Δεκαπενταύγουστος στη Χρυσοπηγή +++ Καθημερινά στις 6.30μ.μ. από την 1η Αυγούστου στην Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοπηγής Πολυδενδρίου Αττικής, τελείται η Ακολουθία του εσπερινού και η η Ιερά Παράκληση στην Παναγία μας .Ακολουθεί ομιλία στο Αρχονταρίκι . +++ Ημερήσια προσκυνηματική εκδρομή πραγματοποιεί η Ιερά Μονή Παναγίας Χρυσοπηγής Πολυδενδρίου Αττικής στο νησί του Αγίου Νεκταρίου :την Αίγινα το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου .Το πρόγραμμα της εκδρομής περιλαμβάνει: Αναχώρηση με πούλμαν από το Μοναστήρι της Παναγίας Χρυσοπηγής Πολυδενδρίου Αττικής το Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου στις 6.45π.μ. Μετάβαση στο λιμάνι του Πειραιά και αναχώρηση με το πλοίο για την Αίγινα Προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο, ξενάγηση στην παλαιά Μονή Συμμετοχή στην Ιερά Παράκληση αλλά και στον νέο περικαλλή Ναό του Αγίου. Μετάβαση κατόπιν,στον οικισμό της Αγίας Μαρίνας για ελεύθερο φαγητό. Επίσκεψη στη συνέχεια και προσκύνημα στην γυναικεία Ιερά Μονή του Αγίου Μηνά. Ξενάγηση στην ιστορία και το παρόν του νησιού. Ελεύθερος χρόνος και αναχώρηση από το λιμάνι της Αίγινας γύρω στις 6.00 μ.μ. για τον Πειραιά και αμέσως μετά μετάβαση με το πούλμαν στο Μοναστήρι.- Πληροφορίες : π.Παίσιος 2295022228

Διαβάστε σήμερα..

"

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2014

Τα­ξι­δεύ­ον­τας

 

Βασίλης Μπόκος
Φεύ­γον­τας ἀ­πό τήν πό­λη, μᾶλ­λον μου­τζού­φλης καί κλει­δαμ­πα­ρω­μέ­νος μέ­σα σου, συμ­βαί­νει με­ρι­κές φο­ρές νά ἐ­κτε­θεῖς στήν θέ­α ἑ­νός δει­λι­νοῦ. Τέ­τοι­ας γο­η­τεί­ας, πού μέ­σα σέ λί­γες στιγ­μές, δέν μπο­ρεῖς πα­ρά νά πα­ρα­δε­χθεῖς πώς ἔ­χεις μα­γευ­τεῖ ὁ­λό­τε­λα ἀ­πό αὐ­τό πού ἀν­τι­κρύ­ζουν τά μά­τια σου. Ἡ βου­ή τῆς πό­λης ἔ­χει σι­γή­σει, καί κα­θώς τό αὐ­το­κί­νη­το ἀ­νη­φο­ρί­ζει μέ σκέρ­τσο τόν δρό­μο του, βρί­σκεις ἐ­πι­τέ­λους τήν ἠ­ρε­μί­α πού ζη­τοῦ­σε μέ­ρες τώ­ρα ἡ ψυ­χή σου, μά ἔ­κα­νες πώς δέν τήν ἄ­κου­γες. Ὥ­ρα γιά πε­ρι­συλ­λο­γή λοι­πόν, ἀ­τε­νί­ζον­τας τό ὑ­πέ­ρο­χο θέ­α­μα πού σου προ­σφέ­ρει τοῦ ἥ­λιου τό φευ­γιό, στῆς ἡ­μέ­ρας τήν χά­ση. Παι­χνί­δια τοῦ φω­τός στά σύν­νε­φα, κά­θε στιγ­μή καί λί­γο δι­α­φο­ρε­τι­κά, κά­θε λε­πτό μο­να­δι­κό. Πραγ­μα­τι­κό ἔρ­γο τέ­χνης. Ἕ­να ἔρ­γο, πού τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρα σέ κα­λεῖ ἡ φύ­ση νά πα­ρα­κο­λου­θή­σεις δω­ρε­άν, ἀ­νώ­τε­ρο ἴ­σως ἀ­πό πολ­λούς πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς ἤ ται­νί­ες πού κό­στι­σαν ἑ­κα­τον­τά­δες χρή­μα­τα. Ἔρ­γο, πού στό γκρί­ζο τῆς πό­λης, σοῦ δι­α­φεύ­γει, ἔ­τσι ἁ­πλά, κά­θε μέ­ρα. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ, πι­στό στό ραν­τε­βού του, καί σή­με­ρα τά κα­τά­φε­ρες· ἤ­δη κά­που τα­ξι­δεύ­εις μα­ζί του.
Πηγή : Συνοδοιπορία


Ὁ δρό­μος προ­χω­ρᾶ καί ἡ μί­α στρο­φή δι­α­δέ­χε­ται τήν ἑ­πό­με­νη, συ­νε­πής καί αὐ­τή ὅ­πως καί ἡ προ­η­γού­με­νη στήν ἀ­πο­στο­λή της: νά συ­νε­χι­στεῖ τό τα­ξί­δι ἐγ­γύ­τε­ρα στόν προ­ο­ρι­σμό. Ὅ­μοι­α καί οἱ σκέ­ψεις, ἡ μί­α ὁ­δη­γεῖ στήν ἄλ­λη, καί ὅ­λες μα­ζί δί­νουν στόν νοῦ εὐ­και­ρί­ες βα­θέ­ος στο­χα­σμοῦ, μιά ἀ­πα­ραί­τη­τη ἀλ­λα­γή ἀ­πό τήν ἐ­πι­πό­λαι­η κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα πού ἔ­χεις συ­νη­θί­σει. Ὁ ἥ­λιος κον­τεύ­ει νά χα­θεῖ πιά στόν ὁ­ρί­ζον­τα, ἀ­κο­λου­θών­τας δι­κή του δι­α­δρο­μή. Ἡ δι­κή σου ὅ­μως τε­λει­ώ­νει ἐ­δῶ, μό­λις ἔ­φθα­σες. Τό αὐ­το­κί­νη­το στα­μα­τά­ει ἔ­ξω ἀ­πό τήν πέ­τρι­νη μάν­τρα· κοι­τών­τας γύ­ρω, ἴ­σα πού δι­α­κρί­νεις τό κα­θο­λι­κό στό μι­σο­σκό­τα­δο. Κα­τε­βαί­νεις, καί πη­γαί­νον­τας πρός τά μέ­σα, νι­ώ­θεις ἀ­κό­μη νά τα­ξι­δεύ­εις. Μή­πως ἔ­πρε­πε νά συ­νέ­χι­ζες λί­γο ἀ­κό­μη τόν δρό­μο σου ―μιά δυ­ό στρο­φές πα­ρα­κά­τω, ὡς καί τήν ἑ­πό­με­νη, ἴ­σως καί λί­γο πιό πέ­ρα...



Πλη­σι­ά­ζον­τας τόν να­ό, μέ­σα στήν σι­γή τοῦ ἀ­πό­βρα­δου, συ­νέρ­χε­σαι. Τό πε­ρί­τε­χνο χτί­σι­μο, ἡ πρό­σο­ψη, ὁ τροῦ­λος, ὅ­λο τό ἐ­ξω­τε­ρι­κό παι­χνι­δί­ζει μέ τό μυα­λό σου, πού προ­τρέ­χει νά συν­θέ­σει ὁ­λό­κλη­ρη τήν δο­μή τοῦ κτι­ρί­ου, μα­ζί μέ ὅ­σα δέν φαί­νον­ται. Προ­σκυ­νᾶς στόν πρό­να­ο, ἀ­νά­βεις κε­ρί. «Το φῶς κόν­τρα στό σκο­τά­δι τοῦ κό­σμου», εἶ­χε πεῖ ἕ­νας ἀ­δελ­φός. Μέ τόν συμ­βο­λι­σμό στό μυα­λό σου, τό βλέμ­μα σου κον­το­στέ­κε­ται γιά μιά στιγ­μή στήν φλό­γα πού ἀ­νά­βον­τας, τρε­μο­παί­ζει. Θαρ­ρεῖς πα­σχί­ζει νά κρα­τη­θεῖ ἐ­πά­νω στό σχοι­νί, νά παύ­σει τό τρε­μού­λια­σμα. Δι­δά­σκε­σαι πού τήν βλέ­πεις νά στε­ρι­ώ­νε­ται, νά ἰ­σορ­ρο­πεῖ καί νά δυ­να­μώ­νει. Πά­λι προ­σκυ­νᾶς, καί προ­χω­ρᾶς πιό μέ­σα. «Εἰ­σε­λεύ­σο­μαι, εἰς τόν οἶ­κον Σου» ἀ­κού­γε­ται, σέ ἦ­χο δω­ρι­κό μά τό­σο σα­γη­νευ­τι­κό. Ἀ­πο­λαμ­βά­νεις τήν σύμ­πτω­ση, νά μπαί­νεις στόν να­ό ἀ­κού­γον­τας τοῦ­τα τά λό­για, κά­τι σάν σκη­νο­θε­σί­α. Μᾶλ­λον λά­θος νό­μι­σα, δέν τε­λεί­ω­σε κα­νέ­να τα­ξί­δι πρω­τύ­τε­ρα. Πρέ­πει νά στέ­κο­μαι στό σω­στό ση­μεῖ­ο· ἀ­πό ἐ­δῶ φαί­νε­ται νά μπο­ρῶ νά συ­νε­χί­σω τό τα­ξί­δι μου πο­λύ κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό πρίν, μέ ἄλ­λον προ­ο­ρι­σμό, τό­σο πο­λύ μα­κρύ­τε­ρα! «Εἰς τό ἐ­πέ­κει­να», ἔρ­χε­ται αὐθόρ­μη­τα, ἕ­νας ἴ­σως ὑ­περ­βο­λι­κός συ­νειρ­μός...



Ἀρ­κοῦν λί­γα λε­πτά γιά νά ἐ­πι­βε­βαι­ω­θῶ. Ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα εἶ­ναι ἐ­πι­βλη­τι­κή, ἀλ­λά καί κα­τα­νυ­κτι­κή. Λί­γες καν­δῆ­λες φέγ­γουν ἐ­δῶ καί ἐ­κεῖ στίς εἰ­κό­νες. Τό σκο­τά­δι ἠ­ρε­μεῖ τήν σκέ­ψη, τήν ἀ­παλ­λά­σει ἀ­πό τά πε­ριτ­τά. Στούς τοί­χους, σχέ­δια καί χρώ­μα­τα ξε­προ­βά­λουν ἀ­νά­με­σα στίς σκι­ές. Μορ­φές ἁ­γί­ες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες καί παι­διά, βε­βαι­ώ­νουν γιά τόν ἄλ­λον, τόν νέ­ο τρό­πο νά ζεῖς. Πά­θη καί πά­θος· κλί­ση καί ἀ­πό­κρι­ση στό κά­λε­σμα. Θαυ­μα­στά καί πα­ρά­δο­ξα ἀ­πό τήν ζω­ή Ἐ­κεί­νου, πο­ρεί­α πρός τόν Σταυ­ρό, Ἀ­νά­στα­ση. Ὅ­λα μα­ζί σμιγ­μέ­να ὁ­λό­γυ­ρα στούς τοί­χους, τό­σο πε­ρί­τε­χνα, σάν ἕ­να! Πού δέν μέ­νει ἐ­κεῖ, μό­νο του, στεῖ­ρο. Μά γί­νε­ται ἐ­πί­σης ἕ­να μέ τά γλυ­κά με­λί­σμα­τα πού φτά­νουν στά αὐ­τιά μου. Γί­νε­ται ἕ­να μέ τούς ἤ­χους, πού ἄλ­λο­τε ἱ­κε­τευ­τι­κοί, ἄλ­λο­τε δο­ξο­λο­γι­κοί, κά­νουν τήν ψυ­χή μου νά σκιρ­τᾶ. Τῆς δί­νουν ἕ­να ἁ­πα­λό τα­ρα­κού­νη­μα, νά πά­ει πιό κά­τω. Νά ἀ­φή­σει τήν βο­λή της, νά κι­νη­θεῖ. Νά θυ­μη­θεῖ πώς πλά­στη­κε γιά πε­ρισ­σό­τε­ρα, ἔ­χει δρό­μο μπρο­στά της, τα­ξί­δι! Ὅ­λα αὐ­τά, συν­θέ­τουν ἕ­να πο­λύ δυ­να­τό βί­ω­μα, πού ὅ­μως γί­νε­ται πο­λύ πλη­ρέ­στε­ρο, ἀ­πο­κτών­τας ἄλ­λο βά­θος, μέ τήν κυ­ρί­αρ­χη πα­ρου­σί­α τοῦ λό­γου. Ἀ­πό τό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, τόν Ἀ­πό­στο­λο, ὅ­λα τά ἀ­να­γνώ­σμα­τα, κά­θε τρο­πά­ριο καί κά­θε ποί­η­μα, κά­θε «Κύ­ρι­ε ἐ­λέ­η­σον» καί «Ἀ­μήν». Ἡ δι­ά­θε­ση με­το­χῆς στό μυ­στή­ριο τοῦ Λό­γου, προ­κα­λεῖ ἀ­πό μό­νη της μιά μι­κρή ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀλ­λοί­ω­ση. Δί­ψα γιά κα­τα­νό­η­ση καί με­το­χή σέ ὅ­σα ἀ­κού­γον­ται καί ὅ­σα ἐν­νο­οῦν­ται. Δί­ψα γιά κεν­τρά­ρι­σμα τῆς ζω­ῆς μου στόν Λό­γο, στό ἴ­διο τό Εὐ­αγ­γέ­λιο, σέ μιά ἄλ­λη προ­σέγ­γι­ση στήν ζω­ή.



Πό­σο νό­η­μα μπο­ρῶ νά βρῶ σέ αὐ­τές τίς στιγ­μές! Ὁ ἄν­θρω­πος, μέ­σα ἀ­πό τά χα­ρί­σμα­τά του, ἀ­να­ζη­τᾶ τρό­πους νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Δέν βρί­σκω ἄλ­λο τρό­πο νά τό ἐ­ξη­γή­σω. Ἡ τέ­χνη, πού τό­σο πο­λύ μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­δρά­σει στήν ἀν­θώ­πι­νη ψυ­χή καί στό σῶ­μα, ὑ­πο­ταγ­μέ­νη, τρό­πον τι­νά, στίς ἀ­νάγ­κες τῆς Λα­τρεί­ας. Δη­λα­δή, στήν ἀ­νάγ­κη τοῦ ἀν­θρώ­που νά ὑ­μνή­σει τόν Θε­ό. Νά με­τέ­χει, νά εἶ­ναι καί αὐ­τός κομ­μά­τι τοῦ ὅ­λου, τοῦ συ­νό­λου, τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ Κυ­ρί­ου. Καί ἔ­τσι, ὁ κα­θέ­νας βά­ζει τό δι­κό του τά­λαν­το, ὅ­πως καί ὅ­σο μπο­ρεῖ. Ἄλ­λος μου­σι­κός, ἄλ­λος λό­γιος, ἄλ­λος ζω­γρά­φος, ἄλ­λος χτί­στης, ἄλ­λος ζυ­μω­τῆς, ἄλ­λος δι­α­χει­ρι­στῆς, ἄλ­λος δι­ά­κο­νος. Ὅ­λοι μα­ζί, ἴ­σως στό ξε­χεί­λι­σμα τοῦ ἔ­ρω­τά τους, κα­τα­θέ­τουν τήν ἀ­γά­πη τους. Καί μπο­ρῶ νά μπαί­νω ἐ­δῶ μέ­σα, καί νά γί­νο­μαι καί ἐ­γώ κοι­νω­νός καί μέ­το­χος αὐ­τῆς τῆς πνευ­μα­τι­κῆς κλη­ρο­νο­μιᾶς! Χρι­στέ μου, ἐ­λά­χι­στη προ­αί­ρε­ση βά­ζω, καί παίρ­νω τό­σα πί­σω, πού μου εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά τά δι­α­χει­ρι­στῶ, μέ ὑ­περ­βαί­νουν!...



Σέ λί­γο ἀρ­χί­ζει τό δο­ξα­στι­κό. «Δό­ξα Πα­τρί καί Υἱ­ῶ καί Ἁ­γί­ω Πνεύ­μα­τι...» ψέλ­νει ὁ κα­λό­γε­ρος, καί ὁ με­σαι­ω­νι­κός ἦ­χος μέ ὑ­πο­βάλ­λει σέ κά­τι ἀ­πό­κο­σμο. Μά ὁ λό­γος ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο! Συ­ναι­σθά­νο­μαι τό ἐ­λά­χι­στο τῆς ὕ­παρ­ξής μου, προ­σπα­θῶ νά συλ­λά­βω τί λό­για τολ­μῶ καί ψελ­λί­ζω, ἡ μα­τιά μου πέ­φτει στήν Μα­ρί­α, μη­τέ­ρα κλαί­ου­σα κά­τω ἀ­πό τόν σταυ­ρό. Μά καί στήν ἄλ­λη Μα­ρί­α, τήν Αἰ­γυ­πτί­α. Καί σέ ἄλ­λον ἅ­γιο, καί σέ ἄλ­λον, μάρ­τυ­ρες ὅ­λοι τῆς ὕ­παρ­ξης μιᾶς ἄλ­λης βι­ω­τῆς. Σέ κοι­τοῦν σι­ω­πη­λά, σάν νά σοῦ κλεί­νουν τό μά­τι. Πό­σες φο­ρές γύ­ρι­σα τήν πλά­τη, ἀν­τί νά ἁ­πλώ­σω τό χέ­ρι! Ὅ­λα μέ ὁ­δη­γοῦν νά ση­κώ­σω τό βλέμ­μα μου ψη­λά. Ἀν­τι­κρύ­ζω τόν Κύ­ριο, ὡς Παν­το­κρά­τορα, κυ­βερ­νή­τη τοῦ πλοί­ου πού τα­ξι­δεύ­ει... Προ­σεύ­χο­μαι τώ­ρα μέ ὅ­λη μου τήν ὕ­παρ­ξη! Οἱ τρί­χες μου ἀ­να­ση­κώ­νον­ται, στήν σκέ­ψη πώς αὐ­τό πού σι­γο­ψέλ­νω τώ­ρα καί ´γῶ, τό ἔ­ψαλ­λαν καί ἄλ­λοι χρι­στια­νοί, μί­α, δύ­ο, τρεῖς γε­νι­ές πί­σω, χρό­νια ὁ­λό­κλη­ρα, αἰ­ῶ­νες! Κά­ποι­οι ἄν­θρω­ποι, πρίν ἀ­πό πέν­τε ἤ ἕ­ξι αἰ­ῶ­νες, προ­σεύ­χον­ταν ψέλ­νον­τας τούς ἤ­χους αὐ­τούς, ἔ­χον­τας στό στό­μα τους τά βα­θύ­τα­τα αὐ­τά λό­για, γυρ­νών­τας τό βλέμ­μα τους, στίς ἴ­δι­ες αὐ­τές ἁ­γι­ο­γρα­φί­ες πού μέ πε­ρι­βάλ­λουν... Τί θλί­ψεις, τί ἀ­γω­νί­ες νά τούς κυ­νη­γοῦ­σαν; Ποι­ά χα­ρά στήν ζω­ή τους νά τούς ἔ­κα­νε νά προ­σεύ­χον­ται δο­ξο­λο­γών­τας; Συγ­κλο­νί­ζο­μαι ξα­νά· πά­λι καί πά­λι ἀ­δυ­να­τῶ νά συλ­λά­βω ὅ­τι θά κοι­νω­νή­σω Τόν Ἴ­διο Χρι­στό, ἀ­πό τό κοι­νό Πο­τή­ριο, ἴ­διο πού κοι­νώ­νη­σαν ὅ­λοι, ἀ­πό ἀ­πό­ψε, μέ­χρι πί­σω... μέ­χρι ἐ­κεῖ­νο τό βρά­δυ στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, ἀ­πό τά χέ­ρια Ἐ­κεί­νου.



Μέ­σα στήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν βι­ω­μά­των, νι­ώ­θω ἀ­τό­φιο τό γι­ά­τρε­μα μέ­σα μου, στήν μο­να­ξιά τῆς γυ­μνῆς ὕ­παρ­ξής μου. Συ­να­πάν­τη­μα, ἔ­ξω ἀ­πό τόν χρό­νο! Κοι­τῶ γύ­ρω μου, καί βλέ­πω τά πρό­σω­πα τῶν ἀ­δελ­φῶν μου. Σύ­να­ξις ἐ­πί τό αὐ­τό!.. Ἄλ­λος στο­χά­ζε­ται, ἄλ­λος προ­σεύ­χε­ται θερ­μά· ἄλ­λος ψέλ­νει ἐ­νῶ ἄλ­λος ἔ­χει ἀ­πο­κά­μει ἀ­πό τήν κού­ρα­ση, καί γέρ­νει στό στα­σί­δι μή­πως ξε­γε­λά­σει λί­γο τήν νύ­στα του. Μέ ἀ­δελ­φούς μα­ζί, ἐ­δῶ στό τώ­ρα, στό χθές καί στό αὔ­ριο, στά χρό­νια καί στούς αἰ­ῶ­νες πού ἦρ­θαν καί θά ἔρ­θουν. Δέν μπο­ρῶ νά μοῦ κρύ­ψω τό προ­φα­νές: ἔ­χω χά­σει κά­θε αἴ­σθη­ση τοῦ χρό­νου καί τοῦ χώ­ρου! Πιά, τα­ξι­δεύ­ω με­σο­πέ­λα­γα, στά ἀ­νοι­χτά!
Δό­ξα τῷ Θε­ῷ, πάν­των ἕ­νε­κεν!
Recommended Post Slide Out For Blogger