της Στέλλας Ν.
Αναγνώστου-Δάλλα.
Ο προβληματισμός μου δεν είναι θεολογικού χαρακτήρα. Είναι μόνο ανθρώπινος. Πηγάζει από τη διαπίστωση, ότι δεν υπάρχει
κανένα ερωτηματικό, κανένα πρόβλημα, και καμμία ανθρώπινη ανάγκη, που να μην
βρίσκει απάντηση μέσα στην Αγία Γραφή.
…Της Υπαπαντής
σήμερα… Η Παναγία, νέα μητέρα, σχεδόν
κορίτσι ακόμη, φέρνει το Θείο Τέκνο Της, στον Ναό, ακολουθώντας πιστά την
εντολή του Νόμου.
…Οι άγιοι είναι άνθρωποι, με όλες τις δικές μας αδυναμίες,
όμως είδαν και βλέπουν το πρόσωπο του Θεού του Ζώντος, χάρη στην αγάπη
τους. Η Παναγία όμως, το ξέρουμε όλοι,
είναι πέρα και πάνω από τους Αγίους. Με
το γεγονός ότι γέννησε τον Υιό του Θεού και Τον τίμησε με τη ζωή Της, έγινε
μετά τη μετάστασή Της στον ουρανό, και με τη χάρη του Υιού και Θεού της, μια
ζωντανή γέφυρα ανάμεσα στο Θείο και στο ανθρώπινο. Εξ ού και όλη
μας η εμπειρία από τη
Χάρη της.
Αν οι άγιοι είναι παραδείγματα και βοηθοί, την Παναγία τη
νοιώθουμε σαν ζωντανό δρόμο. Σε παίρνει
στη ράχη Της και σε πάει…
Όμως μου μιλά και σαν άνθρωπος, και σαν μάνα, και μου
μαθαίνει όσα πρέπει να μάθω, όχι διδακτικά, αλλά απαλά, με το παράδειγμά
Της. Με διδάσκει χωρίς να απευθύνεται σε
μένα προσωπικά κι όμως απευθύνεται, γιατί βάζει τον πήχυ εκεί που πρέπει να
είναι. Δεν θα τον φθάσω ποτέ και το
ξέρω. Μετράω μόνο την πρόοδό μου από την
απόσταση που με χωρίζει απ’ αυτόν, και παίρνω θάρρος γνωρίζοντας πως μεσιτεύει
για μένα, όχι γιατί κάτι αξίζω ή κάτι κατάφερα, αλλά μόνο και μόνο γιατί
διάλεξα Εκείνην για μητέρα, και γιατί προτίμησα απ’ όλα τα μέτρα και τα σταθμά,
μόνο τον δικό της τον πήχυ, κι ας είναι αδύνατο να τον φθάσει ποτέ άλλος
άνθρωπος. Και να τα λίγα που σήμερα
καταλαβαίνω να με διδάσκει;
Ότι το θεμέλιο του μητρικού Της ρόλου, μπήκε πολύ πριν
Γεννηθεί ο Χριστός, πολύ πρίν κι από τον Ευαγγελισμό ακόμη. Μπήκε από τον γάμο των γονέων Της, που
θεμελιώθηκε πάνω στη μεταξύ τους αγάπη, πάνω στην αγάπη του Θεού, πάνω στην
υπακοή, την υπομονή, την εμπιστοσύνη και την προσευχή. Αυτό ήταν το υπόβαθρο της ευλογημένης φύσης Της. Κι αν ανατρέχαμε και πιο πριν, πάλι τέτοιους
γάμους θα βρίσκαμε. Την ίδια σκυτάλη να
περνά από γενιά σε γενιά.
Ότι προετοιμαζόταν σαν μητέρα, με τον τρόπο που έζησε σαν
νήπιο κι εκείνη μέσα στο σπίτι της. Ένα
σπίτι γεμάτο αγάπη και χάδια, ένα σπίτι ανοιχτό, απ’ όπου περνούσαν, όχι μόνο
συγγενείς, αλλά κάθε πιστός συντοπίτης, και με τα κανακέματα όλων μεγάλωσε η
Παναγία. Μεγάλωσε επίσης με το να
νοιώθει τον Ναό σπίτι της, να χαίρεται και να χορεύει με οικειότητα γύρω από
την Κιβωτό της Διαθήκης, όπως μας λέει η Παράδοση. Όταν οι γονείς της την έταξαν στον Θεό, την
έταξαν γιατί θεωρούσαν τα δικά Του χέρια καλύτερα από τα δικά τους, και γιατί
Του είχαν εμπιστοσύνη. Γι αυτό κι όταν
έφευγε από το σπίτι της για να ζήσει στον Ναό, ήταν ένα γενικό πανηγύρι. Και πάνω απ’ όλους για το ίδιο το κοριτσάκι.
Ότι ανατράφηκε όχι μόνο με «παιδεία και νουθεσία Κυρίου»,
αλλά με τον Ίδιο τον Κύριο, και τους αγγέλους Του. Με τα Μυστήρια θα λέγαμε εμείς σήμερα.
Ότι χάρη στον Ναό προστατεύτηκε από συναναστροφές κι από
προκλήσεις που θα χαλούσαν την αγνότητα της ψυχής της. Ο Ναός ήταν η ασπίδα της. Η Παναγία ήταν προστατευμένη από το κακό,
αλλά δεν ήταν αφελής. Δεν είχε άγνοιά
του, δεν αγνοούσε τους πειρασμούς, τις πραγματικότητες της ζωής, τις
πραγματικότητες των ανθρώπων και τις προκλήσεις τις εποχής Της. Τα γνώριζε όλα πολύ καλά, γι’ αυτό και
μπορούσε να τα αρνείται, με ηρεμία και σθένος.
Ξέρουμε επίσης πως ήταν και πολύ όμορφη, όμως ποτέ δεν αποτέλεσε η
ομορφιά παράγοντα για τις επιλογές Της.
Ούτε εγωισμό είχε, ούτε ματαιοδοξία, ούτε υπερηφάνεια. Κι όσο σταθερή ήταν μέσα Της, τόσο απλή και
απαλή ήταν στη συμπεριφορά Της.
Στην υπόθεση της μνηστείας Της, έδειξε επίσης
αδιαπραγμάτευτη υπακοή και γαλήνη παρά τη διαφορά ηλικίας με τον Ιωσήφ. Πιστεύω όμως, όχι μόνο από υπακοή, αλλά από
αυτεξούσια συγκατάθεση, στο Θέλημα του Θεού.
Είχε μεγαλώσει μέσα στα χέρια Του, Τον ένοιωθε δίπλα Της, μιλούσε μαζί Του
και με τους αγγέλους. Η συγκατάθεσή Της
ήταν προϊόν προσευχής, θεϊκής πληροφορίας, γι’ αυτό και δεν κλονίστηκε ποτέ από
λόγια ανθρώπων και κακόβουλα σχόλια, που σίγουρα θα έφτασαν στ’ αυτιά Της.
Στο μήνυμα του Ευαγγελισμού δεν δίστασε, ούτε το
διαπραγματεύτηκε. Αφού βεβαιώθηκε για τη
θεϊκή του προέλευση, ζήτησε μόνο να καταλάβει το πώς. «…ο ασώματος λέγων τη απειρογάμω…». Δεν Την φόβισε το παράδοξο του πράγματος,
αρκεί που ήξερε πως ήταν το θέλημα του Θεού.
Δεν την φόβισε η κοινωνική δυσπιστία, η κατακραυγή, ο πιθανός κίνδυνος
για τη ζωή Της, οι κακουχίες που θα περνούσε, ο φόβος να μείνει χωρίς
προστάτη. Η Παναγία τα ήξερε όλα και τα
θέλησε όλα, γιατί ήταν σίγουρη για τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει. Και δε δίστασε ούτε στιγμή να φέρει στον
κόσμο ένα παιδί χρεωμένο ίσως με το χειρότερο κοινωνικό σκάνδαλο.
Με εμπιστοσύνη στον Θεϊκό Της προορισμό, και χωρίς αναστολή,
ενδοιασμό ή φόβο, ξεκινά έγκυος, ένα μακρυνό ταξείδι από τη Ναζαρέτ της
Γαλιλαίας, μέχρι την Ορεινή της Ιουδαίας, για να μοιραστεί την εμπειρία Της και
το δέος Της με την Ελισάβετ. Ήξερε η
Παναγία πως ήταν η μόνη ίσως που μπορούσε να την καταλάβει, και πως μια τέτοια
επίσκεψη θα στήριζε και τις δύο γυναίκες που είχε θαυματουργικά επισκεφθεί ο
Κύριος. Η χαρά όταν τη μοιράζεσαι είναι
διπλή. Η χαρά της Παναγίας έγινε και
χαρά της Ελισάβετ, και χαρά και ευλογία του Ιωάννη που σκίρτησε μέσα στην
κοιλιά της. Κι η χαρά της Ελισάβετ, ήρθε
να συμπληρώσει τη χαρά της Παναγίας. Η
πίστη της Ελισάβετ, γίνεται η αιτία να φανερώσει η Παναγία προς όλες τις γενιές
των ανθρώπων το μεγαλείο του μυστηρίου που ζούσε, και τις ευεργετικές του
προεκτάσεις προς όλο το ανθρώπινο γένος.
Τα λόγια που μας μεταφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (α΄, 47-56), δεν είναι
παρά ένα μικρό Ευαγγέλιο, που η Παναγία σαν πανανθρώπινη Μητέρα, ανυπομονεί
αγαπητικά να μας ψιθυρίσει.
Μετά την επίσκεψη στην Ελισάβετ, η Παναγία, με ψυχική
πληρότητα και γαλήνη, ολοκληρώνει την πορεία της κυοφορίας, καρτερικά υπομένει
την ταλαιπωρία του ταξειδιού στη Βηθλεέμ, τη Γέννηση μέσα στο αφιλόξενο σπήλαιο,
τη φυγή στην Αίγυπτο, τη ζωή στην εξορία.
Τα υπερφυσικά γεγονότα της Γέννησης, την τρυφερή ανάμνηση των βοσκών, το
δέος των αγγέλων, την επίσκεψη των Μάγων, τα δώρα τους, όλ’ αυτά τα κρατά με
φροντίδα, μέχρι να τα εμπιστευθεί στους Αποστόλους όταν θα ‘ναι καιρός. Όταν είπε το «ναι» ήξερε πως ο δρόμος της δεν
θα ‘ταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Όμως
Εκείνη δεν ζήτησε ποτέ τα ροδοπέταλα, αλλά το θέλημα του Θεού. Γι αυτό, και μέχρι το ύψος του Γολγοθά, ποτέ
δεν δυσανασχέτησε με τη θλιβερή Της θέση.
Πονούσε βουβά και με αξιοπρέπεια, γιατί είχε αλλού την απαντοχή Της.
Όσα άκουσε από το στόμα του Συμεών την ημέρα της Υπαπαντής,
τα πήρε σαν δώρο και σαν χρέος θυσίας.
Καταλάβαινε. Το δέχτηκε, όπως και
τότε που είπε το «ναι». Κατάλαβε και την
κομβική Της θέση στο μυστήριο της σωτηρίας του ανθρώπου, έτσι όπως της την προανήγγειλε
ο Συμεών: «ο πόνος Της, το μαρτύριο του
Υιού Της, το σκάνδαλο του Σταυρού, αυτό θα γινόταν αφορμή πίστης και απιστίας
για τους ανθρώπους, μια τομή στην Ιστορία, εργαλείο σωτηρίας ή καταστροφής». (Λουκ. β΄, 34-36). Δεν είναι έτσι; Δεν γίνεται έτσι; Κι Εκείνη, «ην θαυμάζουσα…», γιατί κατάλαβε. Εκείνη το χρέος Της θα το έκανε σε όλη τη
διαδρομή.
Η συμπεριφορά Της σαν μητέρα, δεν θα ήταν διαφορετική, ακόμη
κι αν το παιδί Της δεν ήταν Θεάνθρωπος, γιατί καθοριζόταν, όχι από το παιδί,
αλλά απ’ αυτό που ήταν Εκείνη. Όταν
ταξείδεψαν στα Ιεροσόλυμα στα δώδεκά Του χρόνια, άφησε τον Χριστό να κυκλοφορεί
ελεύθερα μαζί με τα’ άλλα παιδιά. Δεν
φοβόταν, δεν Τον κρατούσε σφιχτά από το χέρι σαν κτήμα της, ή από φόβο, δεν Τον
αναζητούσε συνεχώς. Ανησύχησε μόνον όταν
έφθασε το βράδυ, κι αφού έψαξε πρώτα μέσα στους ανθρώπους του χωριού, γύρισε
μετά στα Ιεροσόλυμα, και Τον αναζητούσε επί τρεις μέρες, με την ίδια αγωνία που
δικαιολογείται να έχει κάθε μάνα στην ανάλογη περίπτωση (Λουκ. β΄, 41-52). Μόνο που η αγωνία Της δεν Την έκανε να
ξεσπάσει στη θέα του παιδιού που δίδασκε αμέριμνο και σοβαρό μέσα στον
Ναό. Ένα παράπονο εξέφρασε μόνο. «Γιατί το ‘κανες αυτό; Γιατί δεν σκέφτηκες
την αγωνία μας; Δεν ήξερες ότι θα σε ψάχναμε παντού;» Την απάντηση του παιδιού, την πήρε πολύ
σοβαρά, και τη σεβάστηκε, γι αυτό και το παιδί σεβάστηκε τη δική Της. Την είπε τόσο μαλακά, γλυκά και ανθρώπινα,
που κάθε παιδί θα την σεβόταν, όχι μόνον ο Χριστός. Γιατί, απευθύνθηκε στο φιλότιμο, και με
φιλότιμο φέρθηκε και το παιδί από ‘κει και πέρα, σ΄ ένα «από ‘κει και πέρα» που
κράτησε άλλα 21 χρόνια, μέχρι την αρχή του δημόσιου έργου του Ιησού. Σε όλο αυτό το διάστημα, βρισκόταν δίπλα Του,
υποστηρικτικά και χωρίς να παρεμβαίνει.
Τον καμάρωνε όμως, έτσι όπως πρόκοβε «παρά Θεώ και ανθρώποις» και
κρατούσε μέσα στην ψυχή Της, όλα Του τα λόγια, σαν μαργαριτάρια.
Στον δημόσιο βίο του Χριστού, η Παναγία είναι πάλι παρούσα,
αλλά διακριτικά πάντα. Γνωρίζει από την
αρχή τον προορισμό Του, την καλωσύνη Του, τη θαυματουργική Του δύναμη. Στον γάμο στην Κανά, Τον σπρώχνει στο θαύμα,
Τον σπρώχνει να φανερώσει την ευλογία
Του σ’ ένα μυστήριο που είναι ισότιμο με την Δημιουργία του ανθρώπου, μια
δεύτερη πλάση του, σε μια καινούργια οντότητα.
Τολμά να το κάνει, γιατί γνωρίζει ότι ο Χριστός ήδη το επιθυμεί. Απλώς τολμά να διατυπώσει την σκέψη Του, κι
Εκείνος πειραχτικά της απαντά το περίφημο: «τι εμοί και σοί γύναι;», «πού
ξέρεις το θέλημά Μου;». Ναι το ξέρει. Και μας αφήνει και δύο αιώνιες παρακαταθήκες,
δικλείδες ευδαιμονίας: «…και ην η μήτηρ του Ιησού εκεί, εκλήθη δε και ο Ιησούς, και οι μαθηταί αυτού
εις τον γάμον…», «ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε».
Παρακολουθεί τα κηρύγματα, τα θαύματα, αφουγκράζεται τον
σφυγμό των ανθρώπων, κι όταν έξω από το σπίτι στη Βηθανία, ακούει πως ο Υιός
Της αποκαλεί μητέρα Του κι αδέλφια Του, όλους όσους Τον δέχονται μέσα στην
καρδιά τους, δεν πικραίνεται. Αρχίζει να
υποψιάζεται, αυτό που αργότερα θα της δοθεί ξεκάθαρα σαν εντολή επάνω στον
Γολγοθά: ότι από εκείνη τη στιγμή, η
αγκαλιά Της, θα ‘χει μέσα και όλους όσους ενώνονται μυστικά με τον Υιό και Θεό
Της. Κι ό,τι έκανε με τους νιόπαντρους
της Κανά, το ίδιο θα κάνει στο διηνεκές, από τη Γη και τον ουρανό, μέχρι τη
Δευτέρα Παρουσία, που θα σφραγίσει το τέλος του χρόνου.
Στον Γολγοθά ήταν δίπλα στο παιδί Της, ο πόνος Του, διπλός
δικός Της. Έξω από το μνήμα, τα
ξημερώματα, πρώτη αγωνιούσε,ν’ αποκυλισθεί ο λίθος, ν’ αλοίψει με μύρα τον
αγαπημένο νεκρό. Και πρώτη Εκείνη, να
Τον δει αναστημένο, θριαμβευτή του θανάτου.
Εκείνη, «η άλλη Μαρία». Στον πιο
μεγάλο πόνο επιφυλάσσει ο Θεός την πιο μεγάλη χαρά, και κανενός ο πόνος δεν
ήταν πιο σπαραχτικός από τον δικό Της.
Και μ’ όλα αυτά, ποτέ δεν έπαψε να είναι Κυρά του εαυτού Της
και του οίκου της. Μια χαρούμενη κι
εργατική κυρά, που φίλευε τον κόσμο, που αγκάλιαζε, νουθετούσε και παρηγορούσε,
ακόμη και τους Αποστόλους, μέχρι την τελευταία της πνοή. Ούτε οι περιστάσεις, η θλίψη της για τη
Σταύρωση, το δέος από την Ανάσταση, ούτε η μετακόμιση στο σπίτι του Ιωάννη,
ούτε ακόμη και η ηλικία, στάθηκαν εμπόδια στον γυναικείο Της ρόλο. Αγαπητικά παραδίδει η Παράδοση, ότι όταν
πληροφορήθηκε την εκδημία Της, καταπιάστηκε να ετοιμάσει το σπίτι Της και τον
εαυτό της, και παστρικόν να παραδώσει όλον Της τον κόσμο στα χέρια του Υιού
της.
Αυτό για κάθε γυναίκα είναι το καλύτερο παράδειγμα «καλής απολογίας».
Το θείο έργο της Παναγίας, με υπερβαίνει. Το ανθρώπινό της παράδειγμα, επίσης. Ποιός άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τη φύση
του, το παρελθόν του, τα βιώματα, τις καταβολές και τις περιστάσεις, και να τα
κάνει όλα σωστά; Δεν γίνεται. Ίσως και να μη χρειάζεται. Αρκεί που έχουμε το παράδειγμα της Παναγίας-Μάνας, και μπορούμε να ρωτάμε κάθε φορά: «Παναγία μου, τι θα
έκανες τώρα αν ήσουν εσύ;».
Ακόμη πιο σπουδαίο όμως, είναι που έχουμε και την Ίδια
ζωντανή στον ουρανό, άγρυπνη Μάνα, κι ακόμη κι αν δεν καταφέραμε να την
ακούσουμε, όσο κι αν αποτύχαμε, πάντα μπορούμε να τρέξουμε κοντά της
φωνάζοντας: «Παναγία μου, κάνε το ΕΣΥ αντί για μένα, εγώ δεν μπορώ». Και το κάνει.
Χαμογελώντας μ’ εκείνο το γλυκό Της, το συγκαταβατικό το πονεμένο αλλά
σίγουρο μητρικό Της χαμόγελο, κρατώντας πάντα και το αιώνιο όπλο Της: Τον
Χριστό στην αγκαλιά της.
Στέλλα Ν.
Αναγνώστου-Δάλλα.