Όλα έγιναν τόσο ξαφνικά, λες κι άνοιξε της Πανδώρας το έρμο το κουτί.
Το μάτι θολό, το βλέμμα μακρινό, το βήμα βαρύ...φευγάτο. Η ηλικία μες τη νιότη να βράζει, να κοχλάζει...
-Φεύγω.
Που πας, γιατί δεν μένεις;
-Φεύγω, δεν αντέχω πια...με κούρασες.
Γιατί;
- Δεν μου ικανοποίησες τα θέλω μου, δεν πήρα μηχανάκι, δεν ξενύχταγα όσο θα ήθελα...
Μα, τόσοι σκοτώθηκαν απ' τα έρμα τα μηχανάκια και συ δεν το κατάλαβες;
Και τα ξενύχτια... η νύχτα είναι αδυσώπητη, κόψε της λίγο τα φτερά.
-Με κούρασες, δεν αντέχω.
Εγώ όμως σε άντεξα, ναι ξέρω η καρδιά του γονιού είναι μεγάλη...μα και γω άνθρωπος είμαι, λύγισα πολλές φορές, αλλά στάθηκα, σε υπέμεινα!
-Με κούρασες, δεν αντέχω.
Σε έντυνα, σου ψώνιζα καμιά φορά και απ' τα ακριβά, τα δώρα της γιορτής μου κι΄αν τα ήθελα τα άλλαζα, τα έκανα δικά σου δώρα.
-Με κούρασες, δεν αντέχω.
Σε διακοπές πηγαίναμε, σου έπαιρνα ότι μπορούσα, μα όμως άλλαξες και δεν μπορώ να σ' ακολουθήσω.
Άλλωστε μου το' λεγες- θέλω πολλά να κάνω, θέλω μέσα στη νύχτα να μπλεχτώ να ζήσω και να κάνω άλλα, αυτά που πάντοτε μου αρέσανε αυτά που πάντα αναζητούσα.
Τρόμαζα, πως ν΄αντικρύσω αυτό το μαύρο το σκοτάδι που σε τύλιξε, βλέπεις ήταν και οι φίλοι που έμπλεξες, είχατε κοινή πορεία χαραγμένη.
-Με κούρασες, δεν αντέχω...φεύγω.
Πέντε λεπτά ακόμα, δως μου πέντε λεπτά, ας τη ματιά μου μέσα σου την ψυχή σου ν' αγκαλιάσει, άλλωστε μεγάλωσες κι' αγκαλιές περσσεύουν.
Πέντε λεπτά ακόμη ας το βλέμμα μου βουβό, να σκίσει το μαύρο πέπλο της ψυχής σου, το ίδιο πέπλο το 'νιωσα πολλές φορές κι' εγώ μέσα στα σωθικά μου, μαύρο, σκοτεινό, σαν τάρταρα του Άδη!
Πέντε λεπτά ακόμα, να θυμηθώ πως ήσουνα μωρό, πως πήγαινες σχολείο, πως μπάλα έπαιζες, πως στην αρρώστια γύρευες τον πόνο σου ν' απαλύνω.
Πέντε λεπτά , μόνο πέντε λεπτά να γείρω και να σκύψω, ένα φιλί ζεστό τα χείλη μου ν' αφήσουν μες στην ψυχή κατάβαθα σφραγίδα να σου γίνει, να ξέρεις ότι αφήνω πάντοτε ένα κομμάτι ενθύμησις να το' χεις για τις κρύες νύχτες, άμποτε το χρειαστείς, να το 'χεις να κοιμάσαι.