Ο Γέρος σαν άκουσε το “καταδικάζονται εις θάνατον” μισοσταυροκοπήθηκε μ’ απορία και λέει:
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.
-Κύριε ελέησον! Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου…
Ύστερα βγάζει την ταμπακιέρα του, παίρνει μια πρέζα ταμπάκο κι αφού την ρούφηξε, πρόσφερε και σ’ όσους τον είχανε περιτριγυρίσει γυρεύοντας να τον παρηγορήσουν, που ανάμεσα σ’ αυτούς ήτανε κι οι συνήγοροι Βαλσαμάκης και Κλωνάρης.