Το χάραμα του Σαββάτου ξύπνησα αλαφιασμένος. Κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν πεντέμισι. Άνοιξα αμέσως το ραδιοφωνάκι
-Turkey invaded Cyprus, έλεγε και ξανάλεγε το BBC.
Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε. Για να βεβαιωθώ έψαξα και βρήκα το σταθμό «Μπαϊράκ». Μετέδιδε εμβατήρια και συνθήματα: «Γιασασίν Μεχμετζίκ».
-Τι συμβαίνει; ρώτησε ανήσυχη η γυναίκα μου που κάτι ψυλλιάστηκε.
-Εισβολή, κατάφερα να αρθρώσω. Οι Τούρκοι έκαναν εισβολή στην Κερύνεια, δευτέρωσα.
-Παναγία μου, τη μάνα μου, το σπίτι μου, είπε μισοκλαμένα η Φλώρα. Δεν καταλαβαίνω τι λέει το ράδιο, βάλε το ΡΙΚ, είπε ικετευτικά.
Γύρισα το κουμπάκι στο ΡΙΚ. Πρωινή προσευχή, κι ύστερα γυμναστική!
-Μήπως δεν κατάλαβες καλά, είπε σχεδόν θυμωμένα η σύζυγος.
Δεν πρόλαβε ν’ αποσώσει την κουβέντα της και το ΡΙΚ διέκοψε τη … γυμναστική.
-Περί την πέμπτην πρωινήν ώραν της σήμερον η Τουρκία εισέβαλε εις την Κύπρον. Τουρκικά αεροπλάνα … Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους, είπε ο εκφωνητής
ζ
Ήμουνα στα Σπήλια, στο πατρικό μου σπιτάκι, στο κέντρο του χωριού. Ούτε που κατάλαβα πότε βρέθηκα στο δρόμο που στο μεταξύ γέμιζε αγουροξυπνημένα πρόσωπα που συζητούσαν ανήσυχα.
-Κτυπάτε την καμπάνα, είπε κάποιος με απόγνωση.
Σε λίγο έφτασαν κάνα-δυο «παλικάρια της φακής», με αυτόματο «καλασνίκωφ» ο ένας, με πιστόλι στη μέση ο άλλος. Μόλις άφησαν τα οδοφράγματα που έστησαν για να μαζεύουν τους Μακαριακούς.
-Όλοι στα όπλα, είπε ο πρώτος. Πάρτε ό,τι έχετε. Κυνηγετικά, τσεκούρια, μαχαίρια. Θα ρίξουμε τον εχθρό στη θάλασσα!
-Φέρτε τρόφιμα, είπε ο δεύτερος και πρόταξε μια «κοφίνα».
-Εμπρός να πάρουμε την Πόλη, να ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, είπε ένας συνταξιούχος υπερπατριώτης.
ζ
Έφυγα για το σπίτι μου απογοητευμένος. Πάει καταστραφήκαμε, σκέφτηκα. Ξανάνοιξα το ραδιόφωνο. Καλούσε επιστράτευση. Έφυγαν τα παλικάρια για το μέτωπο. Ποιο μέτωπο τώρα; Μέτωπα πολλά. Άλλοι για την Κερύνεια, άλλοι για τα Τουρκοκυπριακά χωριά. Εκκαθάριση των μετόπισθεν με «καλασνίκωφ» οι Γριβικοί! Να ρίξουν τον εχθρό στη θάλασσα με τα «μαρτίνια» οι Μακαριακοί! Και τα κάναμε θάλασσα.
Όσοι καταλάβαιναν λιγάκι δεν άργησαν να αντιληφθούν τι γινότανε.
-Σήμερα έπεσε ο θύλακας της Λεύκας, ανάγγελλε το ΡΙΚ. «Ζήτω» φώναζαν κάτι γεροντάκια στο καφενείο.
-Εις την περιοχήν Κυρηνείας, αι ημέτεραι δυνάμεις αναδιπλούνται ομαλώς εις νεοτέρας θέσεις, συνέχιζε το ΡΙΚ.
-Τι σημαίνει αυτό δάσκαλε; ρωτούσαν κάτι κυρίες στη γειτονιά.
-Σημαίνει πως ένα-ένα τα χωριά μας τα πατάει ο Τούρκος, είπα με αναστεναγμό.
-Παναγία μου, τα παιθκιά μας, είπε απελπισμένα μια κυρία που είχε γιο στον πόλεμο.
-Θα σε καταγγείλω για προδοσία. Υποσκάπτεις το εσωτερικό μέτωπο, είπε ένας συνταξιούχος «Εοκαβιτατζιής», αναμασώντας συνθήματα του χουντοκρατούμενου ΡΙΚ.
.
Σε δυο-τρεις μέρες η σκληρή πραγματικότητα προσγείωνε αθώους και ένοχους. Στο δρόμο βρήκα ένα απόγευμα αδελφικό μου φίλο που πήγε στην επιστράτευση.
-Εστείλαν σε πίσω για το εσωτερικό μέτωπο; του είπα ειρωνικά.
-Είμαι «αψεντής», είπε με αγανάκτηση. Επήαμε στον Κουτραφά. Είχαν μας μισήν ημέρα μες στον ήλιο τζιαι δεν ήξεραν τι να μας κάμουν. Το δείλις έδωσαν σε μερικούς μαρτίνια. Ζήτησα τζι’ εγιώ ένα τζιαι άκου την απάντηση: «Θα ακολουθείς το στρατιώτη Γιώργο Σάββα. Αν σκοτωθεί παίρνεις το όπλο του και συνεχίζεις!» Έμεινα εμβρόντητος. Όταν συνήλθα που την ανέλπιστη βλακεία που άκουσα, επήα δήθεν «για νερό μου» σε μια ποταμοσιάν τζιαι έν εξαναστράφηκα. Ήρωας να γίνω εκατό φορές, αλλά αρνί για σφαήν ποτέ.
Σ.το μεταξύ άρχισαν να καταφθάνουν στα Σπήλια μπουλούκια-μπουλούκια συγγενείς ή γνωστοί μου Καραβιώτες και Λαπηθιώτες κυνηγημένοι από τον Αττίλα. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι από άλλα χωριά. Καθένας έφερνε και ένα καημό μαζί του.
-Â Επήεν το σπίτι μας, Αντρέα μου.
- Εχάθην το χωρκό μας, Φλώρα μου.
- Σκέφτομαι τζείν’ τους κόπους ούλλους να αναγιώσω τζιείνα τα δεντρά
- Ο Σωτήρης μας επήεν που τους πρώτους στο «Πικρό Νερό», τζιαμαί που εφκήκαν οι Τούρτζιοι, κανένας εν τον εξαναήδεν. Εσκοτώσαν τον λαλείς;
- Η Παναγία η Ασιεροποίητη εν άφηκεν ως τωρά Τούρκον να μπει στον Καραβάν. Τωρά γιατί το επέτρεψεν;
Ανοίξαμε με αγάπη τα σπίτια μας. Ανοίξαμε κι εκείνα των συγγενών και των φίλων. Κάπου τριάντα άτομα μαζεύτηκαν στο σπιτάκι του πατέρα μου και το δικό μου. Όταν ήτανε να φάμε στρώναμε δυο φορές το τραπέζι. Οργανωθήκαμε όσο μπορούσαμε για να συμβιώσουμε υποφερτά. Όταν συνήλθαμε λιγάκι, οι άντρες πηγαίναμε για κάποιες ώρες στα περιβόλια της οικογένειας να μαζέψουμε κάποια λαχανικά, να βγάλουμε λίγες πατάτες ή να κόψουμε κανένα φρούτο. Έπρεπε να προσέχουμε λιγάκι όσα χρήματα είχαμε στην τζέπη μας, γιατί δεν ξέραμε πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση. Πιο πολύ όμως ήτανε για να ξαλαφρώσουμε λιγάκι, να ξεφύγουμε από το γιατί έγινε το κακό, και από το τι θα κάνουμε αύριο.
Μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής, στις 14 του Αυγούστου, είχε γίνει το αδιαχώρητο στα Σπήλια. Αυθόρμητα κάποιοι πήγαμε στον κοινοτάρχη να καταθέσουμε κάποιες ιδέες, να προσφέρουμε βοήθεια. Σε λίγα λεπτά οι αποφάσεις πάρθηκαν. Ανοίξαμε το σχολείο. Ανοίξαμε την παλιά εκκλησιά του Άη Αντώνη. Ανοίξαμε κάτι σπίτια κλειστά, χωριανών μας που πήγαν στην Αγγλία πριν κάποια χρόνια. Όλα γέμισαν. Δεν έμενε πια σπίτι άδειο. Ο κόσμος, όμως, συνέχισε να καταφθάνει. Αδειάσαμε τα γκαράζ από τα αυτοκίνητα και τα καθαρίσαμε. Αδειάσαμε κάτι αποθήκες. Γέμισαν κι αυτά. Στο τέλος παίρναμε κουβέρτες και με ξύλα φτιάχναμε πρόχειρα τσαντίρια.
-Σε καμιάν εβδομάδαν εν να πάμεν πίσω, έλεγαν κάποιοι για να πάρουν κουράγιο να αντέξουν.
-Η Ρωσία εν να μας σώσει, έλεγαν μερικοί, και επικαλούνταν την Ορθοδοξία.
-Τα Ηνωμένα Έθνη εν να φκάλουν διαταγήν να φύουν, έλεγαν όσοι πίστευαν πως τα μικρά κράτη βρίσκουν εκεί το δίκιο τους.
-Η Συρία θα χτυπήσει στην Αλεξανδρέτταν, έλεγαν άλλοι και ανέπτυσσαν κρυφές συμφωνίες Ελλάδας-Κύπρου-Συρίας!
-Ο Τίτο εν να μας στείλει όπλα, υποσχέθηκεν τα του Μακάριου, έλεγαν μερικοί που πίστευαν στη δύναμη της φιλίας.
-Είπαν ότι ήρταν κάτι Κρητικοί λοκατζιήδες θκυο μέτρα ο καθένας, έλεγαν οι αθεράπευτοι θαυμαστές της Ελληνικής λεβεντιάς.
Όνειρα. Η παρηγοριά του φτωχού, του αδύνατου. Ο νους δε χωράει την αδικία. Κάποιος «από μηχανής θεός» θα βρεθεί να αποκαταστήσει το δίκαιο. Είναι αδύνατο να νικήσει το άδικο. Φευ!
- Σήμερα εκλαίαν τα μωρά, εν είχαμεν τίποτε να τα ταΐσουμεν, είπε χαμηλόφωνα ένας φουκαράς πρόσφυγας, σε μια γωνιά του καφενείου.
- Σήκου ολάν να πάμεν έσω μου να μοιράσουμεν ό,τι έχουμεν, είπε φωναχτά ένας Σπηλιώτης και ανατρίχιασα.
- Ρε κουμπάρε για όνομα του Θεού, είπε κάποιος άλλος. Θωρείς τζιειν το περβολούιν καρτζίν μας, εν δικό μου. ΄Οποτε θέλεις έμπα μέσα τζιαι γέμωσ’ το καλάθι σου, δευτέρωσε.
Εκείνο το καλοκαίρι όλοι οι Σπηλιώτες έκαμαν κοινοκτημοσύνη με τους πρόσφυγες. Κανένας δεν πούλησε οτιδήποτε. Κανένας δεν τρύγησε. Έδωσαν από κοινού το ελεύθερο στους πρόσφυγες να μπαίνουν σε όποιο κτήμα ήθελαν και να μαζεύουν μέχρι ένα καλάθι τρόφιμα για τη φαμελιά τους.
Ο καιρός περνούσε. Η κατοχή εδραιωνόταν. Οι φίλοι μας και οι εχθροί μας, μας έστελναν φασόλια, κονσέρβες, γάλα, κουβέρτες και αντίσκηνα. Όπλα κανένας. Κανένας δεν καταδίκαζε την Εισβολή. Ούτε κι αυτά τα Ηνωμένα Έθνη. Όλοι μιλούσαν για συνομιλίες. Μας έλεγαν ακόμη πως πρέπει να περάσει καιρός να ηρεμήσουν τα πράγματα κι ύστερα… να ψάξουμε για λύση!
Μπαίναμε πια στο χειμώνα. Οι πρόσφυγες απογοητευμένοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τα Σπήλια και να κατεβαίνουν στις πόλεις, να βρουν συγγενείς και χωριανούς να μάθουν ποιοι ζουν και ποιοι χάθηκαν. Να κλάψουν ξανά και ξανά για ό,τι έχασαν και να ξαλαφρώσουν. Να βρουν μια παράγκα ή έστω ένα τσαντίρι, μια δουλειά, ένα σχολείο για τα παιδιά. Να ξαναξεκινήσουν τη ζωή τους από το μηδέν.
Κάπως έτσι άρχισαν τα δίσεκτα χρόνια της πικρής προσφυγιάς. Μιας προσφυγιάς που ακόμα κρατεί κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
.
Ανδρέας Χρυσάνθου
Από το βιβλίο "ΚΑΡΑΒΑΣ, πονεμένο τραγούδι της προσφυγιάς"