Ἡ γκρίνια γίνεται συνήθεια, γιατί ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καὶ ἡ κακομοιριὰ φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριὰ καὶ ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῶ ὅποιος σπέρνει δοξολογία δέχεται τὴν θεϊκὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἂν τοῦ δώσει ὁ Θεός, δὲν τὶς ἀναγνωρίζει.
Γι’ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλησιάζει ὁ πειρασμός, τὸν κυνηγάει συνέχεια ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ φέρνει ὅλο ἀναποδιές, ἐνῶ τὸν εὐγνώμονα τὸν κυνηγάει ὁ Θεὸς μὲ τὶς εὐλογίες Του.
Να, ξέρω κάποιον εκεί στο Όρος που, αν βρέξει και του πεις: πάλι βρέχει, αρχίζει• Ναι, όλο βρέχει, θα σαπίσουμε από την πολλή υγρασία. Αν μετά από λίγο σταματήσει η βροχή και του πεις: ε, δεν έβρεξε και πολύ, λέει• Ναι, βροχή ήταν αυτή; Θα ξεραθεί ο τόπος!
Στην Ήπειρο γνώριζα δύο γεωργούς. Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα - δύο χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος. Θα κάνω ότι προλάβω, έλεγε. Μερικές φορές άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψει, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας, και όμως για όλα έλεγε - Δόξα Σοι ο Θεός - και όλα του πήγαιναν καλά.
Ο άλλος είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κτλ, δεν είχε και παιδιά. Αν τον ρωτούσες• πώς τα πας;
άστα μην τα ρωτάς, απαντούσε. Ποτέ δεν έλεγε δόξα Σοι ο Θεός, όλο γκρίνια ήταν. Όλα τα είχε, αλλά προκοπή δεν έκανε.
Η γκρίνια έχει κατάρα. Είναι σαν να καταριέται ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του. Για αυτό λέω, η δοξολογία είναι μεγάλη υπόθεση. Από μας εξαρτάται, αν γευθούμε ή όχι τις ευλογίες που μας δίνει ο Θεός.
[Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης]