Πηγή : Πεμπτουσία
Το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο νου είναι αυτό του Μεγ. Αντωνίου, του πατέρα του Μοναχισμού. (Γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε, περίπου, από το 250 μέχρι το 350), Ενώ ακόμη ήταν σε νεαρή ηλικία, η σκέψη του αιχμαλωτίστηκε από τα λόγια του Χριστού: «Ει θέλεις τέλειος γενέσθαι, ύπαγε, και πώλησον τα υπάρχοντά σου και δος αυτά τοις πτωχοίς και έξεις θησαυρόν εν ουρανοίς και δεύρο ακολούθει μοι». Πόσο πλούσια σε νόημα είναι αυτά τα λόγια! Η κλήση για την τελειότητα, η ολοκληρωτική απάρνηση του εαυτού μας, η αφιέρωσή του, η προσφορά της ύπαρξης και της ζωής μας, η απόλυτη αφοσίωση στον ταπεινό Χριστό, όπως λένε οι μεγάλοι Πατέρες, και τέλος, η εσχατολογική θέα του εν ουρανοίς θησαυρού, η φλογερή νοσταλγία της Βασιλείας του Θεού.
Ο Μέγας Αντώνιος εγκατέλειψε τον κόσμο, όχι σαν ένας ονειροπόλος που αναζητούσε ένα απραγματοποίητο όνειρο, αλλά με την ώθηση του Αγίου Πνεύματος. Έφυγε βαθειά μέσα στην έρημο, όπως ακριβώς έκανε ο Χριστός μετά τη βάπτισή του. «Θα τον οδηγήσω μέσα στην άγονη έρημο και εκεί θα μιλήσω στην καρδιά του» (Ωσηέ 2, 14). Τα λόγια του Ωσηέ τονίζουν κάτι πολύ άμεσο· μιαν ελευθερία, μια καταπληκτική σχέση κοινωνίας ανάμεσα στον Θεό και τους απλούς στην καρδιά. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτοι Πατέρες της έρημου δεν θέσπισαν κανόνες από φόβο μήπως αυτοί οι κανόνες υποκαταστήσουν με τον νόμο την θαυμαστή ελευθερία του Ευαγγελίου. Δεν υπήρχαν επίσης ούτε υποσχέσεις. Ήταν πολύ αργότερα που καθιερώθηκε ένα ομοιόμορφο τυπικό με την αναπόφευκτη δημοκρατικοποίηση. Και τούτο εξαιτίας της μαζικής εισροής του πλήθους, ώστε να αποφευχθούν οι καταχρήσεις καθώς επίσης και για το γενικότερο καλό όσων δεν μπορούσαν να ανεβούν στις κορυφές.
Το δεύτερο όνομα είναι αυτό του Αγίου Παχωμίου (253-346), ενός νεαρού στρατιώτη που ελκύστηκε από την Χριστιανική κοινότητα. Το στρατιωτικό παρελθόν του και οι εμπειρίες του μέσα στην κοινότητα τον κατέστησαν θεμελιωτή της πρώτης κανονικής μοναστικής αδελφότητας. Μετά τον θάνατό του οι μαθητές του εισήγαγαν για πρώτη φορά τις μοναχικές υποσχέσεις.
Ο Μέγας Βασίλειος (329-379) έδειξε αποκλειστική προτίμηση στο «Κοινόβιο», τη μοναχική ζωή μέσα σε μια οργανωμένη κοινότητα. Τα χαρακτηριστικά του είναι τα εξής:
1. Η κοινή χρήση των αγαθών, κατά προτίμηση των Αποστολικών κοινοτήτων.
2. Η καλλιέργεια της αγάπης.
3. Η πτωχεία ως μέσο επίτευξης της ελευθερίας του πνεύματος.
Πατέρας του ανατολικού μοναχισμού (δεν υπάρχουν διαφορετικά μοναστικά τάγματα, όλα είναι «Βασιλειανά», διαφέρουν μονάχα κατά την κλήση στο εσωτερικό κάθε κοινοβίου) ο άγιος Βασίλειος συνέταξε για όλους μοναστικούς κανόνες. (Τα «Ηθικά» του αποτελούνται από χωρία της Αγίας Γραφής χωρισμένα σε κεφάλαια. Η πρόθεση του είναι ξεκάθαρη: να ακολουθείς βήμα-βήμα το θέλημα του Χρίστου). Θα πρέπει όμως να τονιστεί μια ιδιαιτερότητα: οι μοναχικές αδελφότητες κατευθύνονταν από ένα ηγούμενο (συχνά απλό μοναχό) που τον διάλεγαν οι ίδιοι οι μοναχοί. Αυτός είναι και ο ουσιαστικά χαρισματικός χαρακτήρας του μοναχισμού, η αποστολή του οποίου βρίσκεται πέρα από κάθε ιερατικό καθήκον. Οι ιερείς δεν παίζουν κανένα ρόλο στη μοναχική ζωή, έκτος από την τέλεση των μυστηρίων.
Ο άγιος Βενέδικτος (480-547) παίρνει κατά γράμμα τους κανόνες του αγίου Βασιλείου, τους συμπληρώνει και γίνεται ο Πατέρας του δυτικού μοναχισμού. Θεμέλια της κοινοβιακής ζωής ορίζονται η προσευχή, η εργασία και η ανάγνωση των Γραφών. Ο Καρλομάγνος επιβάλλει αυτούς τους «Βενεδικτίνιους» κανόνες σε όλα τα κοινόβια της Αυτοκρατορίας του.
Οι καταβολές του μοναχισμού
Ιστορικά ο μοναχισμός ερμηνεύεται ως η πιό ριζοσπαστική αντίδραση στο κακό και στην κυριαρχία του στον κόσμο. Προτάσσει ένα κατηγορηματικό όχι σε κάθε συμβιβασμό, σε κάθε κομφορμισμό. Η πραγματικά ευαγγελική του βία επέβαλε την εγκατάλειψη των αμφιταλαντεύσεων και των συγκεχυμένων μορφών αυτού του κόσμου και έδωσε την ιδέα της ίδρυσης μιας πολιτείας μοναχών στις παρυφές του κόσμου. Η νοσταλγία για την Βασιλεία του Θεού ήταν στους αντίποδες μιας πολύ ανθρώπινης Αυτοκρατορίας που πολύ γρήγορα, ίσως, ονομάστηκε Χριστιανική Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει συνακόλουθα να τονιστεί ότι στην εποχή των διωγμών η φανέρωση Χριστιανικής πίστης στον ύψιστο βαθμό, η μαρτυρία της φυτρωμένη σαν αγκάθι στη σάρκα του κόσμου, προερχόταν από τους μάρτυρες που η Εκκλησία τιμά σαν νάναι η καρδιά της και τους αποκαλεί «τετρωμένους διά την αγάπην του Χριστού». Ο μάρτυρας κηρύττει τον Χριστό δίνοντας τον εαυτό του «θέαμα» ενώπιον του Θεού, των αγγέλων και των ανθρώπων. Αναδείχνεται σε ζωντανό και πολύ χτυπητό σύμβολο μιας ολοκληρωτικής πίστης στον Χριστό. Ο Ωριγένης έγραψε κάτι πολύ σκληρό για όλους μας, λέγοντας ότι ο καιρός της ειρήνης ευνοεί τον Σατανά, που κλέβει τους μάρτυρες από τον Χριστό και τη δόξα από την Εκκλησία. Υπάρχει μια ξεχωριστή παρουσία του Χριστού μέσα στην ψυχή του μάρτυρα, με τη ζωντανή αναβίωση της Σταύρωσής Του. «Μπορείτε να πιείτε το ποτήριο από το οποίο εγώ πίνω;» ρωτά ο Κύριος μας τους Αποστόλους. Και οι Απόστολοι πίνουν με τη σειρά. Σύμφωνα με το χωρίο αυτό, η ζωή του μάρτυρα γίνεται σύμμορφη με το Ευχαριστιακό Ποτήριο. Ακλουθώντας την πιο αρχαία παράδοση, κάθε μάρτυρας τη στιγμή του θανάτου του μιμείται τον ευγνώμονα ληστή και εισέρχεται αμέσως στη Βασιλεία του Θεού.
Το διάταγμα της ανεξιθρησκίας του Μεγ. Κωνσταντίνου βάζει την Εκκλησία μέσα στην Ιστορία και της προσφέρει ένα νομικό status (καθεστώς) και μια ύπαρξη «ειρηνική» αφού προστατεύεται από το νόμο τhς πολιτείας. Από κει και πέρα h μαρτυρία που δίνουν οι μάρτυρες γι’ αυτό το ένα «ου έστι χρεία» και τον έσχατο σκοπό της ύπαρξης, πέρασε στον Μοναχισμό και εκεί μεταμορφώνεται σε χαρισματική λειτουργία του εσχατολογικού μαξιμαλισμού. Η μοναστική πολιτεία θα θεωρηθεί δεύτερο βάπτισμα. Έτσι το «βάπτισμα της ασκήσεως» αντικαθιστά το «βάπτισμα του αίματος» των μαρτύρων.