Με το όνομα Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί ή Παναγία η Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ιερό χριστιανικό αγίασμα που βρίσκεται στη Κωνσταντινούπολη έξω από τη δυτική πύλη της Σηλυβρίας, όπου υπήρχαν τα λεγόμενα “παλάτια των πηγών” στα οποία οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες παραθέριζαν την Άνοιξη.
Πήρε την ονομασία του από το τουρκικό όνομα Balık (= ψάρι) και περιλαμβάνει το μοναστήρι, την εκκλησία και το αγίασμα.
1) Η πρώτη, που εξιστορεί ο Νικηφόρος Κάλλιστος αναφέρει ότι: Ο μετέπειτα Αυτοκράτορας Λέων ο Θράξ ή Λέων ο Μέγας (457-474 μ.Χ.), όταν ερχόταν ως απλός στρατιώτης στην Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στη Χρυσή Πύλη έναν τυφλό που του ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιά νερό, μιά φωνή του υπέδειξε την πηγή. Πίνοντας ο τυφλός και ερχόμενο το λασπώδες νερό στα μάτια του θεραπεύτηκε. Όταν αργότερα έγινε Αυτοκράτορας, του είπε η προφητική φωνή, πως θα έπρεπε να χτίσει δίπλα στην πηγή μια Εκκλησία. Πράγματι ο Λέων έκτισε μια μεγαλοπρεπή εκκλησία προς τιμή της Θεοτόκου στο χώρο εκείνο, τον οποίο και ονόμασε “Πηγή”. Ο Κάλλιστος περιγράφει τη μεγάλη αυτή Εκκλησία με πολλές λεπτομέρειες, αν και η περιγραφή ταιριάζει περισσότερο στό οικοδόμημα του Ιουστινιανού. Ιστορικά πάντως είναι εξακριβωμένο, ότι το 536 στη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, υπό τον Πατριάρχη Μηνά, λαμβάνει μέρος και ο Ζήνων, ηγούμενος “του Οίκου της αγίας ενδόξου Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας εν τη Πηγή”.
2) Η δεύτερη, που εξιστορεί ο ιστορικός Προκόπιος, τοποθετείται στις αρχές του 6ου αιώνα και αναφέρεται στον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός κυνηγούσε σ’ ένα θαυμάσιο τοπίο με πολύ πράσινο, νερά καί δένδρα. Εκεί, σαν σε όραμα, είδε ένα μικρό παρεκκλήσι, πλήθος λαού και έναν ιερέα μπροστά σέ μιά πηγή. “Είναι η πηγή των θαυμάτων” του είπαν. Και έχτισε εκεί μοναστήρι με υλικά που περίσσεψαν από την Αγιά Σοφιά.
Το 559 ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός, θεραπευμένος από λιθίαση κάνοντας χρήση του νερού της Πηγής ανακαίνησε το ναό αυτό με υλικά που είχαν περισσέψει από την Αγιά Σοφιά. Ο ανακαινισμένος ομως ναός κατέπεσε μετά από σεισμό όπου και ανοικοδόμησε εκ νέου η Ειρήνη η Αθηναία. Αλλά και μετά από νεότερη πτώση του ανοικοδομήθηκε για τρίτη φορά από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο τον Μακεδόνα. Αργότερα πυρπολήθηκε από τον αρχηγό των Βουλγάρων Συμεών, όπου και αναγέρθηκε για 4η φορά από τον Ρωμανό τον Λεκαπηνό. Κατά τον 6ο αιώνα αποτελούσε ανδρώα Μονή στην οποία προσέρχονταν ο Αυτοκράτορας κάθε Πέμπτη της Αναλήψεως.
Στο περίβολο του ναού αυτού έστησε τις σκηνές του το 1424 ο Σουλτάνος Μουράτ Β’. Κατά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ο ναός καταστράφηκε και το αγίασμα καλύφθηκε. Αργότερα όμως επετράπει στους Χριστιανούς να αποκαλύψουν το αγίασμα και να επανιδρύσουν μικρό προσκύνημα. Το 1732 οι Αρμένιοι προσπάθησαν να υφαρπάξουν το προσκύνημα πλην όμως οι Έλληνες χριστιανοί διέσωσαν το δικαίωμα της κατοχής τους. Το 1825 καταστράφηκε από τους γενίτσαρους και το 1827 ανευρέθηκε η Ιερά εικόνα της Θεοτόκου εικονιζόμενη υπέρ της Ζωοδόχου Πηγής. Μετά απ΄ αυτό το 1830 ο Σουλτάνος επέτρεψε την νέα ανοικοδόμηση (5η φορά) του Ναού όπως σήμερα διασώζεται, επί Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντίου Α΄ όπου καί εγκαινιάσθηκε μετά από πέντε χρόνια.
Σήμερα στην αυλή της Ζωοδόχου Πηγής βρίσκονται οι τάφοι των Οικουμενικών Πατριαρχών. Το δε αγίασμα βρίσκεται στον υπόγειο Ναό και αποτελείται από μαρμαρόκτιστη πηγή, το νερό της οποίας θεωρείται αγιασμένο. Απ’ εδώ διαδόθηκε ο τύπος της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο. Είναι αξιοσημείωτο ότι ψηφιδωτή παράσταση της εικόνας σώζεται στον εσωνάρθηκα της Μονής της Χώρας.
Σε ανάμνηση των εγκαινίων του Ναού από τον Αυτοκράτορα Λέοντα η Εκκλησία καθιέρωσε την κατ΄ έτος εορτή της Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινήσίμου Εβδομάδας.
Χριστιανική παράδοση
Το όνομα Μπαλουκλί προέρχεται από την Τουρκική λέξη “balık” (“ψάρι”) (προφέρεται περίπου μπαλούκ) και σημαίνει “των ψαριών” ή “με τα ψάρια” , πιθανότατα λόγω ύπαρξης ψαριών στα νερά της περιοχής. Για τη μονή του Μπαλουκλί υπάρχει θρύλος για την Άλωση της Πόλης, ο οποίος περιγράφεται ποιητικά από τον Γεώργιο Βιζυηνό:
Το Μπαλουκλί (Τα ψάρια της Ζωοδόχου Πηγής), ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού
Σαράντα μέρες πολεμά ο Μωχαμέτ να πάρη
την Πόλη την μεγάλη.
Σαράντα μέρες έκαμεν ο ‘γούμενος το ψάρι
στα χείλη του να βάλη.
Απ’ τες σαράντα κι ύστερα, πεθύμησε να φάγη
τηγανισμένο ψάρι.
-Αν μας φυλάγ’ η Παναγιά καθώς μας’ε φυλάγει,
την Πόλη ποιος θα πάρη;
Ρίχτει τα δίχτυα στον γιαλό, τρία ψαράκια πιάνει,
-Θεός να τα βλογήση!
Το λάδι βάλλει στην φωτιά μες στ’ αργυρό τηγάνι,
για να τα τηγανίση.
Τα τηγανίζ’ από την μια, και πά’ να τα γυρίση
κι από το άλλο μέρος.
Ο παραγιός του βιαστικά πετά να του μιλήση,
και τάχασεν ο γέρος!
-Μην τηγανίζης, γέροντα, και μόσχισε το ψάρι
στην Πόλη την μεγάλη!
Την Πόλη την εξακουστή οι Τούρκοι έχουν πάρει,
μας κόβουν το κεφάλι!
-Στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια!
Με φαίνεται σαν ψεύμα!
Μ’ αν είν’ αλήθεια το κακό, να σηκωθούν τα ψάρια
να πέσουν μες στο ρεύμα!
Ακόμ’ ο λόγος βάσταγε, τα ψάρι’ απ’ το τηγάνι,
την μια μεριά ψημένα,
πηδήξανε κι επέσανε στης λίμνης την λεκάνη,
γερά, ζωντανεμένα.
Ακόμ’ ώς τώρα πλέουνε, κόκκιν’ από το μέρος,
όπου τα είχε ψήσει.
Φυλάγουν το Βυζάντιο ν’ αναστηθή κι ο γέρος
να τ’ αποτηγανίση.
Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ηλίου τ.8ος σ.86