Της Στέλλας Αναγνώστου -Δάλλα
Στην καρδιά όλων μας, το στεφάνι της Σαρακοστής, είναι οι
Χαιρετισμοί στην Παναγία μας. Αυτά τα
υπέροχα μελωδικά, τα υπέροχα ποιητικά «Χαίρε», μπροστά σε μια γλυκόθωρη Παναγιά
στεφανωμένη με ανοιξιάτικα λουλούδια.
Αυτά τα «Χαίρε» που το σκίρτημά τους μπλέκεται με το σκίρτημα από τα
κελαηδίσματα των πουλιών, την αναγέννηση από μια μέρα που όλο και μεγαλώνει,
πλαταίνοντάς μας την καρδιά.
Πόσα πράγματα χάνονται μέσα από τα χέρια μας χωρίς να το
καταλάβουμε! Πόσα πράγματα καλούμαστε ν’
αποχαιρετίσουμε, χωρίς να έχουμε προλάβει να τα χαρούμε, χωρίς να τα έχουμε
χορτάσει, έτσι που να έχουν χορτάσει κι εκείνα εμάς. Μπροστά στα σαστισμένα μάτια μας, χάνονται, η
μία μετά την άλλη, όλες μας οι ανάσες: οι Χαιρετισμοί, ο Ευαγγελισμός, η Σταυροπροσκύνηση,
οι Κατανυκτικοί Εσπερινοί, οι Προηγιασμένες Θείες Λειτουργίες, ο Μεγάλος Κανόνας,
οι μεγάλοι Άγιοι-σηματοδότες των Κυριακών…
Δυσκολεύομαι και ν’ αναλογιστώ τις τεράστιες απώλειες μέχρι το Πάσχα,
σπαράζει η καρδιά μου ν’ αναλογιστώ Μεγάλη Εβδομάδα, Σταύρωση, και Ανάσταση έξω
από την εκκλησία!
Χαιρετώντας τους Χαιρετισμούς, προσεύχομαι να μην χάσω την
ίδια την Παναγία. Χαιρετώντας τον
Ευαγγελισμό, εύχομαι να μην χάθηκε το Ευαγγέλιο για μένα. Χαιρετώντας τους Κατανυκτικούς Εσπερινούς,
προσεύχομαι να μην χάσω την μετάνοια, χαιρετώντας τις Προηγιασμένες Θείες
Λειτουργίες, προσεύχομαι να μην χάσω την λαχτάρα για τον Χριστό. Χαιρετώντας τον Σταυρό εύχομαι να μην χάσω
την αντοχή μου. Χαιρετώντας, τώρα, και
την Μεγάλη Εβδομάδα, εύχομαι να μην πάψω να συμπορεύομαι μαζί με τον Χριστό
όταν μου ζητά να Τον ακολουθήσω προς τον Γολγοθά της αγάπης. Χαιρετώντας το «Δεύτε λάβετε φως» προσεύχομαι
να μην χάσω το «Χριστός Ανέστη!» μέσα μου, να μην ξεχάσω πως το Φώς υπάρχει,
πως είναι ανέσπερο, πως οπωσδήποτε θα φανεί.
Ο Χριστός αναστήθηκε και ανασταίνεται πάντα μέσα από τον
τάφο της θλίψης. Εκεί που νομίζεις ότι
πέθανε ο Θεός, ότι δεν μένει παρά να βασιλεύσει το ποικιλλόμορφο σκοτάδι, εκεί
ζει ο Θεός, ανασταίνεται πανηγυρικά ο Χριστός.
Εμφανίζεται σ’ αυτούς που Τον αγαπούσαν, τους παρηγορεί και τους φωτίζει.
Θυμάμαι εκείνη την επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
προς τον ρήτορα Ευδόξιο:
«Ερωτάς πώς τα ημέτερα και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον
πνευματικόν αδελφόν και τον σωματικόν. ‘Ο πατήρ μου και η μήτηρ εγκατέλιπόν με’ μετά
του Δαυίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος
πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί,
τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλούς εν νυκτί,
πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τι χρή
παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο
θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις
εντεύθεν τεκμαιρομένω…».
Ας με συγχωρήσει να την μεταφράσω:
«Με ρωτάς πώς τα πάω, κι η απάντηση είναι ‘αβάσταχτη
πίκρα’. Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω
τον Καισάριο, έχασα και τον πνευματικό μου αδελφό, και τον σωματικό. Μαζί με τον Δαυίδ φωνάζω κι εγώ ‘ο πατέρας κι
η μητέρα μου μ’ εγκατέλειψαν’. Το σώμα μου
πια υποφέρει, τα γηρατειά είναι πια σχεδόν πάνω από το κεφάλι μου. Οι φροντίδες μου όλο και δυσκολεύουν, τα
προβλήματα έρχονται το ένα μετά το άλλο, οι φίλοι δεν είναι πια να στηριχθείς,
η Εκκλησία χωρίς κυβερνήτη. Χάνονται τα
καλά, τα κακά ενεργούν απροκάλυπτα, αρμενίζω μέσα σε βαθειά νύχτα, φώς πουθενά,
ο Χριστός κοιμάται. Τι άλλο να πάθω
ακόμη; Μία μόνο λύση υπάρχει για τα
βάσανά μου, ο θάνατος. Αλλά κι εκεί με
φοβίζει το τι με περιμένει, αν κρίνω από την πορεία μου εδώ…».
Προσπαθώ να μου θυμίζω πως μέσα από το σκοτάδι, τον φόβο,
και την σιωπή, τότε ήταν που πρόβαλλε η Ανάσταση, «λίαν πρωί», εκεί που μόλις
θα ανέτελλε μία ακόμη «μαύρη μέρα».
Νοιώθω πως τέλειωσε μια Θεία Λειτουργία.
Καθώς περιμένω την επόμενη, προσεύχομαι:
«Ο ευλογών τους ευλογούντας Σε, Κύριε, και αγιάζων τους επί Σοί
πεποιθότας, σώσον τον λαόν Σου, και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου. Το πλήρωμα της Εκκλησίας Σου φύλαξον, αγίασον
τους αγαπώντας την ευπρέπειαν του Οίκου Σου.
Σύ αυτούς αντιδόξασον τη θεϊκή Σου δυνάμει, και μη εγκαταλίπης ημάς τους
ελπίζοντας επί Σε…». Ποτέ δεν ένοιωσα
αυτήν την Ευχή πιο βαθειά.
Για τώρα, επιλέγω να σκέπτομαι πως βρίσκομαι, ας πούμε, κι
εγώ, σ’ ένα κρεββάτι νοσοκομείου, απ’ όπου εμποδίζομαι να ζήσω την πληρότητα
της εκκλησιαστικής ζωής, απ’ όπου όμως μπορώ να συμπάσχω πιο βαθειά, να
προσεύχομαι πιο θερμά. Σ’ ένα κρεββάτι
απ’ όπου θα σηκωθώ μια μέρα με υγεία και όρεξη. Για τώρα, καθώς αποχαιρετώ για λίγο, ελπίζω,
την πληρότητα της εκκλησιαστικής ζωής, παρακαλώ τον Θεό να με βοηθήσει να μην
χάσω και την ουσία της…