Ο Όσιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού |
Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη την εποχή του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408). Οι γονείς του, ο ευλαβής συγκλητικός Ευφημιανός και η Αγλαΐα, ήσαν επί πολλά χρόνια άτεκνοι. Ο Αλέξιος έλαβε λαμπρή μόρφωση και όταν ενηλικιώθηκε, οι γονείς του προετοίμασαν τα του γάμου του με μια νεαρή κόρη εκλεκτής οικογένειας της αριστοκρατίας της Ρώμης. Όμως την ίδια νύκτα του γάμου τους ο Αλέξιος, ο οποίος ποθούσε την αγία και τέλεια παρθενία, ψιθύρισε κάτι στο αυτί της συζύγου και αφού παρέδωσε το δακτυλίδι του, έφυγε κρυφά. Εμπιστευόμενος την θεία Πρόνοια, επιβιβάστηκε σε πλοίο και έφθασε στη Λαοδίκεια της Συρίας και από εκεί ακολούθησε ένα καραβάνι εμπόρων που κατευθυνόταν στην Έδεσσα. Εκεί σταμάτησε σε ένα ναό αφιερωμένο στην Θεοτόκο και παρέμεινε στο νάρθηκα δεκαεπτά χρόνια, ντυμένος με κουρέλια και συντηρούμενος από τις ελεημοσύνες των πιστών που έρχονταν στο ναό να προσευχηθούν. Στο μεταξύ ο πατέρας του είχε στείλει υπηρέτες πρός κάθε κατεύθυνση για να τον βρουν, ενώ η μητέρα του φόρεσε τρίχινο ενδυμα και θρηνούσε απαρηγόρητη, η δε νύφη, με την αγάπη που δείχνει η τρυγόνα για το ταίρι της, ανυπομονούσε να έχει κάποια είδηση. Κάποιοι από τους απεσταλμένους του Ευφημιανού έφθασαν στην Έδεσσα και έδωσαν ελεημοσύνη στον Αλέξιο, χωρίς διόλου να υποπτευθούν βέβαια ότι επρόκειτο για τον κύριο τους· τόσο πολύ είχε παραμορφωθεί από την άσκηση και τη σκληραγωγία που επέβαλε στο σώμα του ευχαρίστως για την αγάπη του Θεού.
Μετά από πολλά χρόνια αγώνων εν τω κρυπτώ, η Παναγία εμφανίσθηκε στο νεωκόρο της Εκκλησίας λέγοντας του να επιτρέψει την είσοδο στον άνθρωπο του Θεού. Βλέποντας ότι τον αντιλήφθηκαν και επρόκειτο να τον περιβάλουν με τιμές, ο Αλέξιος ανεχώρησε και πάλι παίρνοντας το πλοίο για την Ταρσό. Οι αντίθετοι άνεμοι όμως, ή μάλλον η θεία Πρόνοια, ώθησαν το πλοίο στο λιμάνι της Ρώμης. Ο άγιος υποτάχθηκε σ’ αυτό το θείο σημείο και πήγε στο πατρικό σπίτι, όπου ζήτησε από τον πατέρα του που έβγαινε εκείνη τη στιγμή ελεημοσύνη σαν ζητιάνος. Χωρίς να αναγνωρίσει τον πολυαγαπημένο του γιο, ο Ευφημιανός, που είχε γίνει ακόμη πιο φιλάνθρωπος ύστερα από την τόσο επώδυνη αυτή απώλεια, πρόσταξε τους υπηρέτες του να δώσουν κατάλυμα στον δύστυχο άνθρωπο για όσο διάστημα επιθυμούσε να μείνει και να του δίνουν να τρώει τα περισσεύματα της τραπέζης του. Ο άνθρωπος του Θεού έμεινε άλλα δεκαεπτά χρόνια σε μια γωνιά του πατρικού σπιτιού, υφιστάμενος χωρίς να προφέρει το παραμικρό παράπονο, και μάλιστα με ευχαρίστηση, τις προσβολές και τις λοιδωρίες των υπηρετών. Όταν έλαβε πληροφορία από τον Θεό ότι επικειται η εκδημία του, ζήτησε να του φέρουν χαρτί και μελάνι και με την πένα στο χέρι, γράφοντας την ιστορία της ζωής του, εξεδήμησε προς τας αιωνίους μονάς.
Την ίδια ημέρα, καθώς ετελείτο η θεία Λειτουργία στην βασιλική του Αγίου Πέτρου, χωροστατούντος του επισκόπου και παρουσία του αυτοκράτορα Ωνορίου (395-423) και πλήθους κόσμου, φωνή ακούστηκε από το θυσιαστήριο λέγουσα: «Αναζητήστε τον άνθρωπο του Θεού· θα δεηθεί για την πόλη και για όλους εσάς. Ήδη εξέρχεται του σώματος!». Καθώς το εκκλησίασμα άρχισε να προσεύχεται, η φωνή ακούστηκε ξανά αποκαλύπτοντας ότι βρισκόταν στην οικία του Ευφημιανού. Όταν η επιβλητική πομπή έφθασε εκεί, ο υπηρέτης που τον φρόντιζε, αποκάλυψε ότι ο ζητιάνος που στεκόταν τόσα χρόνια πλάϊ στην εξώθυρα μοίραζε την τροφή του στους πτωχότερους και ο ίδιος δεν τρεφόταν παρά μόνο την Κυριακή με ψωμί και νερό, μένοντας ατάραχος αν όχι και χαρούμενος όταν οι άλλοι υπηρέτες τον καθύβριζαν. Πήγαν στην καλύβα του και τον βρήκαν νεκρό να κρατά ένα χαρτί στο χέρι. Όταν το διάβασαν δημόσια έμειναν κατάπληκτοι από τον θαυμαστό τρόπο με τον οποίον αυτός ο δούλος του Θεού είχε αγωνιστεί ενάντια στη φύση για να λάβει τα υπέρ την φύση αγαθά. Ο αυτοκράτορας βλέποντας τα δάκρυα και τους γοερούς θρήνους των γονέων του, τους συμβούλεψε να χαίρονται μάλλον και να αγάλλονται που έφεραν στον κόσμο ένα τέτοιο άγιο, ο οποίος μέλλει να βασιλεύσει με τον Χριστό στους αιώνες. Το πλήθος συνωστιζόταν γύρω από την νεκρική κλίνη, τυφλοί έβρισκαν το φως τους, κουφοί την ακοή τους, μουγγοί δόξαζαν τον Θεό μεγαλοφώνως, πονηρά πνεύματα τρέπονταν σε φυγή, επικρατούσε τέτοια αναταραχή, που η νεκρώσιμη πομπή δεν μπορούσε να προχωρήσει. Ο αυτοκράτορας σκόρπισε τότε χρυσά νομίσματα με την ελπίδα ότι θα αποσπούσαν την προσοχή του πλήθους από το φέρετρο. Δεν συνέβει όμως αυτό, καθώς ο λαός περιφρονούσε το φθαρτό χρυσό για να λάβει τη χάρη της αφθαρσίας αγγίζοντας το σώμα του Αγίου. Τέλος, το τίμιο σκήνωμα εναποτέθηκε στη βασιλική του Αγίου Βονιφατίου σε λάρνακα, διακοσμημένο με χρυσό και πολύτιμους λίθους, απ’ όπου ανάβλυζε αφθόνως μύρο ευωδιαστό, ιαματικό κάθε νόσου. Η κάρα του Αγίου Αλεξίου βρίσκεται στην Αγία Λαύρα Καλαβρύτων στην Πελοπόννησο.