Περπάτησε μαζί μας ή κυρά... Μια φορά κι ένα καιρό ήταν μια ηλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, πού ζούσε μέσα στα βελούδα, στα μετάξια καί στα όνειρα...
Ρηγουλα τ' όνομα της πού πα να πει βασιλοπούλα.
Παλάτι της, το αρχοντικό των Μπενιζέλων.
Νανούρισμα να κοιμηθεί το καλότυχο, ό «μαρμαρωμένος βασιλιάς».
Ετσι θα μπορούσε ν' αρχίσει κανείς ν' ανιστορεί το βίο της Άγιας Φιλοθέης, της Κυράς.
Οί χρόνοι πού γεννήθηκε ή Ρηγουλα ήταν οι χρόνοι πού «όλα τα 'σκιαζε ή φοβέρα καί τα πλάκωνε ή σκλαβιά».
"Ητανε τότες οι χρονιές πού «σβυσμένες όλες οι φωτιές οί πλάστρες μες στη χώρα».
"Ητανε τότες πού ό Σταυρός πολεμούσε με τα μισοφέγγαρα.
Μεγάλο το έχει του γονιού κι ή μόνη κληρονόμος ή Ρηγουλα, Πρέπει λοιπόν, ανάλογα στο γένος καί στα πλούτη της, να μορφωθεί ή μοναχοκόρη των Μπενιζέληδων.
Καί μεγαλώνει, βασιλοπούλα ίδια,ή Ρηγσύλα,καί φτάνει τη στιγμή πού οί γονείς όλου του κόσμου ονειρεύονται να παντρευτεί! Κακοπαντρεύεται όμως ή μοσχοθυγατέρα καί στον τρίτο χρόνο πεθαίνει ό άνδρας της. Μα κι οί γονείς της πέθαναν κι αυτοί καί μένει έτσι ολομόναχη στον κόσμο.
Ρηγουλα τ' όνομα της πού πα να πει βασιλοπούλα.
Παλάτι της, το αρχοντικό των Μπενιζέλων.
Νανούρισμα να κοιμηθεί το καλότυχο, ό «μαρμαρωμένος βασιλιάς».
Ετσι θα μπορούσε ν' αρχίσει κανείς ν' ανιστορεί το βίο της Άγιας Φιλοθέης, της Κυράς.
Οί χρόνοι πού γεννήθηκε ή Ρηγουλα ήταν οι χρόνοι πού «όλα τα 'σκιαζε ή φοβέρα καί τα πλάκωνε ή σκλαβιά».
"Ητανε τότες οι χρονιές πού «σβυσμένες όλες οι φωτιές οί πλάστρες μες στη χώρα».
"Ητανε τότες πού ό Σταυρός πολεμούσε με τα μισοφέγγαρα.
Μεγάλο το έχει του γονιού κι ή μόνη κληρονόμος ή Ρηγουλα, Πρέπει λοιπόν, ανάλογα στο γένος καί στα πλούτη της, να μορφωθεί ή μοναχοκόρη των Μπενιζέληδων.
Καί μεγαλώνει, βασιλοπούλα ίδια,ή Ρηγσύλα,καί φτάνει τη στιγμή πού οί γονείς όλου του κόσμου ονειρεύονται να παντρευτεί! Κακοπαντρεύεται όμως ή μοσχοθυγατέρα καί στον τρίτο χρόνο πεθαίνει ό άνδρας της. Μα κι οί γονείς της πέθαναν κι αυτοί καί μένει έτσι ολομόναχη στον κόσμο.
Πηγή : Προσκυνητής
Τη θλίψη της, την πίκρα της, όμως, ή Ρηγουλα, την κάνει κινητήρια δύναμη.
Ή πίστη της νερό φουσκωμένο, μπόλικο, τρέχει καί πρίν φανεί ένας Κοσμάς Αιτωλός, πρίν έρθει ό Ευγένιος Βούλγαρης ό Μηνιάτης, πρώτη αυτή πιάνει το ασύλληπτο πώς όποιος χαθεί για την Όρθοδοξία πρέπει να θεωρηθεί χαμένος καί για το Γένος.
Πετάει μ' απόφαση τα ρούχα της Αθηναίας κυράς ή Μπενιζέλου, μαζί πετάει καί τ' όνομα της, το Ρηγουλα,
Φορεί τα ρούχα της καλογριάς, φορεί κι ένα καινούργιο όνομα: Φιλοθέη ή Αθηναία.
Καί ή μεγάλη περιουσία των Μπενιζέλων χρησιμοποιείται για να χτιστεί ό Παρθενώνας της Φιλοθέης.
Στήν αρχή έχει πλάι της τίς υπηρέτριες του πατρικού της, τις μαθαίνει τέχνη καί γράμματα.
Σιγά σιγά στην καρδιά της Τουρκοκρατημένης Αθήνας δημιουργείται μια Πρόνοια πού όμοια της καί πλάι της μονάχα ή Βασιλειάδα μπορεί να σταθεί.
Διακόσιες κοπέλλες, από τα πρώτα σπίτια της Αθήνας, αφήνουν μισοτελειωμένα τα προικόπανα κι έρχονται πλάι στην Κυρά.
Γιατί, Κυρά ονομάζουν οί Αθηναίοι την καλογριά τους.
Φτιάχνει το πρώτο γηροκομείο της Αθήνας πλάι στο μοναστήρι κι ανάβει έτσι το πρώτο φως μες στην Αθήνα.
Για τα παιδιά πάλι πού θα κρατήσουν όλο το βάρος του Ελληνισμού καί της Όρθοδοξίας, άλλο κτίριο, να μάθουν τέχνη, γράμματα, να μάθουν πώς είναι Χριστιανοί κι Έλληνες.
Καί μόλις μπαίνουν σε αυλάκι αυτά, σηκώνει τα μανίκια ή Φιλοθέη καί φτιάχνει Νοσοκομείο μα καί ξενοδοχείο με την παλιά την πρώτη έννοια της λέξης.
Για τους ξένους, τους γυρολόγους πού καθώς γύριζαν στον τόπο τους, λέγαν πώς κάτι καινούργιο γίνεται στην Αθήνα.
Κι ό οδοιπόρος πού πορευότανε κάτω από το λιοπύρι της Αττικής και ξεραίνονταν τα σωθικά του από τη δίψα έβρισκε πηγή να δροσιστεί αττ' το πηγάδι πού άνοιξε ή Κυρά έξω από την Αθήνα, το «Ψυχικό».
Την Κυρά πού την ξέρουν πια οί Έλληνες μα και οί Τούρκοι, πού ψάχνουν να βρουν αφορμή να την τσακίσουν την καλογριά.
Καί βρήκαν την αιτία:
Κάτι Ελληνοπούλες, πού τίς είχαν αρπάξει οί αλλόθρησκοι, θέλουν να σώσουν την πίστη τους. Προσπέφτουνε στην ηγουμένη.
Τίς κρύβει ή Κυρά, μα πιάνεται άπ' τους Τούρκους πού τη βασανίζουνε σκληρά «την πίστη σου ή τη ζωή σου».
Μα άρχοντες σεβαστοί μιλούν στους Τούρκους κι ήμερεύουνε έτσι τ' αγρίμια.
Καί λεύτερη ή καλογριά, ξεκινάει να πάει απέναντι στη Τζια να ετοιμάσει καί εκεί μοναστηράκι.
Εστία αντίστασης στον κατακτητή καί τον αλλόθρησκο.
Βράδυ, παραμονή του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη ήτανε, συνάχτηκαν για ολονυχτία οί καλογριές καί τότες ήτανε πού σπάσανε τίς πόρτες οί αντίχριστοι.
Την πιάσανε, την χτύπησαν τόσο, όσες ήταν καί οί καλωσύνες της καί πεθαμένη, πες, την παρατήσανε.
Βοτάνια, γιατροσόφια της βάζαν στίς πληγές οί καλογριές μα ή βουλή του Θεού ήταν ν' αναπαυτεί ό εργάτης Του.
Στίς 19 Φεβρουαρίου ξεκουράστηκε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ηλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, πού ζούσε μέσα στα βελούδα, στα μετάξια καί τα όνειρα.
Καί πούλησε τα βελούδα, τα μετάξια καί τα όνειρα.
Καί πούλησε τα βελούδα καί τα μετάξια καί τα 'κανε σπιτικό για τους κατατρεγμένους.
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζί μας έπερπάτησε μια Γυναίκα, άξια Γυναίκα να την πεις, μαζί μας έπερπάτησε ή Όσια Φιλοθέη.
Τη θλίψη της, την πίκρα της, όμως, ή Ρηγουλα, την κάνει κινητήρια δύναμη.
Ή πίστη της νερό φουσκωμένο, μπόλικο, τρέχει καί πρίν φανεί ένας Κοσμάς Αιτωλός, πρίν έρθει ό Ευγένιος Βούλγαρης ό Μηνιάτης, πρώτη αυτή πιάνει το ασύλληπτο πώς όποιος χαθεί για την Όρθοδοξία πρέπει να θεωρηθεί χαμένος καί για το Γένος.
Πετάει μ' απόφαση τα ρούχα της Αθηναίας κυράς ή Μπενιζέλου, μαζί πετάει καί τ' όνομα της, το Ρηγουλα,
Φορεί τα ρούχα της καλογριάς, φορεί κι ένα καινούργιο όνομα: Φιλοθέη ή Αθηναία.
Καί ή μεγάλη περιουσία των Μπενιζέλων χρησιμοποιείται για να χτιστεί ό Παρθενώνας της Φιλοθέης.
Στήν αρχή έχει πλάι της τίς υπηρέτριες του πατρικού της, τις μαθαίνει τέχνη καί γράμματα.
Σιγά σιγά στην καρδιά της Τουρκοκρατημένης Αθήνας δημιουργείται μια Πρόνοια πού όμοια της καί πλάι της μονάχα ή Βασιλειάδα μπορεί να σταθεί.
Διακόσιες κοπέλλες, από τα πρώτα σπίτια της Αθήνας, αφήνουν μισοτελειωμένα τα προικόπανα κι έρχονται πλάι στην Κυρά.
Γιατί, Κυρά ονομάζουν οί Αθηναίοι την καλογριά τους.
Φτιάχνει το πρώτο γηροκομείο της Αθήνας πλάι στο μοναστήρι κι ανάβει έτσι το πρώτο φως μες στην Αθήνα.
Για τα παιδιά πάλι πού θα κρατήσουν όλο το βάρος του Ελληνισμού καί της Όρθοδοξίας, άλλο κτίριο, να μάθουν τέχνη, γράμματα, να μάθουν πώς είναι Χριστιανοί κι Έλληνες.
Καί μόλις μπαίνουν σε αυλάκι αυτά, σηκώνει τα μανίκια ή Φιλοθέη καί φτιάχνει Νοσοκομείο μα καί ξενοδοχείο με την παλιά την πρώτη έννοια της λέξης.
Για τους ξένους, τους γυρολόγους πού καθώς γύριζαν στον τόπο τους, λέγαν πώς κάτι καινούργιο γίνεται στην Αθήνα.
Κι ό οδοιπόρος πού πορευότανε κάτω από το λιοπύρι της Αττικής και ξεραίνονταν τα σωθικά του από τη δίψα έβρισκε πηγή να δροσιστεί αττ' το πηγάδι πού άνοιξε ή Κυρά έξω από την Αθήνα, το «Ψυχικό».
Την Κυρά πού την ξέρουν πια οί Έλληνες μα και οί Τούρκοι, πού ψάχνουν να βρουν αφορμή να την τσακίσουν την καλογριά.
Καί βρήκαν την αιτία:
Κάτι Ελληνοπούλες, πού τίς είχαν αρπάξει οί αλλόθρησκοι, θέλουν να σώσουν την πίστη τους. Προσπέφτουνε στην ηγουμένη.
Τίς κρύβει ή Κυρά, μα πιάνεται άπ' τους Τούρκους πού τη βασανίζουνε σκληρά «την πίστη σου ή τη ζωή σου».
Μα άρχοντες σεβαστοί μιλούν στους Τούρκους κι ήμερεύουνε έτσι τ' αγρίμια.
Καί λεύτερη ή καλογριά, ξεκινάει να πάει απέναντι στη Τζια να ετοιμάσει καί εκεί μοναστηράκι.
Εστία αντίστασης στον κατακτητή καί τον αλλόθρησκο.
Βράδυ, παραμονή του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη ήτανε, συνάχτηκαν για ολονυχτία οί καλογριές καί τότες ήτανε πού σπάσανε τίς πόρτες οί αντίχριστοι.
Την πιάσανε, την χτύπησαν τόσο, όσες ήταν καί οί καλωσύνες της καί πεθαμένη, πες, την παρατήσανε.
Βοτάνια, γιατροσόφια της βάζαν στίς πληγές οί καλογριές μα ή βουλή του Θεού ήταν ν' αναπαυτεί ό εργάτης Του.
Στίς 19 Φεβρουαρίου ξεκουράστηκε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ηλιογέννητη καλότυχη βασιλοπούλα, πού ζούσε μέσα στα βελούδα, στα μετάξια καί τα όνειρα.
Καί πούλησε τα βελούδα, τα μετάξια καί τα όνειρα.
Καί πούλησε τα βελούδα καί τα μετάξια καί τα 'κανε σπιτικό για τους κατατρεγμένους.
Μια φορά κι έναν καιρό, μαζί μας έπερπάτησε μια Γυναίκα, άξια Γυναίκα να την πεις, μαζί μας έπερπάτησε ή Όσια Φιλοθέη.
Γαλάτειας Γρηγοριάδου Σουρέλη
''Πειραική Εκκλησία''Φεβρ.2001