Στον Προφήτη Ελισαίο πού πηγαίνουμε, προτού ν' αρχίσει ή Αγρυπνία, ό Αγιορείτης ό παπά Μεθόδιος, πού μαρτύρησε για να του δώσουν την άδεια να κάνη Αγρυπνίες σ' αυτό το μικρό εκκλησάκι, έχει βάλει τον μπάρμπα Ηλία και κάνει ανάγνωση δυο ώρες προτού να αρχίσει ή εκκλησία .
Όταν πάμε στην εκκλησία θα δεις την Γερόντισσα Συγκλητική, που τρώει ένα παξιμάδι την ήμερα.
Ό μπάρμπα Ηλίας κάθεται στο στασίδι, πού είναι ό άγιος Ονούφριος. Εις μίαν ανάγνωση θυμάμαι εγώ ή γριά, ότι διάβασε: "Όταν θα φύγει ή ψυχή από το σώμα μας, θ' ανεβαίνει μια σκάλα πηγαίνοντας στον ουρανό. Αύτη ή σκάλα θα είναι πιο λεπτή από μια τρίχα πού έχουμε στο κεφάλι μας. Από' την μια μεριά θα είναι οι άγγελοι και από' την άλλη μεριά θα είναι οι δαίμονες και θα τα εξετάζουν όλα, μέχρι την ματιά πού έριξες για τα παιδιά του Βρέρη, επειδή είναι πλούσια".
Όταν άκουσα αυτά έκλαια με λυγμούς. Μαζί με έμενα έκλαιε και ή κυρά Γιώργαινα με λυγμούς και αναστεναγμούς και μου είπε αυτά τα λόγια:
«-Βλέπεις την γιαγιά σου; Κλαίει, γιατί θυμάται τον θάνατο κι' αυτήν την σκάλα που θα περάσουμε όλοι. Αυτήν την σκάλα να θυμάσαι και συ, Χρήστο μου, για να γίνεις καλός άνθρωπος».
Εις τον δρόμο με ρώταγε:
«-Λες, παιδί μου, το- "Κύριε έλέησον"; Πρόσεχε, μη φύγει από τον νουν σου το - "Κύριε Ελέησον"».
Φθάσαμε μέχρι του Ρούφ.
Άνθρωπος κανένας. Φθάσαμε στο εκκλησάκι του Προφήτου Ελισαίου και ευρήκαμε τους ευλαβέστατους κατοίκους του Πειραιώς και των Αθηνών, όπου ήκουον την ανάγνωσιν από τον γέρο Ηλία με μεγάλη κατάνυξιν και συντριβήν.
Οι άνθρωποι όπου ήσαν στο εκκλησάκι ονομάζονται, κυρ Γιώργης, που είχε κάμει με μεγάλο κόπον και μόχθους την εκκλησία του αγίου Φανουρίου διά πρεσβειών του Αγίου, επειδή πολλοί όπου ήρχοντο από το εξωτερικό έλεγον, ότι ό άγιος Φανούριος ήτο ανύπαρκτος. Και αν και έβλεπαν τόσα θαύματα όπου ενεργεί ό πανάγαθος Θεός διά του Αγίου, αυτοί εμπόδιζαν το έργον της εκκλησίας του. Αυτός δε ητο τόσον προσεκτικός εις τας Αγρυπνίας, ώστε τον ειχον παράδειγμα όλοι όσοι πήγαιναν σε Αγρυπνίας στο εκκλησάκι του Προφήτου.
Συνάμα με τους πολλούς, ήτο και ό Γιώργης ό Λεούσης από την Αίγινα, κι' αυτός με συμβούλευε λέγοντας: «Να γίνεις καλός άνθρωπος ωσάν τους θείους που έχεις στο Άγιον Όρος, στην Λαύρα, τον πατέρα Γεράσιμο, και τον πατέρα Νικόδημο και τον Σπυρίδωνα, τον ίατρόν. Και μάλιστα σήμερα, όπου είναι του αγίου Σπυρίδωνος, να τον σκεπάσει, που έχει πολλούς πειρασμούς εις το Αγιον Όρος».
Ή κυρά Γιώργαινα μου είπε:
«-Τώρα άκουσε την ανάγνωση που κάνει ό γέρο Ηλίας από το Κυριακοδρόμιο του Αγαπίου».
Ήλθε ή ώρα οκτώ, οκτώ και μισή, και άρχισε ή Αγρυπνία.
Φωνή σιγανή ακούστηκε από όλους: «Έρχεται ό παπά Αντώνης».
Όλο το εκκλησίασμα σηκώθηκε. Με σκυμμένα τα κεφάλια τους τον προσκύνησαν. Αυτός προσκύνησε τας αγίας εικόνας, μπήκε μέσα στο ιερό και πρόσεξε με μεγάλη ακρίβεια την αγίαν Τράπεζαν και την αγίαν Πρόθεσιν (μήπως έχει πέσει καμία μύγα ή άλλο έντομο).
Κατόπιν με μεγάλη ησυχία άρχισε το Απόδειπνο κι' όλοι το ήκουον με μεγάλη προσοχή και ευλάβεια. Συνάμα διάβασαν και τον Κανόνα της θείας Μεταλήψεως. Οι περισσότεροι από το εκκλησίασμα συχνότατα νήστευαν οκτώ ημέρες το κρέας, εξ ημέρες το ψάρι, τρεις ημέρες το λάδι και εξομολόγηση είχαν καθαρότατη, και όταν κοινωνούν τους έβλεπες ώσάν αγγέλους κατά την μορφή.
Μετά ηκούσθη πάλιν μικρός ψιθυρισμός: «Ηλθε το λουτόν , η άμαξα με άλογα έφερε τον παπά Νικόλα». Αυτός ό τρισόλβιος, λειτουργούσε και τον έβλεπαν τα μικρά παιδιά, όχι παιδιά άλλ' αγγελούδια, να μην πατάη στην γη, αλλά δυο πήχεις επάνω από την γη. Ζούσε με την Θεία Κοινωνία, εκοιμάτο μίαν ώραν την μέρα και έτρωγε ψωμί και νερό.
ΒΙΒΛ. ΓΕΡΟΝΤΙΚΑΙ ΕΝΘΥΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ. ΤΟΜΟΣ Α ΙΕΡ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΟΥ.