Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Ποιος άνθρωπος σήμερα θεωρείται χρήσιμος; Άλλοι υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι που προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο απτά, όπως οι γιατροί, οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες, οι στρατιωτικοί όπως επίσης και οι εργαζόμενοι στους διαφόρους τομείς παραγωγής είναι οι χρήσιμοι.
Συνδέουν τη χρησιμότητα με την εργασία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι χρήσιμοι είναι όσοι συμβάλλουν στην ανανέωση της κοινωνίας, οι οικογενειάρχες. Συνδέουν τη χρησιμότητα με να φέρει κάποιος στον κόσμο παιδιά και να τα μεγαλώσει. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι χρήσιμοι είναι όσοι εμπνέονται από κάποιο όραμα. Προσφέρουν κοινωνικά, ακτιβιστικά, αφιερώνοντας τη ζωή τους σε έναν ανθρωπιστικό σκοπό. Συνδέουν τη χρησιμότητα με την ανακούφιση των όσων είναι εμπερίστατοι, αλλά και με την ελπίδα για κοινωνική δικαιοσύνη.
Η κοινωνία συνολικά προβάλλει, όταν της απομένει χρόνος μέσα από τον θρίαμβο του ανούσιου, τις περιπτώσεις των ανθρώπων αυτών, είτε μεμονωμένα είτε ως συνδυαστικά, αν και η οικογένεια σήμερα έχει πάψει να θεωρείται από την καθεστηκυία τάξη ως ουσιώδες έργο. Μάλλον αυτονόητο μοιάζει και οι μόνοι που απασχολούνται είναι εκείνοι που ανησυχούν ή όσοι διαβλέπουν στην όποια κρίση της την απειλή για το μέλλον της κοινωνίας. Οι πολλοί όμως, ακόμη κι όταν υπάρχουν απτά φαινόμενα κρίσης, όπως η βία, η εγκληματικότητα, ο εθισμός στις εξαρτήσεις, ο αναλφαβητισμός από τα νεώτερα μέλη της, μένουν στις περιστάσεις της συγκεκριμένης οικογένειας και δεν προχωρούν σε μία γενικότερη αυτοκριτική.
Σ’ αυτό το πνεύμα αναρωτιέται κάποιος: σε τι έγκειται η χρησιμότητα για την Εκκλησία; Όχι μόνο πόσο χρήσιμη είναι η Εκκλησία στην κοινωνία μας, διότι αυτό το ζήτημα για τους πολλούς έχει περιορισθεί στην διαφύλαξη ηθών και παραδόσεων ή στην ανακούφιση των φτωχών και εμπεριστάτων, αλλά και το τι πιστεύει η ίδια η Εκκλησία για το ποιος είναι χρήσιμος. Μία απάντηση δίνει ο απόστολος Παύλος «Μανθανέτωσαν δε και οι ημέτεροι καλών έργων προΐστασθαι εις τας αναγκαίας χρείας , ίνα μη ώσιν άκαρποι» (Τίτ. 3, 14). Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για να αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Ο αποστολικός λόγος ουδόλως απορρίπτει την εργασία, την φιλανθρωπία, την κοινωνικότητα, δείχνοντας ότι για την Εκκλησία ο κόσμος δεν υπάρχει στη λογική του αναχωρητισμού, αλλά της προσφοράς. Ότι η ζωή δεν είναι μόνο για την αιωνιότητα, αλλά ξεκινά από τον παρόντα χρόνο. Ότι ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο μόνο για να κοινωνεί με Αυτόν, αλλά τον έβαλε στον κόσμο για να εργάζεται και να τον προσέχει, όπως επίσης και για να κοινωνεί με τον πλησίον του στην ίδια προοπτική. Να εργάζεται γι’ αυτόν και τις ανάγκες του και να τον προσέχει δια της αγάπης.
Η Εκκλησία όμως δεν απολυτοποιεί αυτούς τους τρόπους. Δεν τους καθιστά σκοπό της ζωής του ανθρώπου, αλλά τους εντάσσει στη λογική της αγάπης και της κοινωνίας τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη ωθεί τον πιστό να προΐσταται καλών έργων. Δεν αρκεί να είναι διεκπεραιωτής, αναγκασμένος να πράττει το καλό. Καλείται να είναι προεστώς. Να έχει έμπνευση και μεράκι. Να έχει έγνοια γι’ αυτά. Να ψάχνει να βρει τρόπους να εργαστεί και να προσφέρει στον κόσμο και τον πλησίον. Και τα έργα αυτά είναι ποικίλα. Δεν είναι μόνο υλικά, αλλά και πνευματικά. Έργο είναι η διδαχή για τον Θεό. Είναι η πραότητα και η συγχωρητικότητα στην τριβή των καθημερινών σχέσεων. Είναι η προφύλαξη τόσο του εαυτού του όσο και των άλλων από το ψεύδος των αιρέσεων. Είναι η αφύπνιση συνειδήσεων εν γένει. Και βεβαίως η φιλανθρωπία κάθε μορφής. Η συμπαράσταση σε όσους δυσκολεύονται. Η συμμετοχή στη ζωή του τόπου του. Και όταν δεν έχει το χάρισμα του προεξάρχειν, ο χριστιανός καλείται να λειτουργεί με ταπείνωση. Να συμπαρίσταται σ’ αυτούς που το έχουν ή που κλήθηκαν από τον Θεό να είναι προεστώτες. Χωρίς μιζέρια και γκρίνια. Χωρίς κατάκριση και μεμψιμοιρία.
Όλα αυτά έχουν ως στόχο να μην είναι ο άνθρωπος άκαρπος. Και άκαρπος γίνεται ο άνθρωπος όχι μόνο όταν ραθυμεί έναντι των χαρισμάτων που ο Θεός του προσέφερε αλλά και όταν δεν επιδιώκει τον καρπό του Πνεύματος, την αγάπη, την χαρά, την ειρήνη, την μακροθυμία, την πίστη, την πραότητα, την εγκράτεια (Γαλ. 5,22). Γίνεται άκαρπος ο άνθρωπος όταν τη προφάσει της ασκήσεως και της προσευχής αρνείται τον κόπο της διακονίας, αλλά και την συμπαράσταση σε όσους δυσκολεύονται, όπως επίσης και την ευθύνη του έναντι όσων ο Θεός όρισε ή ο ίδιος επέλεξε να είναι κοντά του. Γίνεται άκαρπος ο άνθρωπος όταν εγκαταλείπει την οδό του ήθους και επιλέγει την οδό της ιδιοτέλειας, της φιλαυτίας, της φιληδονίας. Γίνεται άκαρπος ο άνθρωπος όταν διαγράφει την σχέση με τον Θεό ως μία από τις δύο μεγάλες προτεραιότητες της ζωής του και καθιστά τον ακτιβισμό άγευστο ελπίδας για την αιωνιότητα. Διότι τα καλά έργα αφ’ εαυτών των δεν αρκούν για να λυτρώσουν τον άνθρωπο συνολικά, αν δεν συνοδεύονται από την πίστη και την ελπίδα στον Θεό.
Το ήθος της Εκκλησίας βλέπει την χρησιμότητα όχι μονότροπα. Υλικά. Αλλά ούτε την περιορίζει σε μία πνευματικότητα ραθυμίας για την κοινωνία. Απτό παράδειγμα τα μοναστήρια, στα οποί, ενώ δεσπόζει η οδός της προσευχής, της ασκητικότητας, της κοινωνίας με τον Θεό, οι μοναχοί και οι μοναχές εργάζονται για τον επιούσιον άρτο, επιδιώκουν την φιλοξενία και είναι πρόθυμοι και πρόθυμες να αφυπνίσουν συνειδήσεις και να προσφέρουν την αλήθεια της πίστης σε όσους το επιζητούν. Αυτό είναι και το ήθος της Εκκλησίας εν γένει. Όχι άκαρποι υλικά, αλλά ούτε και με την υλική ζωή ως αυτοσκοπό. Με αναζήτηση της πνευματικότητας, η οποία αγκαλιάζει την σύνολη ύπαρξη και γεννά ανθρώπους οι οποίοι αισθάνονται την ευθύνη να είναι χρήσιμοι στο σύνολο, αλλά και με απώτερο στόχο την αιωνιότητα, την σωτηρία συνόλου της υπάρξεως.
Έχουμε άραγε σκεφτεί πώς θα ήταν ο κόσμος μας εάν οι χριστιανοί επιδιώκαμε αυτή την καρποφορία;