Περιηγηθείτε στο περιεχόμενο μερικών βιβλίων μας

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Mέγα το της οικονομίας Μυστήριον



του Βασίλη Σούρμπη
Και συμπληρώθηκε η μέρα και κατέβηκε ο Λόγος στη γη. Φύση ανθρώπινη πήρε αλλά και τη θεϊκή αδιάβλητη κράτησε. Ταπεινά ήρθε, χωρίς φασαρίες. Από Παρθένο, όπως έλεγε παλιά η προφητεία. Περιπλανήθηκε ήδη από την αρχή και καταδιωγμένος ήταν από το ίδιο του το κτίσμα. Μεγάλωσε και ήκμασε, ώσπου έφτασε η ώρα της φανέρωσης.
 Αρχή βάζει με βάπτισμα, νερού ακόμη, και τη μετάνοια κηρύττει. Στον γάμο, κρασί το νερό κάνει ως πρώτο θαυμαστό σημείο για να φανεί η θεία φύση αλλά και η μεσιτεία της Μητέρας. Από τότε και ύστερα, το ένα θαύμα μετά το άλλο. Τυφλοί, ανάπηροι, μουγγοί, δαιμονισμένοι και όλοι οι ασθενείς υγεία βρίσκουν στη στιγμή. Ανάπτυξη μεστή,καινοφανή ή και παραβολική της Διδαχής πραγματοποιεί. Τον άνθρωπο αποκαθιστά προ πτώσης στη θεωρία.

 Ήρθε, όμως, η ώρα να γίνει και πρακτικά. Φίλο τετραήμερο ανασταίνει, προοικονομεί το επέκεινα. Μεγάλη στην πόλη έχει στηθεί υποδοχή,αλλά Εκείνος μπαίνει ταπεινά. Την προσμονή αυτό πληγώνει και Θείο Σχέδιο ξεκινά. Το ένα σπλάγχνο ξεστρατίζει, το χρήμα μόνο υπολογίζει. Όλα είναι πλέον τετελεσμένα στων Φαρισαίων τα μυαλά. Μπελά μεγάλο ξεφορτώνονται, χαρά μεγάλη στα σκαριά.
Την ίδια ώρα τόπο φαγητού αναζητούν οι μαθητές του Ενός. Κανονισμένα είναι όλα από τα χρόνια του Αδάμ. Τραπέζι στήνεται γιορτής και μη αντιληπτά Θεία Παρακαταθήκη δίνεται. Κρασί και ψωμί άλλη διάσταση αποκτούν, Μυστήριο φέρνουν στο εξής.
Στο τέλος τούτης της βραδιάς οι δύο δρόμοι του Ηρακλή χωρίζουν, ο ένας στον Νότο και ο άλλος στο Βορρά. Στον κήπο πάει ο Βασιλιάς με υπασπιστές υπνωτισμένους. Την προσευχή σαν ξεκινάει, ταραχή αρχίζει στην καρδιά Του. Πόνος και δάκρυα την γεμίζουν, κυρίως για τα μικρά του τα παιδιά. Όμως το Σχέδιο για να τελειώσει Θυσία ανήκουστη ζητά. Τον μέγα Κτίστη, Θεό και Παντεπόπτη στου Άδη να βουτήξει την κοιλιά.
 Μα πριν καλά-καλά προλάβει η τρίτη Δέηση να σταλεί, δάδες, φωνές και σκιές στον κήπο φαίνονται αχνά. Όταν όλοι έχουν πλησιάσει χαιρετισμός γίνεται αισχρός. Ο ευεργετημένος τον Ευεργέτη φτύνει, έτσι ψυχρά. Εκείνος με ταπείνωση απαντάει, το Σχέδιο μόνο ακολουθάει.
Τη μια επιτροπή μετά την άλλη, μία προς μία συναντάει, το ένα ψέμα μετά το άλλο, συκοφαντίες βασικά. Και πριν ο κόκορας λαλήσει ο ένας φίλος τον Δάσκαλο προδίδει για τρίτη συνεχόμενη φορά. Όμως, να! Ένα λουλούδι μες στα αγκάθια, όταν το λάθος εντοπίζει, με δάκρυα με μιας τη γη ποτίζει.
Στον άρχοντα ο Κατάδικος έρχεται μπροστά. Το δίκιο γρήγορα εκείνος βρίσκει, μα ποιός τολμά αυτό να ξεστομίσει! Διπλωματία εφευρίσκει, αφήνει το πλήθος ν’ αποφασίσει. Όμως εκείνο φωνάζει ‘’Βαρραβάν’’. Κάποια προσπάθεια πάει να κάνει, όμως ο όχλος επιμένει. Ευθύνη μεγάλη να διώξει τώρα θέλει μακρία. Όμως το δίκιο είναι ένα και δεν αντέχει αθώου αίμα. Μαστίγιο τώρα τσουχτερό σκίζει τη σάρκα του Πληγωμένου. Στεφάνι, καλάμι και χλαμμύδα, σημάδια είναι Βασιλιά. Βάρος ασήκωτο έχει ο Σταυρός του, τόσο υλικά μα και πνευματικά. Στο λόφο επάνω ανεβαίνει, δε θέλει αναισθητικά. Το ένα καρφί στη μια του μπήγουν και το άλλο από την άλλη Τον τρυπά. Πόνος αφόρητος, η αμαρτία των άλλων που τώρα κουβαλάει. Η Μάνα εμπρός Του πληγωμένη το Γιό της ολόψυχα πονάει. Την αδικία εκείνη ξέρει, ρομφαία μέσα στην καρδιά της. Ο Γιος παρήγορα την δίνει στον φίλο που τόσο αγαπά, για να την αναλάβει στα χρόνια τούτα της σκλαβιάς. Ύστερα με δύο εγληματίες συζήτηση ανοίγει, τους δρόμους διαχωρίζει. Ο ένας με θράσος απαντά, κλείνει την πόρτα δυνατά. Ο άλλος όμως ταπεινά την ίδια πόρτα πάλι ανοίγει, αρχή ασυνείδητη προκύπτει. Το σώμα θέλει να βοηθήσει, τη δίψα κάπως ψάχνει να σβήσει. Ξύδι, όμως, δίνει η φρουρά, κοροϊδεύει φανερά.
 ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΟΛΑ ΤΑ ΚΛΕΙΝΕΙ.
Σεισμός μεγάλος στη γη ξεσπάει, νεκροί σηκώνονται απ’ το μνήμα, το ιερό στα δύο πλέον σπάει. Κάτω στον Άδη τώρα μπαίνει, συντρίβει την πύλη θεϊκά.
Σε κάθε σπιθαμή ΦΩΣ μπαίνει, θείο, λαμπρό, χωρίς σκιά. Κάθε λουκέτο τώρα σπάει, κλειστή δε μένει κλειδαριά. Αλλά άλλη φτιάχνεται αυτή την ώρα, του πολεμίου η σιδεριά. Φώς, Δόξα, Δύναμις και Χάρις παντού απλώνονται με μιας. Μόνο χαρά, δοξολογία είναι σε όλων την καρδιά. Χιλιάδες χρόνια καρτερούσαν την ζωογόνο Λευτεριά.
Πρωί, πρωί την τρίτη ημέρα, μύρα πηγαίνουνε στο μνήμα. Γυναίκες μόνες, πονεμένες αλλά και τόσο θαρραλέες. Ποιός θα κυλίσει το μέγα λίθο είναι η μόνη απορία. Όμως και αυτό εμπρός τους λύνεται. Η πέτρα είναι στην άκρη πια. ‘’Μα πώς να έγινε αυτό το πράγμα; Μή και μας κλέψαν τον Νεκρό μας;‘’ Καθώς τον άδειο τάφο βλέπουν, ο νους τους τούτο δε χωράει. Έξαφνα βλέπουν εμπρός τους, ουράνιο φως μες στα λευκά. Νέος εμφανίζεται μπροστά τους ουράνιος Άγγελος  θαυμαστά. ‘’ Αυτός που ψάχνεται εδώ δεν είναι. Ανέστη απ’ τους νεκρούς θριαμβευτικά. Πηγαίνετε, μηνύστε το στους μαθητές Του στη Γαλιλαία να ανταμώσουν τον Κύριο τους και Θεό τους.’’ Στους μαθητές τα είπαν όλα, όμως εκείνοι δυσπιστούσαν. Εμπρός τους τότε στάθηκε Εκέινος, μεγάλο δεός στη ψυχή τους. Ύστερα από σαράντα μέρες όλους στη Γαλιλαία πήγε. ‘’Στον κόσμο όλο να απλωθείτε. Κήρυγμα σωτήριο να τους πείτε. Σφραγίδα το Βάπτισμα να τοποθετείτε, Τριάδα σεβάσμιο να υμνείτε.’’