της Στέλλας Δάλλα -Αναγνώστου
Ταπεινότητα είναι να έχεις αμαρτήσει και να το ξέρεις. Να ξέρεις πως πήρες τα χαρίσματα και τις
δυνατότητες που σού ‘δωσε ο Θεός, και τις έκανες βία και άδικο πλούτο. Παρ’ όλ’ αυτά, να μην έχουν πεθάνει τα πάντα
μέσα σου, να μην τα έχεις ακόμη σκοτώσει.
Ταπεινότητα είναι, παρά το αβάσταχτο βάρος της ενοχής που
έφτασε να σε πνίγει, να παίρνεις ωστόσο τον ανήφορο για τον Ναό, έστω και
σκυφτός. Να μην φοβάσαι να πας να
σταθείς εκεί κάτω από το βλέμμα Του. Να
Τον έχεις ακόμη ανάγκη. Να μην αντέχεις
να ζήσεις αλλοιώς.
Ταπεινότητα είναι, εσύ που όταν αδικούσες ένοιωθες δυνατός
και εξουσιαστής, τώρα να πηγαίνεις να κρύβεσαι στην πιο σκοτεινή γωνιά του
Ναού, όσο πιο μακρυά γίνεται από τα μάτια του κόσμου. Και πάλι, εκεί, κρυμμένος πίσω από τη φαρδειά
κολώνα που νόμιζες ότι σ’ έκρυβε, να νοιώθεις επάνω σου αμείλικτο το βλέμμα του
Φαρισαίου, του κάθε «δίκαιου» και «ευυπόληπτου» ανθρώπου, που σε παρακολουθούσε
με θράσος και μομφή από τότε ακόμη που ανέβαινες σκυφτός τα σκαλοπάτια.
Ταπεινότητα είναι, ν’ αντέχεις τα βλέμματα κι εσύ να μην
κοιτάς κανέναν, παρά μόνον την ψυχή σου και τον Θεό. Γιατί εκείνη την ώρα, παίζεται η ζωή σου κορώνα-γράμματα,
και το ξέρεις. Δεν έχεις περιθώριο για
τίποτε άλλο. Δεν αντέχεις. Δεν αντέχεις πια τον ίδιο σου τον εαυτό, πόσο
περισσότερο να σε πονέσει ένα τρίτο βλέμμα;
Ταπεινότητα είναι, στο βάθος της απόγνωσής σου, να μην έχεις
χάσει τη γνώση. Να χτυπάς εσύ πρώτος το
στήθος σου μπροστά στον Θεό, να κρίνεις πρώτος εσύ, και να κατακρίνεις τον
εαυτό σου. Ξέρεις πως είσαι άξιος και
της κατάκρισης του Θεού, γιατί έκανες μεγάλη κατάχρηση. Όμως δεν είναι αυτή η επίγνωση, που σ’ έκανε
να συρθείς μέχρι τη γωνία εκείνη, κάτω από το βλέμμα Του.
Είναι που ξέρεις,( δεν θυμάσαι ποιος σου το ‘μαθε και πότε),
ότι Εκείνος δεν είναι εκεί για να σε κρίνει, κι ας ξέρει όλα σου τα αμαρτήματα
καλύτερα από τον κάθε Φαρισαίο που σε παρακολουθεί. Ξέρεις καλά, πως μπορεί να σου τα
σβήσει. Ξέρεις πως έχει και τη δύναμη
και τη θέληση. Ξέρεις ακόμη, πως σου
έχει δώσει και το δικαίωμα να Του ζητάς.
Ξανά και ξανά, ό,τι κι αν έχεις κάνει.
Ταπεινότητα είναι, να μην σε νοιάζει η δικαίωση στα μάτια
του κάθε Φαρισαίου, αλλά ούτε και του ίδιου σου του εαυτού, αυτού που νόμιζες
μέχρι τώρα πως εξυπηρετουσες με τις αδικίες σου. Βλέπεις, γι’ αυτό δεν πήγες στον Φαρισαίο να
του μιλήσεις, ούτε όμως και ξεγελάστηκες, ότι μπορούσες μόνος σου, με χίλιες
προφάσεις και δικαιολογίες, ν’ αποτινάξεις το βάρος που σε πλακώνει. Δεν ήσουν εσύ από εκείνους τους «πεποιθότας
εν εαυτοίς».
Εσύ, ταπεινέ τελώνη, είσαι από τους λίγους εκείνους
ευλογημένους ανθρώπους που τόλμησαν να παραδεχτούν τις προαιώνιες αλήθειες: πως
μόνο ο Θεός είναι καλός απόλυτα, και πως γι’ αυτό Εκείνος μόνο κρατά στα χέρια
του το κλειδί της ανακούφισης, της συγχώρεσης και της χαράς, και πως σαν καλός
που είναι, σαν που σ’ αγαπάει, θα σου την ανοίξει κι εσένα, και την πόρτα, και
την αγκαλιά Του.
Και τότε τελώνη αδελφέ μου, εσύ που σκότωσες μέσα σου κάθε
αντίσταση, κατέβηκες να πας στο σπίτι σου, όχι μόνο «δεδικαιωμένος». Από κείνη τη στιγμή που σου πήρε ο Θεός τις πέτρες
που σε βάραιναν, έγινες ανάλαφρος.
«Υψώθηκες» πάνω από κάθε προηγούμενο «δίκαιο» και κάθε Φαρισαίο. Αυτό μπορεί να μην το ‘ξερες, και σίγουρα με
τα ανθρώπινα μέτρα σου δεν μπορούσες ούτε και να το
ελπίσεις.
Τώρα όμως το ξέρεις.
Σου το είπε ο Χριστός.
Στέλλα Ν.
Αναγνώστου-Δάλλα.