Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2019

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ, ΠΕΤΡΟ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟ


της  Στέλλας Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.

Από τους πρώτους αποστολικούς χρόνους, δύο ήταν οι παράγοντες που υπηρετούσαν την σωτηρία των πιστών:  1. Τα Θεία και Ιερά Μυστήρια, που αποκαθιστούν την σχέση και την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, και,  2. Η διδασκαλία της Εκκλησίας, η οποία φωτίζει και καθοδηγεί τους πιστούς, τόσο σε θέματα δογματικά, όσο και σε θέματα που προκύπτουν από τις εκάστοτε περιστάσεις της ζωής.  Ακόμη κι αυτά τα Μυστήρια, μ’ όλην τη θαυματουργική δύναμή τους, δεν θα τα αντιλαμβανόμασταν, και δεν θα τα αξιοποιούσαμε, αν πάλι η Εκκλησία δεν αναλάμβανε, όχι μόνο να μας τα εξηγήσει, αλλά και να μας προετοιμάσει γι’ αυτά.


Αυτές οι δύο ανάγκες, ακούγονται επίκαιρες, βασανιστικά σημερινές, αλλά δεν είναι.  Είναι τόσο παληές, όσο και η ιστορία της Ορθοδοξίας, από την Πεντηκοστή μέχρι σήμερα.

«Ποίμενε τα αρνία μου, βόσκε τα πρόβατά μου», παρήγγειλε ο Χριστός στον Πέτρο, εκεί στις όχθες της Τιβεριάδας, όταν του έδωσε την ευκαιρία για την τριπλή ομολογία πίστεως και αγάπης, την ομολογία με την οποία αναιρούσε μπροστά στον Κύριό του, την τριπλή άρνηση από φόβο, που είχε εκφράσει μακρυά Του.

«Πορευθέντες, μαθητεύσατε πάντα τα  έθνη…», και πάλι, εκεί στο τέλος του Ευαγγελίου του Αποστόλου Μάρκου: «…πορευθέντες εις τον κόσμον άπαντα κηρύξατε το ευαγγέλιον πάση τη κτίσει…  Εκείνοι δε εξελθόντες εκήρυξαν πανταχού, του Κυρίου συνεργούντος και τον λόγον βεβαιούντος δια των επακολουθούντων σημείων».  Αυτό ακριβώς έκαναν οι Απόστολοι, όλοι οι Απόστολοι, με τεράστιους κόπους και θυσίες, με εξορίες και μαρτύρια.  Κάποιοι απ’ αυτούς θεώρησαν ότι η εξάπλωση της Εκκλησίας, απαιτούσε και τη γραπτή παράδοση της ζωής και της διδασκαλίας του Κυρίου, μιας και η προφορική δεν επαρκούσε, κι έτσι έχουμε και τα γραπτά κείμενα των Ευαγγελίων.  Αργότερα, προέκυψε και η ανάγκη για τις Επιστολές, μιας και η διαποίμανση των Εκκλησιών απαιτούσε πιο εξειδικευμένη φροντίδα και διδασκαλία.  Φροντίδα και διδασκαλία, που η λαχτάρα της «έκαιγε» τις καρδιές, όλων των μεγάλων μορφών της Εκκλησίας, γι’ αυτό κι έχουμε τέτοιον πλούτο κειμένων, από Πατέρες, ασκητές, υμνογράφους, αγίους, ομολογητές.

Όσο ο άνθρωπος παραμένει μεταπτωτικός, τόσο ίδια παραμένουν τα πάθη του, οι ασθένειές του, και τα προβλήματα που δημιουργούν στον ίδιο, αλλά στην εκκλησιαστική κοινότητα.  Κι όσο αυτά παραμένουν ίδια, τόσο και κάθε κείμενο της Εκκλησίας, μοιάζει συγκινητικά σημερινό, σαν να γράφηκε εδώ, σήμερα, για μας.

Υπάρχουν όμως, μέσα στον υπέροχο αυτό στρατό των Αγίων και των κειμένων, κάποιες μορφές, και κάποια λόγια, που συγκινούσαν και συγκινούν περισσότερο.  Που από τότε που ήταν ακόμη ζωντανοί εκείνοι που τα έγραψαν, εξ ίσου και σήμερα, αφήνουν τέτοιο αποτύπωμα στην κάθε ψυχή που τους πλησιάζει, που την αλλοιώνουν για πάντα.  Και πώς το κάνουν άραγε, και εκφράζεις την πίστη σου με τα λόγια της δικής τους πίστης, τον πόνο σου με τον δικό τους πόνο, την συγκίνηση με τη δική τους συγκίνηση;  Άν θες να βρείς ελπίδα, ψάχνεις τα λόγια τους, άν θες να βρεις υπομονή, ανατρέχεις στα βάσανά τους, άν θες να βρεις μετάνοια, δεν βρίσκεις πιο έμπρακτη και πιο ολοκληρωτική από τη δική τους.  Αν ψάχνεις τον Κύριο, κι οι περιστάσεις σου θολώνουν τα μάτια, με τα δικά τους λόγια βγαίνει η κραυγή σου, με τα δικά τους λόγια και το παράπονο… «συ οίδας ότι φιλώ σε»….

Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος, δεν είναι ιεραρχικά ανώτεροι μ’ αυτό το επίθετο.  Είναι τιμητικά.  Είναι για να τους ευχαριστήσουμε.  Τι λόγια να πεις για τους ανθρώπους που όργωσαν την Οικουμένη, για να την κάνουν Χριστιανική;  Τι λόγια να πεις, που άλλαξαν την μορφή και τα ήθη της κοινωνίας, που μεγάλωσαν κι οργάνωσαν την Εκκλησία, τι λόγια να πεις που την ελευθέρωσαν από τον Ιουδαϊσμό, ποιοί;  εκείνοι που ανατράφηκαν μέσα σ’ αυτόν, και πάνω σ΄ αυτόν είχαν θεμελιώσει τη ζωή τους!  Ποιός τόλμησε τέτοιες εσωτερικές και δημόσιες ανατροπές;

Όλα αυτά, και τόσα άλλα που δεν χωρούν εδώ, τα ξέρουμε.  Είναι γνωστά.  Όμως, ρωτώντας τον εαυτό μου, γιατί εγώ τους νοιώθω σαν πρωτοκορυφαίους, η απάντηση αναβλύζει μέσα μου μόνο με τα δικά τους λόγια, και λίγα πράγματα μπορώ να σκεφτώ που να εκφράζουν τη βασανισμένη διαδρομή του ανθρώπου πίσω στην αγκαλιά του Θεού, που να μην έχουν τη δική τους σφραγίδα:

«Έξελθε απ’ εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμί Κύριε», «Κύριε, ει συ ει, κέλευσόν με προς σε ελθείν επί τα ύδατα», «βλέπων δε τον άνεμον ισχυρόν εφοβήθη,   και αρξάμενος καταποντίζεσθαι έκραξε λέγων: Κύριε, σώσον με», «ίλεώς σοι, Κύριε, ου μη έσται σοι τούτο», «ποσάκις αμαρτήσει εις εμέ ο αδελφός μου και αφήσω αυτώ; Έως επτάκις;», «Ραββί, καλόν εστί ημάς ώδε είναι, και ποιήσωμεν σκηνάς τρεις…», «σύ ει ο Χριστός», «Κύριε, προς τίνα απελευσώμεθα; Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις», «Κύριε, μη τους πόδας μου μόνον, αλλά και τας χείρας και την κεφαλήν», «ουκ ειμί», «Κύριε, συ πάντα οίδας.  Συ γιγνώσκεις ότι φιλώ σε», «ούτος δε τι;». 

Με τα λόγια του αποστόλου Πέτρου, όπως μας τα μεταφέρουν οι Ευαγγελιστές, εκφράζονται όλες οι ανθρώπινες μεταπτώσεις μας, όλη η παρορμητικότητα της πίστης μας, αλλά και κάθε ανόρθωσή μας σ’ αυτήν, κάθε κίνηση του Χριστού να μας αρπάξει από το χέρι, και να μας ξαναβάλει στην μάντρα των δικών Του προβάτων.  Αλλά και στις επιστολές του, μας μιλάει πατρικά, με τη σοφία του Αγίου Πνεύματος, με τη διαύγεια της πίστης και της πείρας, και λίγο πολύ, ακουμπά στα πόδια μας όλην την Θεολογία.

Και τους δύο αυτούς Αποστόλους τους νοιώθουμε κοντά μας με οικειότητα, τους νοιώθουμε πραγματικά σαν πατέρες, που μπορούν να μας καταλάβουν.  Ν’ ακουμπήσουμε στον ώμο τους κλαίγοντας, και να μας χαϊδέψουν το κεφάλι, ν’ ακουμπήσουμε στα πόδια τους τα κρίματα και τους καημούς μας, κι εκείνοι να μας στήσουν πάλι όρθιους.

Στον Απόστολο Παύλο, εμείς οι Έλληνες, έχουμε μεγάλη αδυναμία.  Είναι ας πούμε ο νονός μας.  Εκείνος μας βάφτισε στον Χριστό.  Τον αγαπάμε και που πολεμούσε κι εκείνος τον Χριστό, όχι από κακία, αλλά από πλάνη, όπως κάνουμε κι εμείς στη ζωή μας ολόκληρη.  Τον αγαπούμε και που αρνήθηκε την πλάνη του, και δόθηκε απόλυτα, ερωτικά, ολοκληρωτικά στον Χριστό, όπως κι εμείς ξέρουμε ν’ αγαπούμε.  Τον αγαπούμε και που πήρε τα λόγια της σοφίας των προγόνων μας για να μας μιλήσει.  Όχι για να μας καλοπιάσει.  Αλλά από εκτίμηση.  Γιατί πίστευε στη φύση μας την καλή, την κρυμμένη, αυτήν που από τα βάθη των αιώνων αναζητούσε τον «άγνωστο θεό».  Τον αγαπούμε γιατί κι εκείνος πάλεψε με άρχοντες και με προδότες, αρνήθηκε καλοπιάσματα και κολακείες, δεν προσκύνησε κοσμικές εξουσίες, όπως ξέραμε να κάνουμε κι εμείς στις φωτεινές στιγμές της Ιστορίας μας.

Τα λόγια του έγιναν και δικά μας λόγια.  Χρωμάτισαν τους γάμους μας, τις βαπτίσεις μας, γίναν η διδασκαλία μας και η παρηγοριά μας.  Γίναν η φωνή της καρτερίας μας στους διωγμούς και τα βάσανα.  Μετρούμε μ’ αυτούς στα δάχτυλα «τους καρπούς του Πνεύματος», και δεν βρίσκουμε γλυκύτερα απ’ αυτά ανάμεσα «στις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων», όταν θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αγάπη.  Για πραγματική, ολόψυχη αγάπη.  Εκείνος μας εξήγησε τι θα πεί να γίνεται κανείς «ξαναγεννημένος εκ Πνεύματος», εκείνος μας έμαθε πώς μπορούμε να είμαστε και Έλληνες, και Χριστιανοί.  Εκείνος επέτρεψε στη Ρωμηοσύνη να υπάρξει και να ανθίσει, το δικό του πνεύμα ήταν το γόνιμο έδαφος απ’ όπου βλάστησαν οι Καππαδόκες Πατέρες,κι όλοι οι Έλληνες Άγιοι και Νεομάρτυρες Άγιοι, κι όσοι Χριστιανοί και Άγιοι γεννήθηκαν απανταχού της Γής, έξω από τα σύνορα της Παλαιστίνης, απ’ όλες τις φυλές κι απ’ όλες τις θρησκείες, κι όσοι πρόκειται ακόμη να γεννηθούν μέχρι τη συντέλεια του αιώνος.

Οι πρωτοκορυφαίοι μας Απόστολοι, αλλά και όλοι οι Απόστολοι, μας έδειξαν στην πράξη πώς είναι οι «μιμηταί Χριστού».  Δεν είναι που έγιναν οι ίδιοι.  Δεν είναι που έδωσαν το παράδειγμα ότι γίνεται, και πώς γίνεται.  Δεν είναι που, σαν το περιστέρι του Νώε, πέταξαν σε όλην την οικουμένη μεταφέροντας τον σπόρο του Χριστού.  Δεν είναι που και  την προσκύνηση κι αγάπη στην Παναγία εκείνοι μας τη δίδαξαν.  Είναι που το κάνουν ακόμη.  Που συνεχίζουν να μας διδάσκουν, να μας εμπνέουν και να μας συμπαραστέκονται σε κάθε στιγμή της διαδρομής μας.  Είναι οι στύλοι της Εκκλησίας μας, αλλά κι εκείνοι που κρατούν τα κλειδιά της σωτηρίας μας, με  την έννοια  πως ακόμη και τότε θα μας συμπαρασταθούν, στη Μέλλουσα Κρίση.  Είναι ας πούμε, οι αιώνιοι και σταθεροί διαμεσολαβητές μας. 
Όπως στη Γή μπήκαν μπροστά και τράβηξαν το πλοίο της Εκκλησίας, ας κυβερνήσουν και την ψυχή μας μέσα απ’ όλους τους καιρούς της ζωής, κι ας την βγάλουν, είτε στη γαλήνια όχθη της Τιβεριάδας, είτε σ’ εκείνον τον δρόμο προς τη Δαμασκό...  Όπου κι αν ήταν που έγινε γι΄ αυτούς ο οριστικός τους Αρραβώνας με τον Χριστό.  Όπου κι αν ήταν που τους κέρδισε τόσο βαθειά κι απόλυτα.   Αμήν.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.