Από το βιβλίο της γιαγιάς Φιλιώς Χαϊδεμένου
«....Όλη η εβδομάδα περνούσε με αυστηρή νηστεία.Ταχίνι,χαλβάς,ταραμάς και ό,τι δεν είχε αίμα ή λάδι ήταν το φαγητό μας. Ερχόταν η Μεγάλη Παρασκευή και γινόταν ο Επιτάφιος.Το απόγευμα οι κοπέλες στόλιζαν τον Επιτάφιο με λουλούδια και το βράδυ τον περιέφεραν με πλήθος κόσμου να ακολουθεί σε όλα τα Βουρλά. Οι Επιτάφιοι όλων των εκκλησιών συναντιόντουσαν στο Παπα-Μνημόρι,μια τοποθεσία στο κέντρο της πόλης,όπου ήταν στην Κάτω Λότζα. Οι πιστοί συνόδευαν με τα φαναράκια τους τους Επιτάφιους χιλιόμετρα ολόκληρα,μέχρι την επιστροφή τους στην εκκλησία. Όλοι έπαιρναν λίγο κερί απ’τα κεριά που έκαιγαν πάνω στον Επιτάφιο και λίγα επιταφιολούλουδα,που τα έβαζαν στα εικονίσματα για να θυμιατίζουν μ’αυτά,όπως σας έχω ήδη διηγηθεί,όταν υπήρχε ανάγκη,δηλαδή όταν κάποιος αρρώσταινε.
Το θυμίαμα ήταν πολύ σημαντικό για όλα τα σπίτια.Κάθε απόγευμα άναβαν το καντήλι που υπήρχε στο εικονοστάσι,θυμίαζαν κι έκαναν την προσευχή. Έτσι περνούσαμε τις μέρες μας, κι όλοι ήταν μονοιασμένοι κι αγαπημένοι.
Αν συνέβαινε κάτι, αν παρεξηγιόταν, ας πούμε, κάποιος με κάποιον άλλον, όλοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους φέρουν κοντά και να λήξει η παρεξήγηση.
Η αγάπη ήταν πολύ σημαντική για τους Βουρλιώτες. Το μίσος και η κακία δεν είχαν θέση στα νοικοκυριά μας.Απ’ όποιο σπίτι ή κτήμα κι αν περνούσες,άκουγες τραγούδια και γέλια.Ήταν μια ζωή αλλιώτικη.Οι άνθρωποι ήταν χαρούμενοι και το έδειχναν σε όλες τους τις εκδηλώσεις.
Τη νύχτα της Ανάστασης, οι γείτονες χτυπούσαν τις πόρτες των φίλων τους και όλοι μαζί πήγαιναν στη λειτουργία παίρνοντας και από ένα κόκκινο αβγό.
Από τη Μεγάλη Πέμπτη κι ύστερα, όλες οι γυναίκες ετοίμαζαν τις κουλούρες και το εφτάζυμο.Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα,οι Σμυρνιοί συνέχισαν τα πασχαλιάτικα έθιμά τους…
Το Μεγάλο Σάββατο βάφαμε τα κόκκινα αβγά κι ετοιμάζαμε το σφάγιο.Το αρνί ή το κατσίκι που θα σφάζαμε το βράδυ ερχόταν στο σπίτι μας στολισμένο με μια κόκκινη κορδέλα στο λαιμό.Εμείς στην πατρίδα μας δεν ξέραμε τη μαγειρίτσα.Φτιάχναμε,βέβαια,σούπα αβγοκομμένη,αλλά από μοσχάρι.Ήταν το πρώτο που τρώγαμε μόλις γυρίζαμε από τη λειτουργία της Ανάστασης.Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσα μεζεκλίκια υπήρχαν στο γιορτινό τραπέζι – συκωτάκια, μυζήθρες, γεμιστά μπουμπάρια κι ένα σωρό άλλες λιχουδιές.
Σαράντα μέρες μετά την Ανάσταση,κανείς δεν έλεγε «καλημέρα» ή «καλησπέρα», μόνο «Χριστός Ανέστη» και «Αληθώς Ανέστη». Πολλοί είναι εκείνοι που κορόιδευαν αυτά τα έθιμα, αλλά κάνουν λάθος.Αυτοί οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι,έξυπνοι και προόδευαν. Αυτά ενώνουν τους ανθρώπους και τους κάνουν να βιώνουν διαφορετικά την κάθε περίσταση.Όχι πως δεν είχαν και στεναχώριες, άνθρωποι,αλλά τις περνούσαν όλοι μαζί κι ο ένας προσπαθούσε να στηρίξει τον άλλο.Όταν έβλεπαν κάποιον με το κεφάλι σκυφτό,πήγαιναν κοντά του και τον ρωτούσαν με πραγματικό ενδιαφέρον:»Τι έχεις, Μακρογιάννη, μάστρο-Δημήτρη,κυρ Αντώνη;Τι σου συμβαίνει;Γιατί περπατάς έτσι;Χρειάζεσαι τίποτα;Έχεις καμιά στεναχώρια;Χρειάζεσαι λεφτά;Συμβαίνει τίποτα στην οικογένειά σου;» Έτσι γινόταν τα χρόνια εκείνα…
Τη μέρα του Πάσχα και τη Λαμπροδευτέρα την περνούσαμε στα σπίτια μας με γιορτές, τραγούδια και παρέες.Ήταν άνοιξη και πολλοί βγαίνανε στις εξοχές.
Την Τρίτη,όμως,γινόταν το Νιότριο,μεγάλη γιορτή.Το πρωί όλοι πήγαιναν στους ναούς και μετά τη λειτουργία θα έβγαζαν την εικόνα της Ανάστασης στο προαύλιο της εκκλησίας και θα γινόταν κάτι σαν πλειστηριασμός. Όποιος πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα σήκωνε το εικόνισμα και το περνούσε απ’την πόλη,ώσπου να συναντηθούν όλες οι Αναστάσεις στο κέντρο, στο Παπα-Μνημόρι, στη Κάτω Λότζα,όπως συναντιόταν και τη Μεγάλη Παρασκευή οι Επιτάφιοι.
Στο δρόμο δεν κρατούσε μόνο ένας το εικόνισμα-το κρατούσαν πολλοί,γιατί ο πλειστηριασμός συνεχιζόταν και στην πορεία, κι ώσπου η εικόνα να γυρίσει στην εκκλησία της,είχαν μαζευτεί πολλές λίρες, που τις κρατούσε ο επίτροπος μέσα σ’ένα σακουλάκι.
Κάτι άλλο που γινόταν σ’αυτή τη λιτανεία ήταν τα τάματα.Όλο το χρόνο,οι άνθρωποι-και συνήθως οι γυναίκες- τάζανε κάτι για την υγεία των δικών τους ή για τις σοδειές τους.Παραδείγματος χάρη,εμείς μέναμε κοντά στο ναό της Βαγγελίστριας και λέγαμε :«Βαγγελίστρα μου,βοήθησε το παιδί μου» ή «Βαγγελίστρα μου,σώσε το αμπέλι μου από την καταστροφή κι εγώ σου τάζω αυτό το τάξιμο και θα σ’ το αφιερώσω στην Ανάσταση».Όπως πέρναγε λοιπόν η πομπή από τους δρόμους κι ανέβαινε στα σοκάκια,αυτοί που είχαν τάξιμο,είτε στη Βαγγελίστρια είτε στην Αγία Ειρήνη είτε στον Αι- Γιώργη είτε σε άλλους Αγίους,στήνονταν στα φιλικά τους σπίτια απ’ όπου ήξεραν ότι θα πέρναγε η εικόνα της Ανάστασης της συγκεκριμένης εκκλησίας και κρέμαγαν στην εικόνα ένα σεντόνι ή ένα κεντημένο τραπεζομάντιλο απ’ο την προίκα τους, στην άκρη του οποίου είχαν δεμένο το χρηματικό ποσό που είχαν τάξει.Η εικόνα αυτή γύριζε τόσο φορτωμένη στην εκκλησία,που ο κόσμος συνήθιζε να λέει,όταν έβλεπε κάποιον πολύ καλοντυμένο,που φορούσε το φέσι του,τα μαντίλια του και τα νταραμπουλούσια του,πως ο άνθρωπος αυτός «φορτώθηκε σαν την Ανάσταση».
Μόλις η περιφορά γύριζε στο ναό, η δημογεροντία και οι επίτροποι κάθονταν στο γραφείο και μετρούσαν τα χρήματα.Τα αφιερώματα,τα υφαντά,τα σεντόνια και τα κεντήματα έβγαιναν σε δημοπρασία.Όλοι το είχαν σε καλό ν’ αγοράσουν κάτι και να το προσθέσουν στην προίκα των κοριτσιών τους.
Δεν ξέρω αν η γιορτή του Νιότριτου γινόταν και σε πολλά μέρη της Ανατολής,αλλά στα Βουρλά ήταν πολύ σημαντική…»