Τὶ εἶν' ἡ βοὴ στὸ Γολγοθᾶ ποὺ κόσμος τρέχει ἀπάνω;
-Πηγαίνουν νὰ σταυρώσουν δυὸ μαζί μὲ κάποιον πλᾶνο.
-Ποιοὶ νἆν οἱ δυὸ, ποὺ ἐκδικητής ὁ χάρος τοὺς προσμένει;
-Κλέφτες, φονιάδες, ἄρπαγες, κακούργοι ξακουσμένοι.
-Καὶ ποιὸς ὁ πλᾶνος ποὺ κὶ αὐτὸς θὰ σταυρωθῇ μαζὶ τους;
-Τοὺς Φαρισαίους ρώτησε, εἰναι δουλειὰ δικὴ τους!
-Θὰ πάω νὰ δῶ...
Εἶπα νὰ δῶ κὶ ἦρθαν στὸ νοῦ μου πάλι.
Τὰ χρόνια ποὺ ἤμουνα τυφλός. Τυφλός! Ἐσεῖς οἱ ἄλλοι
δὲν ξέρετε πόσο ἡ ψυχή μέσα στὰ στήθη εἶν' ἄδεια,
ὅταν μὲ μάτια ὁρθάνοιχτα βαδίζει στὰ σκοτάδια!