Ἐκεῖ μακριά, στῆς Παναγιᾶς τό ἃγιο μοναστήρι , λιμάνι, κάστρο τῆς ψυχῆς, Παράδεισου γεφύρι,
μέ τῆς ζωῆς τό σάβανο τό μαῦρο τυλιγμένος,
καί στή λαγοῦσα τ’ ἀσκητῆ ἀπάνου ἀκουμπισμένος,
χλωμός, ἀχνός στο πρόσωπο, μ’ ἀργό πλησιάζει βῆμα
Καλόγερος, π’ ἀναζητᾶ στην ἐρημιά ἓνα μνῆμα,
ξέσκεπο μνῆμα, πού ἡ ζωή θάφτεται νά πλαγιάση, προσμένοντας το θάνατο νἀλθῆ να τό σκεπάση.
Τάχα ποιος εἶν̉ ὁ ἄγνωστος , ποιο νἆναι τ’ ὂνομά του;
Μήν εἶν̉ κανείς ἁμαρτωλός, πού για τά κρίματά του
μετανοιωμένος ἒρχεται στήν ἃγια μοναξία, γιά να ζητήση ὁ δύστυχος ἀπό την Παναγία
τό ματωμένο βότανο, τ’ ἀγκαθερό βοτάνι,
πού στοῦ Παιδιοῦ της το Σταυρό ἐφύτρωσε, βλαστάνει
γιά το σαράκι τ’ ἄγρυπνο, πού στην ψυχή φωλιάζει
τ’ ἁμαρτωλοῦ, κι’ ἀδιάκοπα τη γλύφει, τη σπαράζει;
Ἢ μήπως τοῦ Καλόγερου τή σπλαχνική καρδία
ἐδάγκασε, φαρμάκωσε ἡ μαύρη ἀχαριστία,
κι’ ὁ δύστυχος ἐμίσησε τον κόσμο, κι’ ἀπαρνήθη
τ’ ἄγριο θεριό, τον ἄνθρωπο, πού τ’ ἄνοιξε τά στήθη;
Στό διάβα του τά λούλουδα ἀνθοῦν, μοσχοβολοῦνε,
τό να μέ τ̉ ἄλλο σμίγουνε, γλυκά κρυφομιλοῦνε,
ὅπου πατήση, ὅπου διαβῆ, βγαίνει χλωρό χορτάρι,
κι̉ ὀμπρός του γέρνουν την κορφή ὁ πεῦκος, τό θυμάρι˙ (ἢ περνάρι)
οἱ βάτοι ἀπομακρύνονται μέ μιᾶς στό πέρασμά του.
Τάχα ποιός εἶν̉ ὁ ἄγνωστος, ποιό νἆναι τ̉ ὂνομά του;
Εἶπαν πώς ὁ Καλόγερος μιά μέρα δοξασμένος, καί σέ θρονί δεσποτικό ἀπάνου καθισμένος,
Τῆς γῆς τή δόξα, τήν ψευδῆ μέ τήν πορφύρα, γδυέται,
καί μέ τό μαῦρο σάβανο ἄφθαρτη δόξα ντυέται,
πού τό φτωχό τό ράσο του κεντᾶ μ̉ οὐράνι̉ ἀχτίδα,
κι̉ ἐνῶ γυμνώνετ̉ ἀπ̉ τή μιά, ἄλλη φορεῖ χλαμύδα!
Ὀμπρός εἰς τή θαυματουργή τῆς Παναγίας εἰκόνα,
κλίνει σιγά ὁ Καλόγερος τό κουρασμένο γόνα˙
λόγια γλυκά κι̉ ἀπόκρυφα εἰς τήν Παρθένα λέει,
κι̉ ἐνῶ μιλεῖ τό δάκρυ του πάνου στήν πλάκα ρέει.
Στά λόγια του τό κόνισμα ἀστράφτει, ζωντανεύει˙
ἡ Παναγιά τρεμάμενο τό βλέφαρο ἀναδεύει.
Τό θεῖο της βλέμμα στρέφεται τριγύρω, φωσφορίζει˙
Τό ρίχνει στόν Καλόγερο, τήν ὂψη του φωτίζει.
Τά χείλη της σαλεύουνε καί τοῦ χαμογελοῦνε,
θαρρεῖς ὁπώς τοῦ κρένουνε, πώς τοῦ κρυφομιλοῦνε…
Τι λέγει; Ἂχ, ποιός εἶν̉ ἄξιος τά λόγια νά γροικήση
τῆς Παναγιᾶς, σάν ὁμιλῆ, καί ποιός νά τά ἐννοήση;
Ἐκεῖνος μόνο, πού μπορεῖ μ̉ αὐτή νά συντυχαίνη,
ἒχει τή χάρη, εἶν̉ ἄξιος νά τήν καταλαβαίνη.
κι̉ ὀμπρός του γέρνουν την κορφή ὁ πεῦκος, τό θυμάρι˙ (ἢ περνάρι)
οἱ βάτοι ἀπομακρύνονται μέ μιᾶς στό πέρασμά του.
Τάχα ποιός εἶν̉ ὁ ἄγνωστος, ποιό νἆναι τ̉ ὂνομά του;
Εἶπαν πώς ὁ Καλόγερος μιά μέρα δοξασμένος, καί σέ θρονί δεσποτικό ἀπάνου καθισμένος,
Τῆς γῆς τή δόξα, τήν ψευδῆ μέ τήν πορφύρα, γδυέται,
καί μέ τό μαῦρο σάβανο ἄφθαρτη δόξα ντυέται,
πού τό φτωχό τό ράσο του κεντᾶ μ̉ οὐράνι̉ ἀχτίδα,
κι̉ ἐνῶ γυμνώνετ̉ ἀπ̉ τή μιά, ἄλλη φορεῖ χλαμύδα!
Ὀμπρός εἰς τή θαυματουργή τῆς Παναγίας εἰκόνα,
κλίνει σιγά ὁ Καλόγερος τό κουρασμένο γόνα˙
λόγια γλυκά κι̉ ἀπόκρυφα εἰς τήν Παρθένα λέει,
κι̉ ἐνῶ μιλεῖ τό δάκρυ του πάνου στήν πλάκα ρέει.
Στά λόγια του τό κόνισμα ἀστράφτει, ζωντανεύει˙
ἡ Παναγιά τρεμάμενο τό βλέφαρο ἀναδεύει.
Τό θεῖο της βλέμμα στρέφεται τριγύρω, φωσφορίζει˙
Τό ρίχνει στόν Καλόγερο, τήν ὂψη του φωτίζει.
Τά χείλη της σαλεύουνε καί τοῦ χαμογελοῦνε,
θαρρεῖς ὁπώς τοῦ κρένουνε, πώς τοῦ κρυφομιλοῦνε…
Τι λέγει; Ἂχ, ποιός εἶν̉ ἄξιος τά λόγια νά γροικήση
τῆς Παναγιᾶς, σάν ὁμιλῆ, καί ποιός νά τά ἐννοήση;
Ἐκεῖνος μόνο, πού μπορεῖ μ̉ αὐτή νά συντυχαίνη,
ἒχει τή χάρη, εἶν̉ ἄξιος νά τήν καταλαβαίνη.
Ἡ Δέσποιν̉ ἀχτινοβολεῖ, καί βλέπεις ἓνα ἓνα
Ν̉ ἀνάφτουν τά καντήλια της, πού κρέμονται σβημένα .
Ν̉ ἀνάφτουν τά καντήλια της, πού κρέμονται σβημένα .
Ἡ δάφνη της ἀνθίζει….
Τῆς ἐκκλησιᾶς τό σήμαντρο γλυκά πανηγυρίζει.
Ἡ ἀνατολή τή θέση της ἀλλάζει μέ τή δύση,
ἡ νύχτα φεύγει κι̉ ἡ αὐγή προβαίνει ἀπ̉ τό ξωκλήσι2 .
Τῆς ἐκκλησιᾶς τό σήμαντρο γλυκά πανηγυρίζει.
Ἡ ἀνατολή τή θέση της ἀλλάζει μέ τή δύση,
ἡ νύχτα φεύγει κι̉ ἡ αὐγή προβαίνει ἀπ̉ τό ξωκλήσι2 .
Την κοινωνιά ὁ Καλόγερος στο Ἱερό ̉τοιμάζει,
τό ἃγιο αῖμα τοῦ Θεοῦ στά χείλη του πλησιάζει…
τό ἃγιο αῖμα τοῦ Θεοῦ στά χείλη του πλησιάζει…
Ἡ Πύλη ἀνοίγει˙ ἄνοιξε˙ ὁ λειτουργός προβαίνει,
τοῦ Ἰησοῦ στό χέρι του τ̉ ἃγιο κορμί βασταίνει˙
τοῦ Ἰησοῦ στό χέρι του τ̉ ἃγιο κορμί βασταίνει˙
λάμπει ἡ ἐκκλησιά… Τό βλέμμα του εἰς τόν Θεόν ὑψώνει˙
ἄφθαρτο στέμμα, οὐράνιο, πού ὁ Πλάστης τοῦ προσφέρει,
ἄφθαρτο στέμμα, οὐράνιο, πού ὁ Πλάστης τοῦ προσφέρει,
γιά τό φθαρτό, τό γήϊνο, πού ἦλθε νά τοῦ φέρη˙
διάφανο κι̉ ἄσπρο σύννεφο διπλώνει τό κορμί του,
λευκή πορφύρα πὂφαναν οἱ ἀγγέλοι γιά στολή του.
Ὁ ταπεινός Καλόγερος, πού θάφτει στήν ἐρμία τῆς γῆς τά μεγαλεῖα,
ὁ ἀσκητής, πού παραιτεῖ τό θρόνο κι̉ ἀπαρνιέται,
ἀπό τη μάνα τοῦ Θεοῦ τώρα χειροτονιέται…
Στό ἃγιο τό λημέρι της τόν θέλει σύντροφό της˙
ὃθε εἶν̉ αὐτή Γουμένισσα, τόν θέλει γούμενό της
διάφανο κι̉ ἄσπρο σύννεφο διπλώνει τό κορμί του,
λευκή πορφύρα πὂφαναν οἱ ἀγγέλοι γιά στολή του.
Ὁ ταπεινός Καλόγερος, πού θάφτει στήν ἐρμία τῆς γῆς τά μεγαλεῖα,
ὁ ἀσκητής, πού παραιτεῖ τό θρόνο κι̉ ἀπαρνιέται,
ἀπό τη μάνα τοῦ Θεοῦ τώρα χειροτονιέται…
Στό ἃγιο τό λημέρι της τόν θέλει σύντροφό της˙
ὃθε εἶν̉ αὐτή Γουμένισσα, τόν θέλει γούμενό της