Μια φορά λοιπόν, ήταν ένα μικρό αγόρι που ήθελε να συναντήσει το Θεό.
Ηξερε ότι θα ήταν ένα μακρύ ταξίδι, μέχρι εκεί που έμενε ο Θεός, και έτσι πήρε μια τσάντα, έβαλε μέσα λίγο κέικ, λίγα αναψυκτικά και ξεκίνησε το ταξίδι του.
Όταν είχε προχωρήσει γύρω στα τρία τετράγωνα, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα, να κάθεται σε ένα παγκάκι στο πάρκο και να κοιτάζει τα περιστέρια.
Το αγόρι την πλησίασε και κάθησε δίπλα της.
Έιχε διψάσει ο μικρός. Άνοιξε την τσάντα του να πάρει και να πιεί ένα αναψυκτικό.
Παρατήρησε πως η κυρία ήταν πολύ πεινασμένη και έτσι έκοψε ένα κομμάτι από το κέικ και της έδωσε.
Εκείνη με ευγνωμοσύνη το δέχτηκε και του χαμογέλασε πλατιά.