνύκας, είχε σταθεί πολλούς αιώνες πριν, ο Απόστολος Παύλος.  Στάθηκε μπροστά στους συντοπίτες μας, ανθρώπους δύσπιστους, διαβρωμένους από χρόνια παρακμής, υλισμού, μηδενισμού, ηγεμονισμού, και φιλοσοφίας (λίγο-πολύ σαν κι εμάς σήμερα), και τι τους είπε;  Ότι ο Θεός έκανε όλους τους ανθρώπους αδέλφια από τη φύση τους, κι όμως τους έκανε να ζουν σ’ άλλους καιρούς και σ’ άλλους τόπους, κι ότι τους άπλωσε σ’ ολόκληρη τη Γη, όμως έδωσε για τον καθένα όρια χρόνου για να ζήσουν, και μια συγκεκριμένη Πατρίδα, «τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών» (Πράξ. 17,26-27).  Κι ότι μ’ αυτόν τον τρόπο, μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, έκρινε ο Θεός «ότι θα μπορούσαμε καλύτερα να Τον ψάξουμε, να Τον ψηλαφήσουμε και να Τον βρούμε, Αυτόν που ήδη βρίσκεται δίπλα μας χωρίς να Τον βλέπουμε».

Τα πλαίσια αυτά υπάρχουν για να οδηγούν στον Θεό.  Κι ο Θεός υπάρχει και είναι δίπλα μας, για να μας οδηγήσει στην αιώνια χαρά.


Το πλαίσιο του χρόνου, το ορίζει και το προστατεύει η οικογένεια.  Οι πριν από μένα, οι μετά από μένα, οι μαζί μ’ εμένα, είναι από τον Θεό τόσο σημαντικοί όσο ο ίδιος μου ο εαυτός, διευρύνουν τον χρόνο μου στο διηνεκές.  Μέσα στην οικογένεια, η σωτηρία όλων είναι υπόθεση όλων.
Το πλαίσιο του τόπου, το ορίζει η Πατρίδα.  Αυτή είναι η «οροθεσία της κατοικίας», αυτή είναι το δεύτερο που μου χρειάζεται για να ψηλαφήσω και να πιάσω το χέρι του Θεού.  Αλλοιώς δεν γίνεται.  Δεν ξέρω το γιατί, ο Θεός ξέρει.  Μου αρκεί όμως που ξέρω το τι.

Ξέρω πως όλοι μας αναζητούμε την αγάπη της οικογένειας, αυτής που είχαμε, αυτής που φτιάχνουμε, αυτής που ακολουθεί.  Όλοι επιζητούμε τη σχέση που θα οδηγήσει σ’ αυτήν, ή εκείνη που θα την υποκαταστήσει.  Καμμιά φορά μετρούμε και τον ίδιον τον Θεό με τα μέτρα αυτής της ανθρώπινης αγάπης…

Ξέρω πως όλοι μας έχουμε μέσα μας την αγάπη της Πατρίδας.  Μια μυρωδιά, ένας ήχος, μια εικόνα που να μοιάζει του σπιτιού, της γειτονιάς ή του τόπου μας, κάνει αυτόματα την καρδιά μας να χτυπά πιο δυνατά.  Και τότε νοιώθουμε πιο ζωντανοί, ακόμη κι αν είναι από νοσταλγία.  Λες και νοιώσαμε ξαφνικά πως έχουμε κι εμείς ρίζες, άρα ζούμε.  Ζούμε χάρη σ’ εκείνον τον τόπο.  Ζούμε σέ εκείνον τον τόπο, έστω κι από μακρυά.  Ο δικός του αέρας ζωογονεί τους πνεύμονές μας μυστικά.

Την χρειαζόμαστε την Πατρίδα μας, και για να έχουμε οικογένεια, και για να χαιρόμαστε την Εκκλησία.  Τη χρειαζόμαστε για να συνεχίσουμε να έχουμε μιαν υπόσταση, τη δική μας προσωπική υπόσταση, και μ’ αυτήν να σκουντουφλάμε προς τον Θεό, ν’ απλώνουμε το χέρι μας να Τον αγγίξουμε.  Μια να Τον χάνουμε και μια να Τον βρίσκουμε, κρυμμένον μέσα σ’ αυτές τις τρείς μεγάλες αγάπες.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.