Επισκόπου Φαναρίου Αγαθαγγέλου
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 3, Αθήνα 2005, εκδ . Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63.
Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμ. 3, Αθήνα 2005, εκδ . Αποστολική Διακονία, σελ. 62-63.
Η
Αγία Ελένη (247-328), μητέρα του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορος
Κωνσταντίνου Α΄ του Μεγάλου (280/288-337) το έτος 326 πήγε στην
Ιερουσαλήμ, όπου « με μέγαν κόπον και πολλήν έξοδον και φοβερίσματα ηύρεν τον τίμιον σταυρόν και τους άλλους δύο σταυρούς των ληστών »,
όπως γράφει ο Κύπριος χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιράς (1). Κατά την
παράδοση, ύστερα από την πληροφορία κάποιου Εβραίου, με το όνομα Ιούδας,
υποδείχθηκε η θέση όπου έγινε ανασκαφή,
Πηγή : Αποστολική Διακονία
κατά την οποία ευρέθησαν τρεις
σταυροί,ήτοι του Ιησού Χριστού και των δύο ληστών. Επειδή, όμως, δεν
ήταν δυνατόν να αναγνωρισθεί ποιός από τους τρεις σταυρούς ήταν του
Κυρίου, η Αγία Ελένη παρεκάλεσε να τεθεί διαδοχικά επάνω στους σταυρούς
ένας νεκρός που τον πήγαιναν προς ενταφιασμό. Μόλις λοιπόν ο νεκρός
ετέθη επί του Σταυρού του Κυρίου αναστήθηκε. Η Αγία Ελένη έθεσε τότε τα
θεμέλια του Ναού της Αναστάσεως, την ανέγερση του οποίου διέταξε ο Μέγας
Κωνσταντίνος, όταν πληροφορήθηκε την εύρεση του Τιμίου Σταυρού.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος το μεν ήμισυ του Τιμίου
Σταυρού το άφησε στα Ιεροσόλυμα, όπου μεγάλο μέρος φυλάσσεται μέχρι
σήμερα, το δε άλλο ήμισυ μετά των ήλων (καρφιών) το μετακόμισε στην
Κωνσταντινούπολη.