Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Τήρησον τας εντολάς


Ο πολιτισμός μας
θεωρεί τις εντολές
ηθικολογικές
και δεν θέλει να υπάρχει ηθική
και δέον γενέσθαι,
μόνο απρόσωποι νόμοι
ή εξυπηρέτηση
του ιδίου συμφέροντος.
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ένα από τα πιο  δύσκολα και την ίδια στιγμή πιο όμορφα παραγγέλματα του Χριστού στους ανθρώπους είναι και αυτό που ο Κύριος απευθύνει προς έναν πλούσιο νέο που θέλει να αποκτήσει την αιώνια ζωή. « Τήρησον τας εντολάς» (Ματθ. 19, 17). Τήρησε τις εντολές. Είναι μία προτροπή, η οποία έχει τον χαρακτήρα της εντολής. Και βεβαίως, είναι μία πρόταση ελευθερίας. « Ει θέλεις εισελθείν εις την ζωήν». Αν θέλεις να μπεις στη ζωή την αιώνια, τήρησε τις εντολές.
Αυτή η παραίνεση ελευθερίας κάνει τον λόγο του Χριστού να διαφέρει από τα ανθρώπινα παραγγέλματα, από τους ανθρώπινους νόμους και κανόνες. Οι άνθρωποι δεν αφήνουν περιθώριο ελευθερίας στην τήρηση των δικών τους νόμων. Είναι υποχρεωτικό να τηρηθούν, διότι αλλιώς δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία. Χωρίς νόμους και κανόνες ο καθένας θα κάνει ό,τι θέλει και η σύγκρουση θα επέλθει μοιραία. Οι νόμοι διαφυλάσσουν, έστω και με τεχνητό τρόπο, μία σχετική ενότητα στην κοινωνία, διαμορφώνουν ένα πλαίσιο στο οποίο ο καθένας μπορεί να κινηθεί και κάνουν όλους να γνωρίζουν τι τους περιμένει εφόσον δεν τηρήσουν τα όσα ορίζονται, ακόμη κι αν αυτά δεν φαίνονται δίκαια. Όμως οι εντολές του Χριστού απευθύνονται σε ελεύθερους ανθρώπους. Μιλούν στην προαίρεση της καρδιάς και ο στόχος τους δεν είναι εγκόσμιος, αλλά η είσοδος στη ζωή την αιώνιο, στη βασιλεία των ουρανών.
Πηγή : Συνοδοιπορία

Αυτό δε σημαίνει ότι η παραίνεση του Χριστού, εάν δεν τηρηθεί, δεν θα έχει και συνέπειες. Μόνο που αυτές θα έρθουν μετά την έξοδο του ανθρώπου από αυτόν τον κόσμο, διότι, όσο ζει ο άνθρωπος, έχει το περιθώριο της μετανοίας, της επιστροφής δηλαδή στη σχέση με το Θεό και το θέλημά Του. Διότι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της θεϊκής προτροπής. Αυτός που τηρεί τις εντολές, δείχνει στον Θεό ότι θέλει να έχει σχέση μαζί Του. Και οι εντολές δεν έχουν τον χαρακτήρα της βελτίωσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αλλά της λύτρωσης της καρδιάς. Διότι οι εντολές στηρίζονται στην αγάπη και στην απεξάρτηση του ανθρώπου από ό,τι τον χωρίζει από τον Θεό. Και αυτό συνήθως είναι τα αγαθά. Το αίσθημα του «κατέχειν», το οποίο γεννά στον άνθρωπο εμπιστοσύνη στον εαυτό του και τον κάνει να μην στοχεύει στην αγάπη του Θεού, αλλά στη δική του αυτοθέωση. Τα αγαθά και τα συμπαρομαρτούντα τους, χαρίσματα, γνώσεις, θέση, δόξα, στόχοι, οικογένεια, χρήματα, πλούτος, δεν αφήνουν τον άνθρωπο να σκεφθεί και να συνειδητοποιήσει ότι όλα είναι παραχώρηση του Θεού, ενίοτε και για τον κόπο του ανθρώπου, αλλά είναι σίγουρα ευμετάβολα και όχι σταθερά. Διότι το μόνο σταθερό στη ζωή μας είναι η αγάπη του Θεού. Όσο ζει λοιπόν ο άνθρωπος, έχει την ευκαιρία, ακόμη και αν έχει εξαρτηθεί από τα κάθε λογής αγαθά, να επιστρέψει στην προτεραιότητα της σχέσης, της κοινωνίας με τον Θεό, να μετανοήσει. Αλλιώς, όταν θα έρθει η ώρα της κρίσης, τότε ο ίδιος ο άνθρωπος θα έχει επιλέξει την περαιτέρω ζωή χωρίς τον Θεό. Θα έχει παγιωθεί εντός του η ελεύθερη προτίμηση της δικής του αυτοθέωσης, με αποτέλεσμα στην αιωνιότητα να μην αναγνωρίζει τον Θεό, αλλά να εξακολουθεί να ζητά ως προορισμό του τις εξαρτήσεις του, τα αγαθά του και όλα τα συμπαρομαρτούντα τους, μόνο που ο θάνατος δεν θα του επιτρέπει να τα έχει, διότι αυτός διαρρηγνύει κάθε σχέση με το εδώ.
«Τήρησον τας εντολάς». Ποιες είναι αυτές; Έχουν να κάνουν με τον πλησίον. Ο Χριστός δεν θέλει από τον άνθρωπο να σκοτώνει, να αφαιρεί τη ζωή του άλλου, διότι η ζωή είναι το υπέρτατο αγαθό. Δεν σκοτώνουμε μόνο με τα όπλα και τη βία. Σκοτώνουμε και με το πνεύμα της εξουσίας εις βάρος του άλλου, όταν τον εξουθενώνουμε, όταν καταρρακώνουμε την αξιοπρέπειά του, όταν δεν σεβόμαστε ψυχή και σώμα, τα συναισθήματά του, την προσωπικότητά του, την ακεραιότητά του, όταν τον υποδουλώνουμε στις δικές μας επιθυμίες, όταν τον χρησιμοποιούμε προς ίδιον όφελος. Σκοτώνουμε όταν διαλύουμε εντός του το ήθος της ελπίδας έναντι του Θεού και των άλλων. Όταν διακηρύττουμε την αυτοθεοποίησή μας ή όταν χρησιμοποιούμε τις γνώσεις μας, τη θέση μας, τη δύναμή μας για να διακηρύξουμε με θράσος τον θάνατο του Θεού. Εντολή είναι το να μη μοιχεύουμε. Δηλαδή να σεβόμαστε την οικογένεια του άλλου και να μην προσβάλλουμε την τιμή και την αξιοπρέπεια, την ενότητα δύο άλλων ανθρώπων στο όνομα των δικών μας επιθυμιών, της δικής μας στήριξης, της δικής μας φιληδονίας. Εντολή είναι να μην κλέβουμε, να μην δηλαδή υφαρπάζουμε ό,τι ανήκει στους άλλους, όχι γιατί υπάρχει κάτι που ανήκει πραγματικά στον καθέναν, αλλά διότι και οι ανθρώπινες σχέσεις δεν μπορούν να ιδωθούν χωρίς σεβασμό στα όρια του άλλου. Ας αρκούμαστε στον κόπο μας και στις δυνατότητες και ευκαιρίες που ο Θεός επιτρέπει να έχουμε και ας μην στερούμε με την πλεονεξία μας από εκείνον αυτό που θα μπορούσε να έχει, για να επιβιώσει. Δεν είναι το κέρδος το παν, αλλά το μέτρο. Εντολή είναι να μην ψευδομαρτυρούμε, να μην χρησιμοποιούμε αθέμιτους τρόπους και λόγους προκειμένου να επικρατήσουμε του άλλου, να κερδίσουμε εις βάρος του, να υπερηφανευτούμε ταπεινώνοντάς τον, να μην αποκρύπτουμε δηλαδή την αλήθεια για τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις, στο όνομα του ιδίου συμφέροντος. Εντολή είναι η τιμή προς τους γονείς, διότι αυτοί είναι που μας έφεραν στη ζωή, λειτουργώντας ως συνεχιστές του έργου του Θεού, αυτοί είναι που με περισσότερη ή λιγότερη αγάπη μας έδωσαν την ευκαιρία να υπάρχουμε και, επομένως, να μπορούμε να γίνουμε μέλη της βασιλείας των ουρανών, ασχέτως των αποφάσεων της ζωής του, ασχέτως των όποιων συναισθημάτων τρέφουμε έναντί τους, ασχέτως του αν ήταν αυτοί που θέλαμε να είναι απέναντί μας. Εντολή είναι τελικά η αγάπη του πλησίον όπως προς τον εαυτό μας. Η απόφασή μας να μην υπάρχουμε μόνο για μας, αλλά και για τους άλλους. Να είναι σημαντικοί για μας μας και να είμαστε σημαντικοί γι’   αυτούς. Η αγάπη βρίσκει τον τρόπο.
«Τήρησον τας εντολάς». Οι εντολές οδηγούν στη ζωή της Εκκλησίας και την περιγράφουν. Δεν έχουν ατομοκεντρικό περιεχόμενο. Δεν δίδονται για να τα έχει καλά ο άνθρωπος με τον Θεό, για να σωθεί μόνος του. Δίδονται για να μπορεί ο καθένας μας να συναντά τον πλησίον του. Για να μπορεί να συμπορεύεται μ’ αυτόν και να συγκροτούν το σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία. Οι ανθρώπινοι νόμοι τότε είναι περιττοί, για όσους ακολουθούν τον τρόπο της Εκκλησίας. Έχουν ήδη εφαρμόσει το μείζον, το οποίο εξασφαλίζει την συνύπαρξη και τη δικαιοσύνη στη ζωή αυτή και την ίδια στιγμή είναι το εφαλτήριο για την αιωνιότητα. Όπου υπάρχει η αγάπη, αλλάζει και ο εδώ κόσμος. Και σ’  αυτόν τον δρόμο χωρούνε όλοι. Είναι ο στόχος  της πίστης, όλοι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειας. Όλοι κλήθηκαν στην αιώνια ζωή. Οι εντολές είναι το κλειδί της ενότητας, της συλλογικότητας, της κοινής σωτηρίας.
«Τήρησον τας εντολάς». Ο πολιτισμός μας θεωρεί  τις εντολές του Χριστού οπισθοδρομικές. Η αγάπη άλλωστε δεν έχει τόση σημασία μπροστά στα αγαθά. Οι εντολές απαιτούνε αίσθηση του συλλογικού, παραίτηση ενίοτε και από τα δικαιώματά μας, συνείδηση της παρουσίας του Θεού και υπακοή στη φωνή Του και, την ίδια στιγμή, πειθαρχία και υπομονή, ακόμη και επίγνωση ότι θα απορριφθούμε από τους πολλούς. Ο πολιτισμός μας θεωρεί τις εντολές ηθικολογικές και δεν θέλει να υπάρχει ηθική και δέον γενέσθαι, μόνο απρόσωποι νόμοι ή εξυπηρέτηση του ιδίου συμφέροντος. Δεν ενδιαφέρεται για την μετοχή του ανθρώπου στη ζωή της Εκκλησίας. Και γι’  αυτό η τήρηση των εντολών αφορά σε ολοένα και λιγότερους. Όμως η υπόσχεση του Χριστού και ο δρόμος της αγιότητας εξακολουθούν να δείχνουν ότι, εφόσον πιστεύουμε στην ύπαρξη αιώνιας ζωής, ένας δρόμος υπάρχει γι’ αυτήν: η τήρηση των εντολών του Χριστού. Και εκεί που αυτό φαίνεται δύσκολο, έως ακατόρθωτο, η φωνή Του ηχεί παρηγορητικά: « παρά Θεώ πάντα δυνατά εστί»  (Ματθ. 19, 26).