της Στέλλας Αναγνώστου Δάλλα
Ακούω τα παιδιά στο διπλανό σπίτι να φεύγουν για βόλτα με τα
ποδήλατά τους. Ομόφωνα αποφασίζουν να
πάνε στον «γέρο-πλάτανο». Αυτός ο
«γέρο-πλάτανος», είναι πράγματι ένας γέρο-πλάτανος, με μια τεράστια κουφάλα από
τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τώρα γέρασε
κι άλλο, τον χτύπησαν κι άλλες μπόρες, κι άλλοι κεραυνοί, κι έγινε όλος μια
κουφάλα. Παλιά, τα κλαδιά του απλώνονταν
μεγάλα και φουντωτά, και σκίαζαν τον τόπο.
Τώρα απόμειναν λίγα και αραιά. Σε
τίποτε δεν χρησιμεύουν πια, παρά για να παρηγοριέται ο ίδιος ότι ζει ακόμη, και
για να θυμούνται οι υπόλοιποι ότι κάποτε αυτό ήταν ένα μεγάλο δένδρο.
Όμως το δένδρο αυτό δεν φύτρωσε εκεί από μόνο του, στη μέση
ενός χωραφιού, κι ούτε είναι κοντά σε καμμιά ρεματιά. Το δένδρο αυτό το φύτεψαν άνθρωποι. Άνθρωποι πρόσφυγες, οι άνθρωποι του χωριού
μου, οι παππούδες μου και οι γιαγιάδες μου.
Αυτοί που τους ξεσήκωσαν από τον τόπο τους χωρίς λόγο και αιτία, στην
ανταλλαγή του ’24. Ο παλιός Πύργος ανήκε
στην μητρόπολη Δέρκων, βορειοανατολικά της Πόλης, και είχε εξαιρεθεί από την
ανταλλαγή πληθυσμών. Τους έπεισαν να
ζητήσουν να φύγουν. Τους ξεσήκωσαν για
να τους ξεσηκώσουν. Για να αποδυναμωθεί
κι άλλο ο Ελληνισμός της Ανατολής, να μην μείνει λίθος επί λίθου.
Και να που δεν έμεινε.
Χάθηκε στην τρίτη γενιά μετά τους πρόσφυγες, στα δισέγγονά τους.
Αυτός ο «γέρο-πλάτανος», είναι φυτεμένος έξω από ένα
εκκλησάκι. Μικρό και φτωχό, όσο μικροί
και φτωχοί ήταν εκείνοι που το ‘χτισαν.
Εκείνοι που το θέλησαν. Είναι το
«Μπαλουκλάκι» μας, μια μικρή Ζωοδόχος Πηγή.
Οι καημένοι οι Πυργιώτες, ζώντας δίπλα στην Πόλη, είχαν συνηθίσει να
γιορτάζουν στην Ζωοδόχο Πηγή, στο Μπαλουκλί.
Είχαν μάθει γενικά, να γιορτάζουν την Παναγία με κάθε τρόπο. Η μεγάλη μας εκκλησία είναι Κοίμηση, η άλλη
Εισόδια. Την ίδια Μητέρα πανηγυρίζουν
λοιπόν, και κάθε Παρασκευή μετά την Ανάσταση του Υιού Της, στο μικρό αυτό
εκκλησάκι, που άλλοτε περιβαλλόταν από χωράφια «ποτιστικά», με ντομάτες και
πιπεριές, και κολοκυθάκια και
μελιτζάνες, που μοσχοβολούσαν από μακρυά.
Κι όπως φυσούσε ο αέρας, μύριζαν κι οι κατιφέδες και οι βασιλικοί
ανάμεσα στ’ αυλάκια, και μεθούσες. Οι
άνθρωποι που δούλευαν στα χωράφια τους, οι χαμογελαστοί εκείνοι άνθρωποι με τα
ρυτιδιασμένα πρόσωπα και τις γλυκειές κουβέντες στα χείλη, την ένοιωθαν την
Ζωοδόχο Πηγή, σαν παρηγοριά, και σαν προστασία.
Τώρα όμως που η ζωή τους «καλυτέρεψε», δήθεν, από τους διάφορους
«-ισμούς» του κόσμου τούτου, τις επιστήμες και τα διαμερίσματα στην Αθήνα,
τώρα, τα δισέγγονά τους, δεν αντέχουν κάν να πουν τη λέξη «εκκλησάκι» που
λέγαμε πάντοτε, και λένε το μέρος «γέρο-πλάτανο»!!!! Φοβούνται οποιαδήποτε αναφορά στην Εκκλησία,
όπως φοβάται ο Διάβολος τον Σταυρό και το όνομα του Θεού. Τα ξέχασαν όλα. Τα μίσησαν όλα. Τα έχασαν όλα, και προτίμησαν να μείνουν με
το πλατάνι…
Σ’
αυτό το εκκλησάκι που βρίσκεται ακόμη στη θέση του, έρχονται οι ίδιοι κάθε
Πάσχα στο πανηγύρι του, «για το καλό»!
Για τη «σύναξη». Για το
έθιμο. Τον εορτασμό της Παναγίας που
αναβλύζει την ζωή, τον μετέτρεψαν μέσα τους σε πολιτιστική περίσταση, όπου το
φαγητό και ο χορός κατήντησαν αυτοσκοπός.
«Ουκ ελάτρευσαν τη Κτίσει, οι θεόφρονες, παρά τον Κτίσαντα…»…
… …
Πού να το ‘χαν ζήσει και πριν ανακαινιστεί, το εκκλησάκι
μας. Πριν αρχίσουν οι κλοπές και
κλειδωθεί, κι απομονωθεί από τον κόσμο, κι ο κόσμος απ’ αυτό. Τότε ήταν ανοιχτό, κι η στέγη αταβάνωτη. Μπαινόβγαιναν τα χελιδόνια κι έχτιζαν φωληές
στο σπίτι του Πατέρα τους.
Μπαινοβγαίναμε κι εμείς, παιδιά τότε, κι ανάβαμε κεράκια και καντηλάκια. Είχε στον τοίχο και μια παληά χάρτινη εικόνα,
που τώρα πετάχτηκε. Απεικόνιζε την
Δευτέρα Παρουσία, κι ήταν χωρισμένη στα δυό.
Επάνω, όλοι οι καλοί, με πρόσωπα ήρεμα και γλυκά, λαϊκοί και κληρικοί,
«ιματισμένοι και σωφρονούντες», οδηγούνταν από τους αγγέλους, σ’ έναν κήπο
γεμάτον τριαντάφυλλα, που ήταν ο Παράδεισος.
Και κάτω, αναπόδραστα, οδηγούνταν οι κολασμένοι, σ’ έναν τόπο σκοτεινό,
γεμάτο φωτιές. Τα πρόσωπά τους ήταν
αλλαφιασμένα και αγριωπά, ενώ τους έσπρωχναν κάτι μαύροι δαίμονες,
ασκημομούρηδες, με κέρατα στα κεφάλια, και δικράνια στα χέρια. Κοιτάζαμε κι εμείς αυτήν την εικόνα, και τρέμαμε
μην καταντήσουμε σαν τους κολασμένους.
Αμέσως στρέφαμε το βλέμμα στην εικόνα της Παναγίας, πιο μεγάλη από το
μπόϊ μας, που καθόταν μεγαλόπρεπα επάνω σε μια πηγή, και ζωντάνευε τα ψαράκια
που κολυμπούσαν από κάτω Της.
Πολύ τα λυπάμαι τα καημένα τα παιδάκια στο διπλανό
σπίτι. Τώρα γελούν και χαίρονται, όμως
όταν δυσκολευτούν στη ζωή τους αργότερα, πού θα στρέψουν το βλέμμα για βοήθεια,
για δύναμη, για προστασία, για παρηγοριά;
Στην φύση, ή στις ανθρώπινες θεωρίες;
Όλα αυτά θα τους κοιτάζουν βουβά κι ανήμπορα.
«Λίθος όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις
κεφαλήν γωνίας». Η Παναγία θα παραμένει
πάντα στη θέση της στον Ουρανό, και το εκκλησάκι μας, αν θέλει ο Θεός, θα
στέκεται πάντα, εκεί, στα χωράφια, με ή χωρίς τον «γέρο-πλάτανο». Ίσως μια μέρα να το αναζητήσουν και να το
βρουν. «…Ει άραγε ψηλαφήσειαν Αυτόν και
εύροιεν»… … ….