Στα περυσινά παιδιά του Ελεώνα
π.Εφραίμ Παναούση
Είμαι ο Πέτρος .Είμαι πέντε ετών .Από τότε που θυμάμαι τον
εαυτό μου πάντοτε έλεγα και την ηλικία μου μαζί.Η μαμά μου μού έλεγε.
-Τώρα
Πέτρο είσαι πέντε χρονών μεγάλωσες .Είμαι εγώ
και άλλα δύο μεγαλύτερα αδέλφια ακόμα.Η μαμά που κοιμάται στο δωμάτιό μας και η
φωτογραφία του μπαμπά.
Όταν ήμουν πιο μικρός νόμιζα πως ο μπαμπάς ήταν μέσα στη
φωτογραφία .Άμα πείραζα τον αδελφό μου το Φανουράκη η μαμά έλεγε Πέτρο ο
μπαμπάς σου σε βλέπει..
Όσο μεγάλωνα μου λέγανε στο σχολείο εμένα ο μπαμπάς με πήγε
εκεί ,μου αγόρασε αυτό,με πήγε για μπάλα.
Ο δικός μου ο μπαμπάς δεν θυμάμαι να με πήγε πουθενά.
Μου έλεγε μόνο η μαμά πως όταν γεννήθηκα ήτανε εδώ.
Ο μπαμπάς εδώ και χρόνια λείπει από το σπίτι.Η μαμά μου λέει ότι
έχει πάει ταξίδι.Μα εγώ κρυφάκουσα μια φορά που μιλούσε στο τηλέφωνο και η μαμά
έλεγε πως ο μπαμπάς περιμένει αν θυμάμαι καλά το εφετείο ή
κάπως έτσι.
Ο μπαμπάς μου λείπει .
Μέρες τώρα η μαμά με παίρνει με το καλό.Όταν η μαμά με
παίρνει με το καλό κάτι θέλει.Όλο Πετράκη και Πετράκη.
Με καθίζει το λοιπόν στην μεγάλη πολυθρόνα και μου λέει .Ήρθε
η ώρα Πετράκη να πάμε να δούμε τον μπαμπά.
Εγώ τώρα κάνω πως δεν ξέρω
Μα δεν λείπει ταξίδι λέω και καλά... να δω τι θα πει..
Ήτανε ταξίδι και γύρισε λέει η μαμά..
Αυτό πάλι το πράγμα να θεωρούν οι μεγάλοι ότι δεν
καταλαβαίνουμε πολύ με πειράζει.
Πήγαμε στη φυλακή .Η μαμά πάντα με κρατάει από το χέρι .Δεν μ
αρέσει αυτό αλλά τώρα το ζήτησα μόνος μου.Χαρτιά, έλεγχος στην πόρτα συγγενείς πρώτου
βαθμού .Ούτε ξέρω τι είναι αυτό
Ενας κύριος στην πύλη .Η μαμά έδωσε ταυτότητα και έψαξαν τα
πράγματά μας
Σύρματα από δω και από κεί .. Περάσαμε μέσα .
Η μαμά έβγαλε ένα
μαντήλι από τη τσάντα της και το χε στο χέρι.Από τότε που θυμάμαι τη μαμά το
μαντήλι ήτανε συνεχώς στα χέρια της.
Είδα πολλούς ανθρώπους .Σαν να με ήξεραν χρόνια
-Τι ομάδα είσαι μικρέ.;Εχω έναν γιο στα χρόνια σου
Από μακριά κατέβαινε
ένας ψηλός άνθρωπος και η μαμά έφτιαξε τη ζακέτα και το φουστάνι της το
βυσσινί.
Αυτός είναι ο μπαμπάς είπε η μαμά.Και γω στάθηκα στο μέρος
εκείνο και δεν ήθελα να προχωρήσω.
Ο μπαμπάς το καατάλαβε και πάγωσε και κείνος.
Έλα σε παρακαλώ επέμεινε η μαμά.Σε θέλει σε χρειάζεται..
Πως είναι δυνατόν να με χρειάζεται.Που ήταν εκείνος όταν εγώ
τον ήθελα και τον χρειαζόμουν .
Ο μπαμπάς άρχισε να πλησιάζει
Πετράκη ...Μία φωνή καμωμένη από το γρέζι της φωνής εκείνο του παππού .Πλησίασε
κοντά.Ήτανε ο ίδιος μπαμπάς με τη
φωτογραφία.
Άνοιξε τα χέρια του.
Αν ήξερες πόσο σ αγαπώ είπε.
Άρχισα να δαγκώνω τα δάχτυλά μου να κυττάζω αλλού.Η μαμά είχε
πει να μην μιλάμε με αγνώστους και για μένα ήτανε ένας άγνωστος που ήτανε
μπαμπάς μου.
-Σου λείπω; είπε ο μπαμπάς
-Μου λείπεις έκανα μέσα μου.Μου λείπεις πολύ...
Ο κύριος μπαμπάς σαν να το κατάλαβε με πήρε και με αγκάλιασε.
Πέντε χρόνια αγκαλιά σε μια στιγμή.Και περάσανε πέντε
Χριστούγεννα και πέντε Πρωτοχρονιές και όλα τα μεγάλα της ζωής μου .Και μπροστά μου
τώρα φανερά .
Ήθελα να του τα πω ,να του κλάψω ,να του πω πως δεν άκουσε το
ποίημα για τις γιορτές ,που δεν με είδε να κάνω τον Κολοκοτρώνη.’Ηθελα να του
τα πω .Όταν χτύπησα ,όταν μάτωσα ,όταν κρυολόγησα,όταν είχα πυρετό,Όταν έκανα το πρώτο μου μπάνιο.όταν είχα τα πρώτα γενέθλια.Όταν... Μα δεν είπα.Ο μπαμπάς με φιλούσε και έκλαιγε και γελούσε μαζί.Κι εγώ τον
χαιρόμουνα και δεν ήθελα να τελειώσει.
Δεν είπαμε άλλα.Μου δωσε το χέρι και μου είπε μικρέ θα είμαι
μαζί σου.
Το νου σου στη μαμά.
Οι άνθρωποι κάνουμε λάθη συμπλήρωσε
Και οι μπαμπάδες;
Και οι μπαμπάδες.
Μ αγαπάς; είπε ο μπαμπάς.
Και τότε γύρισα και τον είδα .
Είσαι ο μπαμπάς μου.