Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Μετάνοια


της Στέλλας Δάλλα -Αναγνώστου


Είναι σημαντικό να καταλάβουμε την λέξη, για να καταλάβουμε και την έννοια.  Να καταλάβουμε τι είναι, και το σημαντικότερο, τι δεν είναι.  Γιατί κάθε έννοια έχει την δική της αξία.  Άμα την καταλάβει κανείς, τότε μπορεί να την αξιοποιήσει, γιατί δεν θα την μπερδεύει με τις άλλες.  Να που η κατανόηση, δεν εξελίσσει μόνο την σκέψη μας, αλλά πλουτίζει και την ψυχή μας.  Η λέξη μετάνοια, λοιπόν, βγαίνει από την σύνθεση της πρόθεσης «μετά», με το ουσιαστικό «νους».  «Μετά-νούς», σημαίνει, «εκ των υστέρων σκέψη».  Άρα «μετανοώ», σημαίνει ότι άλλαξα γνώμη γι’ αυτό που έκανα.  Τότε που το έκανα, το θεωρούσα θεμιτό, το θεωρούσα ευχάριστο, δεν το ‘χα σκεφτεί καλά, ή δεν το ‘χα σκεφτεί καθόλου.  Τώρα όμως κάπως έγινε, και άλλαξα γνώμη, άλλαξα οπτική γωνία, άλλαξα εγώ.  Οι πατέρες της Εκκλησίας λένε πως μετανοημένος είναι ο άνθρωπος που λέει κατά κάποιον τρόπο:  Είμαι άλλος άνθρωπος τώρα πιά.  Δεν είμαι το ίδιο, δεν ενεργώ το ίδιο.  Αν ήμουν έτσι τότε, δεν θα το έκανα με τίποτε.  Σήμερα πια εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα.  Υπό αυτό το πρίσμα, η μετάνοια φαίνεται συνώνυμη της αναγέννησης, και από ψυχική άποψη είναι.


Στην ρύμη του λόγου χρησιμοποιούμε κάποιες λέξεις ως εναλλακτικές της μετάνοιας, ενώ δεν είναι.  Μια απ’ αυτές, είναι η «μεταμέλεια».  Αλλά «μετα-μέλλοι μοι», εξ ού και «μεταμέλλομαι», σημαίνει αλλάζω μεν γνώμη, αλλά με λύπη.  Η λέξη από μόνη της είναι δηλωτική και συναισθήματος, ενώ η λέξη «μετάνοια» όχι.  «Μέλλει μοι», σημαίνει «με νοιάζει», με απασχολεί, με στενοχωρεί.  Η ίδια η έκφραση εμπεριέχει και μία συναισθηματική συμμετοχή.  Μιλώ για την ίδια την λέξη, όχι για την ψυχική κατάσταση που σίγουρα ακολουθεί όταν κάποιος αποκηρύσσει μια πράξη του, μια συμπεριφορά, μια στάση.

Επίσης η μετάνοια, δεν είναι ενοχή.  Η ενοχή προέρχεται από μια ενόχληση της συνείδησης, και προκαλεί δυσφορία γιατί συνδέεται με καταπάτηση ηθικού νόμου, και επισύρει καταδίκη, απαξίωση, έστω και μόνο εσωτερική.  Η συνείδηση είναι πολύ σπουδαίο πράγμα.  Είναι το σπέρμα θεογνωσίας που υπάρχει σε κάθε άνθρωπο, το μέτρο της διάκρισης μεταξύ καλού και κακού.  Επειδή δε, είναι θεϊκό, είναι και αλάθητο μέτρο.  Γι’ αυτό και, από γενέσεως κόσμου, όποιος συμβαδίζει με την συνείδησή του εξελίσσεται, ενώ όποιος αποφασίσει να την αγνοήσει, ολισθαίνει συνεχώς σε όλο και μεγαλύτερη δαιμονική πόρρωση.  Έχει όμως σχέση η μετάνοια με την ενοχή;

Και ναι, και όχι.  Η ενοχή μπορεί να οδηγήσει σε μετάνοια, αλλά δεν είναι μόνον η ενοχή που το κάνει αυτό.  Η μετάνοια μπορεί να έρθει και από Θεία Φώτιση απ’ ευθείας, ή από κάποια νουθεσία ανθρώπινη.  Όμως, στην μετάνοια δεν υπάρχει ενοχή.  Ιδίως στην Χριστιανική μετάνοια.  Ο Χριστιανός όταν μετανοεί, έχει ήδη γίνει άλλος άνθρωπος.  Έχει ήδη καταλάβει, πως όλα τα λάθη του δεν ήταν παρά πρόχειρες λύσεις, όταν δεν ήξερε, ή δεν μπορούσε ακόμη τις σωστές.  Έχει καταλάβει, ότι η αγάπη του Χριστού, δεν αφήνει χώρο για ενοχές.  Ο Ληστής στον σταυρό, όταν ανέβηκε δίπλα του ο Χριστός για να του δώσει την τελευταία ευκαιρία, δεν μπήκε στον Παράδεισο με θλίψη, αλλά με χαρά.  Με ανακούφιση.  Χορτάτος από αγάπη, και ανάλαφρος σαν πουλάκι.  Έτσι είναι ο μετανοημένος Χριστιανός, ο εξομολογημένος.  Χαίρεται την πρωτόγνωρη αίσθηση του να είναι άλλος, να έχει μετ-αλλαχθεί.  Αυτό χαρίζει η μετάνοια.  Έχει γευθεί την τέλεια αγάπη, και παρ’ όλο που λυπάται, παρ’ όλο που συχνά πασχίζει να διορθώσει και να επανορθώσει, ωστόσο, δεν φοβάται πια καμμιά τιμωρία που αλλοιώς θα του ταίριαζε.  «Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

Ήταν στην αρχαία μυθολογία εκείνα τα φοβερά τέρατα, οι Ερινύες, που κατάτρεχαν τους εγκληματίες της ηθικής τάξης, που κατάτρεχαν τον μητροκτόνο Ορέστη, «το αίμα του αδελφού του» που κατάτρεχε τον Κάϊν.  Και πάλι, να που κι οι αρχαίοι, βαθειά μέσα τους την ήθελαν την λύτρωση, την ήξεραν ότι υπήρχε, γι’ αυτό τις έκαναν τις Ερινύες «Ευμενίδες», πού; Στην Αθήνα που ήθελε για τον εαυτό της το μονοπώλιο του πολιτισμού…

Είναι όμως μια στιγμή μετάνοιας μέσα στον Όμηρο, στην Οδύσσεια, που δεν μπορώ να βρώ ανώτερή της παρά μόνον το «έκλαυσεν πικρώς» του Πέτρου στην αυλή του Καϊάφα.  Είναι τα ίδια καυτά και ήσυχα δάκρυα, δάκρυα που δεν τα βλέπει κανείς παρά μόνον ο Θεός.  Δάκρυα μεταμέλειας, αλλά και λύτρωσης.  Όταν ξέρεις ότι δεν μπορείς να γυρίσεις τον χρόνο πίσω, αλλά αν μπορούσες, τώρα, θα έκανες αλλοιώς.  Αυτό είναι που σε λυτρώνει.  Γι’ αυτό δεν φωνάζεις, ούτε οδύρεσαι γοερά.  Γιατί δεν πασχίζεις να ξεφύγεις από κάτι.  Έχεις ήδη ξεφύγει.  Μόνο που πονάς, κι αυτόν τον πόνο τον δέχεσαι, γιατί είναι ένας δίκαιος πόνος.  Που αποκαθιστά μέσα σου την διαταραγμένη τάξη.

Είναι λοιπόν ο Οδυσσέας στην αυλή των Φαιάκων, στην ραψωδία θ.  Τον έχει φέρει η Ναυσικά στο παλάτι του πατέρα της, και κατά τα ήθη της εποχής, ο πατέρας της ο βασιλιάς Αλκίνοος, του παραθέτει επίσημο τραπέζι, και φέρνει και τον Δημόδοκο, τον τυφλό τραγουδιστή, να τιμήσει τον ξένο με όποιο τραγούδι του ζητήσει εκείνος.  Ο Οδυσσέας, όταν έφτασε στους Φαίακες, ήταν καταρρακωμένος.  Είχε χάσει τα πάντα, πλοία, συντρόφους, δυνάμεις, ελπίδα, πίστη.  Είχε αφεθεί πια στην μοίρα του.  Κι όταν του ζητούν να διαλέξει θέμα για το τραγούδι, εκείνος ζητάει ν’ ακούσει για την άλωση της Τροίας με τον Δούρειο Ίππο.  Το δικό του κατόρθωμα δηλαδή, για να καμαρώσει λίγο, να ξανανοιώσει δυνατός.  Και τι ακούει μαζί αυτό;  Για την πυρπόληση της πόλης, τους θρήνους των γυναικών, και των νηπίων.  Και τότε καταρρέει.  Νοιώθει, λέει ο καρδιογνώστης Όμηρος, σαν μια γυναίκα αβοήθητη, εκεί, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, με τον άντρα της να ψυχομαχεί μπροστά της, το σπίτι της να καίγεται, κι εκείνην να την περιμένει η σκλαβιά.  Κι ο Οδυσσέας που ήθελε να ξανανοιώσει ήρωας, και μόνον ήρωας δεν νοιώθει.  Περνούν μπροστά στα μάτια του όλα του τα εγκλήματα, περνά και η κατάντια του, περνά κι ο φόβος για μια παρόμοια που μπορεί να τον περιμένει κι εκείνον άμα γυρίσει στην Ιθάκη, σύμφωνα με την κατάρα του Πλύφημου.  Δεν είναι πια ήρωας, αλλά ένας συντετριμμένος άνθρωπος μπροστά στα εγκλήματά του, την κατάντια του, και την αδυναμία του.  Και τότε, αντιμέτωπος με όλα τα σκοτάδια και όλην την αδυναμία της ανθρώπινης φύσης του «έκλαυσεν» κι εκείνος «πικρώς».  Μεγάλωσε απότομα μέσα του,μόσο δεν είχε μεγαλώσει ποτέ μέχρι τότε.  Ωρίμασε.  Η μετάνοια ωριμάζει τον άνθρωπο.  Ήσυχα και καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά του, δάκρυα που μόνο ο Αλκίνοος είδε και κατάλαβε.  Ο Βασιλιάς που μπορούσε και να τον σώσει.

Αυτή η τόσο ανθρώπινη, λυτρωτική και πλήρης μετάνοια του Οδυσσέα, η ίδια με την μετάνοια του Πέτρου, η μετάνοια που κάνει τον άνθρωπο από ερείπιο βασιλιά, αυτή είναι που μας προσφέρεται τώρα η ευκαιρία να βρούμε μέσα στην Σαρακοστή, ιδιαίτερα την φετεινή.  Γιατί έχει Ανάσταση στο τέλος της.  Πάντα έχει Ανάσταση.
Στέλλα Ν. Αναγνώστου-Δάλλα.