Την Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου του
1843, κλείνει τα μάτια του στην Αθήνα, το ζωντανό Εικοσιένα, ο Θεόδωρος
Κολοκοτρώνης, ο Έλληνας ήρωας με την σημαντικότερη θέση στο εικονοστάσι του
Γένους. Το να θέλεις να πλέξεις «τον επιτάφιον στέφανον αυτού ανάγκη να
περιλάβης τον μέγαν Ελληνικόν Αγώνα», όπως αναφώνησε ο Σούτσος κατά το ξόδι
του.
Θα συλλέξουμε, στο παρόν κείμενο,
όσο σπουδαία και τιμαλφή είπε ο Γέρος του Μοριά για την Παιδεία και τα παιδιά.
Θα σκύψουμε κάτω, όχι από την πένα, αυτήν δεν την κάτεχε, αλλά από το
απροσκύνητο σπαθί του.
«Κάλλιο για την
πατρίδα
κανένας να χαθεί
ή να κρεμάσει φούντα
για ξένον στο σπαθί»,
έλεγε ο Ρήγας και σημειώνει ο
Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του, διά χειρός Τερτσέτη.
«Εφύλαξα πίστην εις την
παραγγελίαν του Ρήγα. Και ο Θεός με αξίωσε και κρέμασα φούντα εις το Γένος μου
ως στρατιώτης του. Χρυσή φούντα δεν εστόλισε ποτέ το σπαθί μου, όταν έπαιρνα
δούλευσιν εις ξένα κράτη».
Από το εξαίσιο λόγο του
Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, το 1838, ενώπιον όλης της τότε Αθήνας, θα ερανιστούμε τις
περισσότερες σκέψεις του. Ξεκινώ από τον επίλογο όπου διαβάζω τούτα τα λόγια:
«Εγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη εξ αιτίας των περιστάσεων έμεινα
αγράμματος, και διά τούτο σας ζητώ συγχώρησι, διότι δεν ομιλώ καθώς οι δάσκαλοί
σας». Τι μεγαλειώδες μάθημα, ελεγκτικό πολλές φορές για μας τους δασκάλους! Τα
παιδιά τα διδάσκεις με ταπείνωση και όχι ταπεινώνοντάς τα. Πόσες φορές
μπαίνουμε στην τάξη, παραφουσκωμένοι από έπαρση και αλαζονεία, εξουδενώνοντας
τους μαθητές μας, γιατί αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις υψηλόφρονες φλυαρίες
μας. Και όμως «η γνώσις φυσιοί, η δε αγάπη οικοδομεί» κατά τον απ. Παύλο. Και
χωρίς να το γνωρίζει ο ανυπερήφανος ήρωας επαναλαμβάνει λόγια του αγίου Κοσμά
του Αιτωλού, γιατί τα λιοντάρια του Εικοσιένα ήταν πνευματικοπαίδια του.
Το τρομερό καριοφίλι ευλογήθηκε
από το πετραχήλι, γι’ αυτό η Επανάσταση του ’21, ήταν αγιασμένη, όπως γράφει ο
Κόντογλου.
Έλεγε ο άγιος όταν έστηνε τον
σταυρό του σ’ έναν τόπο: «Και όχι μόνον δεν είμαι άξιος να σας διδάξω, αλλά μήτε
τα ποδάρια σας να φιλήσω. Διότι ο καθένας από λόγου σας είναι τιμιώτερος απ’
όλον τον κόσμον». (επ. Αυγουστίνου Καντιώτη, «Κοσμάς ο Αιτωλός», σελ. 101).
«Εις εσάς μένει να ισάσετε και να
στολίσετε τον τόπο, όπου ημείς ελευθερώσαμεν, και, διά να γίνη τούτο, πρέπει να
έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την θρησκεία και την φρόνιμον
ελευθερία». Ποια είναι τα θεμέλια της πολιτείας, πώς ισάζετε και στολίζετε; Με
τα μεγάλα έργα, τις πανάκριβες επαύλεις και τις τενεκεδοκρόταλες δόξες και
λόξες; Όχι, με την ομόνοια, γιατί ακόμη και σήμερα δεν επουλώθηκαν και είναι
«θυμωμένες» οι πληγές των εμφυλίων.
Βλέποντας ο Κολοκοτρώνης το
μεγάλο κακό που γινόταν από την «δολερή διχόνοια», το 1824 – αφού σκοτώθηκε ο
σπουδαίος γιός του Πάνος-παραδόθηκε και τον «έκλεισαν» στην Ύδρα. Ήρθε ο Ιμπραήμ
και τον αναζήτησαν. Στο Ανάπλι που επέστρεψε είπε: «Πριν έβγω στο Ανάπλι έριξα
στη θάλασσα τα πικρά τα περασμένα, κάνετε κι εσείς το ίδιο! Στο δρόμο που
περνούσαμε να ‘ρθουμε στην εκκλησιά, είδα να σκάβουν κάτι άνθρωποι. Ρώτησα και
μου ‘πανε πως για να βρούνε κρυμμένο θησαυρό. Εκεί, στο λάκκο μέσα, ρίχτε κι
εσείς τα μίση τα δικά σας. Έτσι θα βρεθεί κι ο χαμένος θησαυρός!».
Η θρησκεία, η πίστη των πατέρων
ημών, η αγία μας Ορθοδοξία, είναι λιθάρι ριζιμιό του Γένους διότι «όταν επιάσαμε
τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος», όπως κανοναρχεί
τους νέους λίγο ενωρίτερα.
[...] Όταν του Κολοκοτρώνη του διάβασαν την απόφαση θανάτου στο δικαστήριο της ντροπής των Βαυαρών, είπε: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου». Το είπε με φωνή άτρεμη και έκαμε το σταυρό του.
Στη μάχη του Σαραβαλίου, το 1821,
ο Ανδ. Ζαΐμης είχε καταφύγει στη μονή Ομπλού. Ο Κολοκοτρώνης τον ονείδιζε με
τις λέξεις: «κυρ Ανδρέα, κυρ Ζαΐμη, τοις ελάφοις όρη τα υψηλά και πέτρα τοις
λαγωοίς καταφυγή».
Αγράμματος μεν, αλλά γνώριζε το
Ψαλτήρι, γιατί λειτουργούνταν συχνά και όρθρου βαθέος [...]
«Παιδιά μου να μην έχετε πολυτέλεια, να μην πηγαίνετε εις τους καφενέδες και τα
μπιλιάρδα. Να δοθήτε εις τας σπουδάς σας, και καλλίτερα να κοπιάσετε ολίγον δύο
και τρεις χρόνους και να ζήσετε ελεύθεροι εις το επίλοιπο της ζωής σας, παρά να
περάσετε τέσσαρους πέντε χρόνους τη νεότητά σας και να μείνετε αγράμματοι. Να
σκλαβωθήτε εις τα γράμματά σας. Να ακούετε τα συμβουλάς των διδασκάλων και γεροντοτέρων,
και, κατά την παροιμία, μύρια ήξευρε και χίλια μάθανε. Η προκοπή σας και η
μάθησή σας να μην γίνη σκεπάρνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κυττάζη το καλό
της Κοινότητος, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας». Η μόνη
σκλαβιά που μας αρμόζει, λέει ο Κολοκοτρώνης, είναι στα γράμματα. Σε ποιό όμως
γράμματα;
«Στα γράμματα που
διαβάζουνε
οι αγράμματοι κι
αγιάζουνε»
(Ελύτης)
τα γράμματα των Πατέρων, των
αγίων, των μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, τους οποίους ζωγράφιζε η Εκκλησία
στους νάρθηκες.
Να κλείσω μ’ αυτό που εντόπισα
στις υποσημειώσεις της «Διηγήσεως Συμβάντων» του Τερτσέτη. Ένας Ιταλός περιηγητής
ονόματι Πέκιο, συναντά τον φυλακισμένο στην Ύδρα, στο μοναστήρι του προφήτη
Ηλία, Κολοκοτρώνη. Η συζήτηση έφτασε στις νίκες του Μπραΐμη. Του λέει ο
στρατηγός: «Ηξεύρεις τι έφερε την νίκη των Αιγυπτίων; Η ενότης της πολεμικής
δυνάμεως, ενώ οι Έλληνες αφανίζονται από την μανίαν του να θέλουν να
καπιτανεύουν, χωρίς την απαιτούμενην εμπειρίαν» ...
Δημήτρης Νατσιός
Ένα χρόνο πριν πεθάνει, ο Γέρος του Μοριά είχε περιέλθει έφιππος
σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου, καθώς και στις Σπέτσες και Ύδρα, για να ζητήσει συγχώρεση από εκείνους με τους οποίους είχε έλθει σε ρήξη κατά την διάρκειαν του Αγώνα.
Η
τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γιάννη (Γενναίο) «σου
αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους
φυλάξεις».
Ο τάφος του στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών
Υπολογίζεται πως στην κηδεία του Κολοκοτρώνη παραβρέθηκαν περίπου 10.000 άτομα,
απλοί άνθρωποι του λαού, πρέσβεις και εκπρόσωποι άλλων χωρών, παλιοί
συναγωνιστές, φίλοι, εκπρόσωποι του στρατού και της Ελληνικής
κυβέρνησης.
Η ανακομιδή των οστών και η μεταφορά τους στην Τρίπολη
Τα
οστά του Κολοκοτρώνη βρίσκονται στην Τρίπολη από τις αρχές του 20ου αιώνα.
Πριν, βρίσκονταν στην Αθήνα στο Α’ Νεκροταφείο, αλλά ο Ελευθέριος
Βενιζέλος φρόντισε για την μεταφορά τους στην Τρίπολη (κατόπιν αιτήματος
των Αρκάδων), συνοδεύοντας μάλιστα ο ίδιος την μεταφορά τους,
αποδίδοντας έτσι τιμή στον ελευθερωτή του Γένους μας.
Το 1971 στην
πλατεία του Άρεως στην Τρίπολη στήθηκε ανδριάντας του Θεόδωρου
Κολοκοτρώνη.
Και από το 1993 τα οστά ευρίσκονται στην βάση του μνημείου
αυτού, σε ειδική κρύπτη.