Του Σεβ. Μητροπολίτου Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλου στην ROMFEA.GR
Σήμερα γίνεται πολύς λόγος γιά σχέσεις, γιά σχέση, γιά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ζώντας ὅμως σε ἐποχή μιᾶς ἄλλης Βαβέλ, διαπιστώνουμε ὅτι μιλοῦν γιά σχέσεις οἱ ἄσχετοι.
Μιλοῦν γιά σχέσεις οἱ ἀδύναμοι νά σχετισθοῦν σέ μιά σχέση οὐσίας καί μιλοῦν αὐτοί πού μόνο ἐπιδερμικά σχετίζονται.
Ποιά ὅμως εἶναι ἡ σχέση καί μάλιστα σχέση οὐσίας; Ἡ σχέση οὐσίας εἶναι μόνον ἡ ΑΓΑΠΗ. Χωρίς αὐτήν δεν μπορεῖ νά ὑπάρξει οὐσιαστική σχέση.
Ἡ πιο τρανή ἀπόδειξη τῆς ἀδυναμίας σχέσης εἶναι ἡ θεοποίηση αὐτῶν πού ὀνομάζονται «ἀνθρώπινα δικαιώματα». Ὁ καθένας διεκδικεῖ τό «δικαίωμά» του νά κάνει ὅ,τι ἀπολύτως θέλει.
Ἐπειδή δέ τό θέλει τό θεωρεῖ καλό καί δικαίωμα του. δέν ὑπάρχει πλέον καλό καί κακό. Ὑπάρχει τό δικαίωμα μου καί ἐπειδή ἐγώ τό θἐλω εἶναι «καλὀ».
Στήν πραγματικότητα ζοῦμε στόν ἀπόλυτο ἐγωϊσμό καί ἐπί τῆς οὐσίας στήν ἀπόλυτη μοναξιά. Ὁ ἐγωϊσμός συνιστᾶ ἀδυναμία καί ἀνικανότητα ἐπικοινωνίας καί γεννάει τήν ἐπιθυμία ὄχι σχέσης, ἀλλά μόνο χρήσης τοῦ ἄλλου.
Ὁ ἐγωϊσμός συνιστᾶ τήν ἀχρήστευση τῆς σχέσης, τῆς ἐπικοινωνίας, τῆς ἀλληλεγγύης, τήν ἀδυναμία τῆς θυσίας, τῆς θυσιαστικῆς προσφορᾶς.
Ὁ ἐγωϊσμός γεννᾶ τήν ἀνικανότητα τῆς ἀγάπης, τήν ἀνικανότητα νά ἀγαπᾶς. Μέ ἀπίστευτη εὐκολία ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἄνδρας ἤ ἡ γυναίκα, ἐγκαταλείπουν ὁ ἕνας τον ἄλλο, ἀλλά καί τά παιδιά τους, στό «δικαίωμα» μιᾶς εἰκονικῆς εὐτυχίας, στό «δικαίωμα» μιᾶς ἀπόλαυσης χωρίς τήν παραμικρή προσπάθεια προβληματισμοῦ, ἀλλά καί ἔννοιας γιά τον ἄλλο. Δέν ὑπάρχει πλέον, παρά τό ἀπόλυτο ἐγώ.
Στην Ἐκκλησία ὅμως μιλᾶμε γιά ἄλλα δικαιώματα. Ἑὐλογητός εἶ Κύριε, δίδαξόν με τά δικαιώματα Σου» λέμε στή δοξολογία πρός τό Θεό.
Δέν μιλᾶμε γιά τά δικά μας δικαιώματα, ἀλλά γιά τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ. Αὐτό φαίνεται περίεργο γιά τό σημερινό ἄνθρωπο πού βλέπει καί κρίνει ἐπιδερμικά.
Ποιο ὅμως εῑναι τό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ πού ζητᾶμε νά γίνει; Τό δικαίωμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Μᾶς τό δίδαξε ξεκάθαρα. Δύο εἶναι οἱ ἐντολές ἀπό τίς ὁποῖες ὅλος ὁ Νόμος καί οἱ Προφῆτες κρέμονται. «Νά ἀγαπήσεις τό Θεό μέ ὅλη σου τήν ὕπαρξη καί τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτόν σου».
Σέ αὐτή τήν τόσο μικρή πρόταση βρίσκεται ὅλη ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι μιά κίνηση δική μου, ἡ ὁποία ὅμως μέ βγάζει ἀπό τον ἑαυτό μου.
Μιά κίνηση πού στρέφεται στό Θεό καί διά τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Ἀλλά αὐτή ἡ κίνηση ὑπάρχει μόνον ὅταν ἐγώ ζῶ. Ὅταν δέν ἀγαπῶ δέν ζῶ. Αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι ἑνιαία. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος «ζεῖ» στό ἀπόλυτο ἐγώ, τότε δέν ζεῖ, δέν κινεῖται, δέν μπορεῖ νά ἀγαπήσει.
Ὁ ἐγωϊσμός ἀποκλείει τήν ἀγάπη. Τήν ἀποκλείει θα ἔλεγα ἐκ φύσεως. Στόν ἐγωϊσμό ὁ Θεός καί ὁ ἄλλος εἶναι ἡ κόλαση μου καί ὄχι ἡ χαρά μου.
Ὁ κάθε ἄλλος εἶναι ὁ ἐχθρός μου. Σήμερα ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ τά «δικαιώματά» του ἀπέναντι καί στό Θεό, ἀλλά καί στήν ἴδια τη φύση, στήν ἴδια τη ζωἠ.
Σήμερα διεκδικεῖ τό «δικαίωμά» του νά διαστρέψει καί τή φύση καί τη ζωή. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ζεῖ στή δυστυχία. Στήν ἀπόλυτη δυστυχία.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιἀ τόν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος γίνεται προκλητικός. Προκλητικός γίνεσαι, ὅταν δέν νοιώθεις ἀσφαλής.
Προκαλεῖς γιά νά νιώσεις ὅτι ὑπάρχεις, ὅτι εἶσαι κάποιος. Οἱ διαδηλώσεις «ὑπερηφάνειας» εἶναι ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη.
Βαπτίζοντας τήν κίνηση μου ὡς «ὑπερηφάνεια» ὁ πρῶτος πού θέλω νά πείσω εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Ὁ τίτλος εἶναι ἀπόλυτα χαρακτηριστικός τῆς ἀνασφάλειας.
Ὁ ἄνθρωπος πού πραγματικά ἀγαπᾶ, ὁ ἄνθρωπος πού νιώθει ὅτι δέν ὑπάρχει ἀγάπη χωρίς ἀλήθεια, ὁ ἄνθρωπος πού συνειδητοποιεῖ ὅτι μόνο ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώνει, δέν εἶναι προκλητικός.
Δέν εἶναι προκλητικός γιατί χαίρεται καί ἡ χαρά τόν πληρώνει καί τόν κάνει ἀσφαλή. Δέν χρειάζεται τήν ἐπιβεβαίωση, γιατί νοιώθει ἀσφαλής, πλήρης καί γι’ αὐτό χαρούμενος. Δέν τόν νιάζει ἄν ὁ ἄλλος τόν ἀπορρίπτει γιατἰ δεν ζεῖ ἀπό τήν σάρκα τοῦ ἄλλου, ἀλλά ἀπό τό αἷμα τοῦ Θεοῦ.
Ξέρω ὅτι αὐτά δεν τά καταλαβαίνουν πολλοί, γιατί δέν θέλουν νά τά καταλάβουν, γιατί θα καταρρεύσουν ἄν τά καταλάβουν.
Τά σύμφωνα συμβίωσης, δηλαδή ἕνας ἐξεζητημένος τρόπος ὕπαρξης, τή στιγμή πού ὑπάρχει ὁ γάμος ὁ πολιτικός για ὅσους δέν πιστεύουν, ὁ ἐκκλησιαστικός γιά ὅσους μποροῦν νά ἐμπιστεύονται καί τό Θεό καί τούς ἀνθρώπους, δέν φέρνουν εὐτυχία, ἀλλά πλήξη.
Πιστεύω πώς γνώρισα ἀρκετά τούς ἀνθρώπους καί προπαντός ὄχι στό προσκήνιο τῆς ὑποκρισίας, ἀλλά στό παρασκήνιο, ὅπου βιώνει κανείς τίς ἀποτυχίες του.
Πιστεύω ὅτι αὐτός ὁ «ἄλλος σεξουαλικός προσανατολισμός» εἶναι μιά ἀπεγνωσμένη προσπάθεια ὑπέρβασης τῆς πλήξης, μιά ἀπεγνωσμένη προσπάθεια μιᾶς «ἄλλης ἐμπειρίας» πού θά ὁδηγήσει ὅμως καί πάλι στόν ἀπόλυτο ἐγωϊσμό καί τήν ἀπόλυτη μοναξιά.