+Πρωτοπρεσβυτέρου Αλεξάνδρου Σμέμαν
Δύο βασικά γεγονότα χαρακτηρίζουν τις ιερές ακολουθίες της Αγίας και Μεγάλης Πέμπτης: ο Μυστικός Δείπνος του Κυρίου Ιησού Χριστού με τους μαθητές Του και η προδοσία του Ιούδα. Το βαθύτερο νόημα και των δύο αυτών γεγονότων είναι η αγάπη . Ο Μυστικός Δείπνος είναι η εσχατολογική αποκάλυψη της σωτηριώδους αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, της αγάπης που είναι η καρδιά της σωτηρίας. Η προδοσία του Ιούδα αποκαλύπτει ότι η αμαρτία, ο θάνατος και η αυτοκαταστροφή οφείλονται επίσης στην αγάπη · αλλά σε μια αγάπη καταστροφική, μια αγάπη που διαιρεί, διαλύει και οδηγεί εκεί που κάθε άλλο παρά αγάπη κυριαρχεί. Ακριβώς εδώ βρίσκεται το μυστήριο τούτης της μοναδικής ημέρας, της Μεγάλης Πέμπτης. Οι ιερές ακολουθίες της, όπου το φως και το σκοτάδι, η χαρά και η λύπη είναι παράξένα αναμειγμένα, μας προκαλούν σε μια επιλογή από την οποία εξαρτάται ο τελικός προορισμός του καθενός από μας.
«Προ δε της εορτής του Πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα… αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς…» (Ιω. 13, 1). Για να καταλάβουμε το νόημα του μυστικού Δείπνου θα πρέπει να τον δούμε σαν τέλος της μεγαλειώδους ενέργειας της Θείας Αγάπης, η οποία άρχισε με τη δημιουργία του κόσμου και τώρα ολοκληρώνεται με το Θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού.
«Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιω. 4, 8). Και το πρώτο δώρο της Αγάπης ήταν η ζωή . Το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής ήταν η κοινωνία. Για να ζήσει ο άνθρωπος έπρεπε να τρώει και να πίνει, να συμμετέχει στη ζωή του κόσμου. Έτσι ο κόσμος ήταν θεία αγάπη που έγινε τροφή, έγινε Σώμα του ανθρώπου. Και όντας ζωντανός, δηλαδή συμμετέχοντας στον κόσμο, ο άνθρωπος έπρεπε να ζει σε κοινωνία με τον Θεό, να βρει νόημα στον Θεό, να βρει σ’ Αυτόν το περιεχόμενο και το τέλος της ζωής του. Κοινωνία με τον κόσμο – το δημιούργημα του Θεού – ήταν πραγματική κοινωνία με τον Θεό.
Ο άνθρωπος έλαβε την τροφή του από τον Θεό και κάνοντας την σώμα του και ζωή του, πρόσφερε ολόκληρο τον κόσμο στον Θεό μεταμορφώνοντας τον σε ζωή «εν Χριστώ». Η αγάπη του Θεού έδωσε στον άνθρωπο ζωή, η αγάπη του ανθρώπου για τον Θεό μεταμόρφωσε αυτή τη ζωή σε κοινωνία με τον Θεό. Αυτός ήταν ο Παράδεισος . Η ζωή στον παράδεισο ήταν, πραγματικά, ευχαριστιακή . Μέσα από τον άνθρωπο και την αγάπη του για τον Θεό, όλη η δημιουργία επρόκειτο να αγιαστεί και να μεταμορφωθεί σ’ ένα μυστήριο της Θείας Παρουσίας και ο άνθρωπος θα ήταν ο λειτουργός αυτού του μυστηρίου.
Με την αμαρτία όμως ο άνθρωπος έχασε αυτή την ευχαριστιακή ζωή. Την έχασε γιατί έπαψε να βλέπει τον κόσμο σαν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό, και τη ζωή του σαν ευχαριστία, σαν λατρεία και ευγνωμοσύνη… Αγάπησε τον εαυτό του για τον εαυτό του και τον κόσμο για τον κόσμο. Έκανε τον εαυτό του και τον κόσμο αυτοσκοπό. Αγάπησε τόσο τον εαυτό του ώστε τον έκανε το κέντρο, το περιεχόμενο και το τέλος της ύπαρξης του. Πίστεψε ότι η πείνα και η δίψα του, δηλαδή η εξάρτηση της ζωής του από τον κόσμο, θα μπορούσε να ικανοποιηθεί από αυτόν τον κόσμο, από την τροφή που προσφέρει ο κόσμος. Αλλά ο κόσμος και η τροφή, από τη στιγμή που αποχωρίζονται από το αρχικό μυστηριακό νόημα τους – σαν μέσα επικοινωνίας με τον Θεό – από τη στιγμή που δεν προσλαμβάνονται σαν δώρα του Θεού και δεν ικανοποιούν την πείνα και τη δίψα για τον Θεό, παύουν να προσφέρουν κάποια ικανοποίηση και κάποιο πλήρωμα. Με αλλά λόγια, όταν ο Θεός δεν είναι πια το αληθινό περιεχόμενο και το νόημα της ζωής του κόσμου, παύει να ικανοποιείται η πείνα και η δίψα γιατί ο κόσμος δεν έχει αυτοζωή… Έτσι τοποθετώντας σ’ αυτά την αγάπη του ο άνθρωπος ξέκοψε από το μόνο αντικείμενο όλης της αγάπης, όλης της πείνας, όλων των επιθυμιών. Και πέθανε. Πέθανε γιατί ο θάνατος είναι η αναπόφευκτη «αποσύνθεση» της ζωής της ξεκομμένης από τη μόνη πηγή και το αυθεντικό περιεχόμενο.
Ο άνθρωπος αντί να βρει ζωή σ’ αυτόν τον κόσμο και στην τροφή που του προσφέρει ο κόσμος, βρήκε το θάνατο. Η ζωή έγινε πια κοινωνία με το θάνατο αντί να μεταμορφώνει τον κόσμο μέσα από την πίστη, την αγάπη, τη λατρεία του Θεού και την κοινωνία μαζί Του. Ο άνθρωπος υποτάχτηκε εξ ολοκλήρου στον κόσμο, έπαψε να είναι ο λειτουργός του και έγινε ο σκλάβος του. Με την αμαρτία του ολόκληρος ο κόσμος έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο όπου οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι σε θάνατο διότι είναι «καθήμενοι εν χώρα και σκιά θανάτου…» (Ματθ. 4, 16).
Αν και ο άνθρωπος πρόδωσε, ο θεός όμως έμεινε πιστός στον άνθρωπο, δεν έστριψε τα νώτα του. «Ου γαρ απεστράφης το πλάσμα σου εις τέλος, ο εποίησας Αγαθέ, ουδέ επελάθου έργου χειρών σου, αλλ’ επεσκέψω πολυτρόπως δια σπλάχνα ελέους σου». (Ευχή από τη Θεία Λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου). Ένα καινούργιο θεϊκό έργο άρχισε · το έργο της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Και ολοκληρώθηκε, το έργο αυτό, με τον Χριστό, τον Υιό του Θεού, ο οποίος, για να επανορθώσει τον άνθρωπο στο «αρχαίο κάλλος» του και να επαναφέρει τη ζωή στο επίπεδο της κοινωνίας με το Δημιουργό της, έγινε Άνθρωπος. Προσέλαβε την ανθρώπινη φύση μας με όλα τα χαρακτηριστικά της: την πείνα, τη δίψα, τη λαχτάρα για αγάπη, για ζωή. Στο πρόσωπο του ενανθρωπίσαντος Χριστού αποκαλύφθηκε η αληθινή ζωή η οποία είχε αρχικά δοθεί στον άνθρωπο σαν πλήρης και τέλεια Ευχαριστία, σαν πλήρης και τέλεια κοινωνία με τον Θεό. Ο Θεάνθρωπος Χριστός αρνήθηκε τον βασικό ανθρώπινο πειρασμό: να ζήσει «επ’ άρτω μόνο». Αποκάλυψε ότι ο Θεός και η Βασιλεία Του είναι ο πραγματικός άρτος, η πραγματική ζωή του ανθρώπου. Αυτή την τέλεια ευχαριστιακή Ζωή, τη γεμάτη από τον Θεό – και κατά συνέπεια θεία και αθάνατη ζωή – την έδωσε σε όλους τους πιστούς Του. Δηλαδή οι πιστοί στον θεό βρίσκουν σ’ Αυτόν το νόημα και το περιεχόμενο της ζωής τους. Ακριβώς αυτό είναι το βαθύτερο, το υπέροχο νόημα του Μυστικού Δείπνου.
Ο Ιησούς Χριστός πρόσφερε τον Εαυτό Του σαν την αληθινή, την ουσιαστική τροφή του άνθρωπου, γιατί η ζωή του Χριστού είναι η αληθινή ζωή. Έτσι η κίνηση της Θείας Αγάπης που είχε αρχίσει στον Παράδεισο με την προσφορά του Θεού «από παντός ξύλου εν τω Παραδείσω βρώσει φάγη» (γιατί τροφή είναι η ζωή του ανθρώπου) φτάνει τώρα στην αποκορύφωση της με κείνο το θεϊκό «λάβετε, φάγετε, τούτο εστί το σώμα μου…» (γιατί ο Θεός είναι η ζωή του ανθρώπου). Ο Μυστικός Δείπνος, λοιπόν, είναι η αποκατάσταση του Παραδείσου της τρυφής , αποκατάσταση της ζωής σαν Ευχαριστία και Κοινωνία.
Αλλά αυτή η ώρα της έσχατης Αγάπης είναι επίσης και η ώρα της έσχατης προδοσίας. Ο Ιούδας εγκαταλείπει το φως που πλημμύριζε το «Μέγα Ανώγαιον» και μπαίνει στο σκοτάδι. «Λαβών ουν το ψωμίον εκείνος ευθέως εξήλθεν · ην δε νυξ» (Ιω. 13, 30). Γιατί έφυγε; Διότι αγαπούσε , απαντάει το Ευαγγέλιο. Και αυτή η μοιραία (θανατηφόρα) αγάπη τονίζεται επαναληπτικά στους ύμνους της Μεγάλης Πέμπτης. «Ο τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ιούδα · νοσών γαρ φιλαργυρίαν, εκέρδησας μισανθρωπίαν · ει γαρ πλούτον ηγάπας, τι τω περί πτώχειας διδάσκοντι εφοίτας; ει δε και εφίλεις, ίνα τι επώλεις τον ατίμητον;…». Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι αντικείμενο της αγάπης του Ιούδα ήταν ο «χρυσός». Ο χρυσός , το χρήμα εδώ αντιπροσωπεύει όλες τις διεστραμμένες και καταστρεπτικές αγάπες που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση του Θεού. Είναι, στην πραγματικότητα αγάπη κλεμένη από τον Θεό και ακριβώς γι’ αυτό ο Ιούδας είναι ο κλέφτης. Και όταν κάποιος δεν αγαπάει τον Θεό και γενικά η αγάπη του δεν προέρχεται από τον Θεό, ακόμα και τότε ο άνθρωπος αγαπάει και επιθυμεί – γιατί είναι δημιουργημένος ν’ αγαπάει και η αγάπη είναι η φύση του – αλλά ένα σκοτεινό και αυτοκαταστροφικό πάθος τον οδηγεί στο θάνατο.
Κάθε χρόνο καθώς γιορτάζουμε τη μεγάλη αυτή ημέρα της Αγίας Πέμπτης και βυθιζόμαστε στο ατέρμονο φως της και στα απύθμενα βάθη των νοημάτων της ημέρας αυτής, η ίδια αποφασιστική ερώτηση απευθύνεται στον καθένα από μας: εγώ ανταποκρίνομαι στην αγάπη του Θεού και την αποδέχομαι σαν ζωή μου, ή ακολουθώ τον Ιούδα μέσα στο σκοτάδι της νύχτας του;
Οι ακολουθίες της Μεγάλης Πέμπτης περιλαμβάνουν τον Όρθρο, τον Εσπερινό και ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Παλαιά στους Καθεδρικούς Ναούς τελούσαν την ειδική ακολουθία του «Νιπτήρος» μετά τη Θεία Λειτουργία. Σήμερα αυτό γίνεται σε ελάχιστα μοναστήρια. Ενώ ο Διάκονος διαβάζει το Ευαγγέλιο, ο Επίσκοπος (ή ο Ηγούμενος) πλένει τα πόδια δώδεκα ιερέων (ή μοναχών), γεγονός που θυμίζει ότι η αγάπη του Χριστού είναι το θεμέλιο της ζωής της Εκκλησίας και χαρακτηρίζει όλες τις σχέσεις μέσα στην Εκκλησία. Επίσης στις πρώτες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες συνηθιζόταν παλαιά να γίνεται τη Μεγάλη Πέμπτη η ακολουθία του Αγίου Μύρου το οποίο χρησιμοποιείται στο μυστήριο του Αγίου Χρίσματος. Σήμερα όμως το Άγιο Μύρο ετοιμάζεται μόνο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως σε ειδική ακολουθία τη Μεγάλη Πέμπτη. Στην ακολουθία αυτή παίρνουν μέρος ο Οικουμενικός Πατριάρχης, o ι Μητροπολίτες και όλος ο κλήρος του Αγίου Θρόνου. Με το Άγιο Χρίσμα που παίρνουμε μετά τη βάπτιση μας δεχόμαστε τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έτσι η καινούργια αγάπη, που φέρνει ο Χριστός στη γη, μας σφραγίζει την ημέρα που, σαν νέα μέλη, μπαίνουμε στην Εκκλησία .
Στον Όρθρο τα τροπάρια τονίζουν το θέμα της ημέρας που είναι η αντίθεση ανάμεσα στην αγάπη του Χριστού και στην «ακόρεστη ψυχή» του Ιούδα. Ένα από τα πολλά τροπάρια μας λέει:
«Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας εσκοτίζετο · και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον · φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα σοι»
«Ότε οι ένδοξοι Μαθηταί, εν τω νιπτήρι του Δείπνου εφωτίζοντο, τότε Ιούδας ο δυσσεβής φιλαργυρίας νοσήσας εσκοτίζετο · και ανόμοις κριταίς σε τον δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι. Βλέπε χρημάτων εραστά, τον δια ταύτα αγχόνη χρησάμενον · φεύγε ακόρεστον ψυχήν, την Διδασκάλω τοιαύτα τολμήσασαν. Ο περί πάντας αγαθός, Κύριε, δόξα σοι»
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκά 22, 1-39) είναι η εξιστόρηση των γεγονότων που έγιναν σε κείνο το «ανώγαιον μέγα εστρωμένον». Ακολουθεί ο ωραιότατος κανόνας – γεμάτος με θεολογικά νοήματα – ποίημα Κοσμά Μονάχου: «Τμηθείση τμάται, πόντος ερυθρός…». Αυτός μας δίνει την ώθηση για αυτοσυγκέντρωση και σκέψη πάνω στο εσχατολογικό νόημα του Μυστικού Δείπνου. Ο τελευταίος Ειρμός της 9ης Ωδής μας καλεί να πάρουμε μέρος στο αθάνατο τραπέζι που με δεσποτική φιλοξενία μας παρέχει ο Κύριος:
«Ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης, εν υπερώω τόπω, ταις υψηλαίς φρεσί, πιστοί, δεύτε απολαύσωμεν, επαναβεβηκότα Λόγον, εκ του Λόγου μαθόντες, ον μεγαλύνομεν»
Στον Εσπερινό μετά το «Κύριε, εκέκραξα προς σε…» στα ιδιόμελα των Αίνων που ακολουθούν τονίζεται η φοβερή πνευματική παρακμή του Ιούδα: Η προδοσία. Αντιπροσωπευτικό είναι το εξής στιχηρό:
«Ιούδας ο δούλος και δόλιος, ο μαθητής και επίβουλος, ο φίλος και διάβολος, εκ των έργων απεφάνθη. Ηκολούθει γαρ τω Διδασκάλω, και καθ’ εαυτόν εμελέτα την προδοσίαν · έλεγεν εν εαυτώ · Παραδώσω τούτον, και κερδήσω τα συναχθέντα χρήματα · Επεζήτει δε και το μύρον πραθήναι, και τον Ιησούν δόλω κρατηθήναι · Απέδωκεν ασπασμόν, παρέδωκε τον Χριστόν και ως πρόβατον επί σφαγήν, ούτως ηκολούθει, ο μόνος εύσπλαχνος και φιλάνθρωπος»
Μετά την Είσοδο του ιερού Ευαγγελίου διαβάζονται τρία αναγνώσματα από την Παλαιά Διαθήκη:
1) Έξοδος 19, 10-19. Ο Θεός «εν γνόφω» κατέρχεται στο όρος Σινά και ο Μωυσης με το λαό εξέρχεται σε συνάντηση Του. Αυτό προεικονίζει την έλευση του Χριστού στον κόσμο και μάλιστα στην Ευχαριστιακή συνάντηση.
2) Ιώβ 38, 1-23, 42, 1-5. Ο Θεός συνομιλεί με τον Ιώβ, και ο Ιώβ άπαντα: «… τις δε αναγγέλλει μοι α ουκ ήδειν, μεγάλα και θαυμαστά, α ουκ επιστάμην;» Και αυτά τα «μεγάλα και θαυμαστά» εκπληρώνονται τώρα σε τούτο το υπέρλαμπρο «Ανώγαιον» με τα ύψιστα Δώρα: το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
3) Ησαΐας 50, 4-11. Οι προφητείες για τα Πάθη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. «Τον νώτον μου έδωκα εις μάστιγας, τας δε σιαγόνας μου εις ραπίσματα, το δε πρόσωπον μου ουκ απέστρεψα από αισχύνης εμπτυσμάτων…»
Στον Απόστολο διαβάζεται από την Α’ προς Κορινθίους Επιστολή (11, 23-32) η περιγραφή του Μυστικού Δείπνου και το νόημα της Θείας Κοινωνίας όπως τα δίνει ο Απόστολος Παύλος.
Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα που ακολουθεί, είναι το μεγαλύτερο σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, και είναι κομμάτια και από τα τέσσερα Ευαγγέλια. Αναφέρει όλη την ιστορία του Μυστικού Δείπνου, της προδοσίας του Ιούδα, και της σύλληψης του Ιησού Χριστού στον κήπο της Γεσθημανής.
Ακολουθεί η Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, όπου αντί του Χερουβικού Ύμνου και του Κοινωνικού ψάλλεται ο ύμνος που λέμε πάντα πριν από τη Θεία Κοινωνία:
«Του Δείπνου σου του μυστικού σήμερον, Υιέ Θεού, κοινωνόν με παράλαβε · ου μη γαρ τοις εχθροίς σου το μυστήριον είπω, ου φίλημα σοι δώσω, καθάπερ ο Ιούδας. Αλλ’ ως ο ληστής ομολογώ σοι · Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»