Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας είναι κτισµένη στη νοτιοανατολική πλευρά της χερσονήσου στην τοποθεσία Μελανά, περιοχή όπου διασώζονται σπαράγµατα µνηµείων που µας πάνε πίσω σε προχριστιανικά χρόνια.
Η Λαύρα κατέχει την πρώτη θέση στην ιστορία και ιεραρχία των µονών του Άθω, και ιδρυτής της είναι η σεβασµιώτερη µορφή µεταξύ των Αγιορειτών, ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Είναι το πρόσωπο που εισάγει στον µέχρι τότε σπηλαιώδη και ερηµιτικό µοναχισµό τον µετέπειτα επικρατήσαντα τρόπο µοναχικής ζωής, τον κοινοβιακό.
Με άδεια του αυτοκράτορα Ρωµανού του Β΄ ο Αθανάσιος ξεκινά τα έργα. Σύντοµα, αυτοκράτορας ανακηρύσσεται ο φίλος του αγίου Νικηφόρος Φωκάς, ο οποίος και του συµπαραστέκεται ποικιλοτρόπως. Αρχικά ανεγείρεται το Καθολικό και πολύ σύντοµα πολλοί, αλλόγλωσσοι και αλλόφυλοι, επιφανείς και άσηµοι, έρχονται να µονάσουν υπό την καθοδήγηση του αγίου. Την πολιτική υποστήριξης του Φωκά προς τον Αθανάσιο συνεχίζουν και οι διάδοχοί του Τσιµισκής και Βασίλειο Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, παρά τις αντιδράσεις και κατηγορίες που κάποιοι έσπευσαν να κοµίσουν κατά του αγίου Αθανασίου. Μετά τον θάνατο του αγίου την επιτροπία της Λαύρας αναλαµβάνουν κατ' εντολή του ο ιδρυτής της Μονής των Ιβήρων άγιος Ιωάννης και ο πατρίκιος Νικηφόρος ο Ουρανός.
Η µονή βρίσκεται από καιρό σε περίοδο ακµής και σταδιακά αποκτά πολλά αφιερώµατα: εκτός από το σολέµνιο (ετήσια επιχορήγηση χρυσών νοµισµάτων) που καθιερώθηκε από τον Φωκά και τον Τσιµισκή, ο Βασίλειος ο Β΄ προσέφερε στη µονή ένα νησί (κοντά στη Σκιάθο). Σταδιακά, κτήµατα της Λαύρας γίνονται η µονή Γοµάτου, Μονοξυλίτου, Αµαλφινών, Κάλυκα, το Ξηρόκαστρον, ο όρµος Πλατύς. Τις κτήσεις αυτές επικυρώνουν µε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα ο Ανδρόνικος ο Β΄ και ο δεσπότης Δηµήτριος Παλαιολόγος (1429).
Ο κράλης των Σέρβων Στέφανος Δουσάν, όπως και άλλοι µεταγενέστεροι σλαύοι ηγεµόνες, φέρεται µε γενναιοδωρία προς τη Λαύρα. Η µονή µέχρι και τον 14ο αιώνα παρέµεινε κοινόβιο, αλλά οι πειρατικές επιδροµές προκάλεσαν την αποδιοργάνωσή της, ενώ σοβαρές ζηµιές επέφεραν διάφοροι σεισµοί που έπληξαν την Λαύρα, όπως αυτός του 1585. Στη σταδιακή παρακµή της µονής συνέτεινε το βάρος της φορολογίας των µοναστηριών στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που σχεδόν συνολικά το σήκωσαν η Λαύρα µαζί µε τις µονές Βατοπεδίου και Ιβήρων.
Η µετάβαση κατά τον 14ον αιώνα στην ιδιορρυθµία, οδήγησε τη µονή στη χρήση ενός ιδιαίτερου τυπικού, όµοιο µε αυτό των Λαυρών της Παλαιστίνης. Το 1574 µε την επέµβαση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, η µονή επιστρέφει στο κοινοβιακό σύστηµα, για να επιστρέψει στην ιδιορρυθµία το 1670.
Ο ναός, αν και αρχικά ήταν αφιερωµένος στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου, µε την κοίµηση του αγίου Αθανασίου τιµάται και πανηγυρίζει στη µνήµη του. Η αρχική του κατασκευή ανάγεται στο 963, όµως στην οικοδοµική του ιστορία έχει περάσει αρκετές φάσεις, όπως και η πλειονότητα των αθωνικών Καθολικών. Οι αγιογραφίες του Καθολικού ανήκουν στον Θεοφάνη τον Κρήτα, ενώ της τράπεζας πιθανώς σε κάποιο µαθητή του. Έξω από το Καθολικό βρίσκεται η φιάλη του αγιασµού που είναι η µεγαλύτερη του Αγίου Όρους. Η µονή διαθέτει 17 παρεκκλήσια και 19 εξωκκλήσια.
Από τους πολλούς και ανεκτίµητους θυσαυρούς της µονής σηµαντικότεροι είναι η εικόνα της Παναγίας της Κουκουζέλισσας, πατριαρχικοί και αυτοκρατορικοί σάκκοι και άγια λείψανα. Η βιβλιοθήκη της Λαύρας έχει περίπου 2,116 χειρόγραφα, 20,000 έντυπα βιβλία και περίπου 100 ξενόγλωσσα χειρόγραφα. Σ' αυτήν ανήκουν οι τρεις γνωστές σκήτες του Τιµίου Προδρόµου, της Αγίας Άννης και των Καυσοκαλυβίων, τα καλυβικά αθροίσµατα της Μικράς Αγίας Άννης, τα Κατουνάκια, τα Καρούλια, η Κερασιά, κ.α., τα ονοµαστά Κελλιά Μυλοπόταµος, Άγιος Νείλος, και τα ασκηταριά των αγίων Πέτρου, Αθανασίου και Νείλου. Στη µονή επίσης ανήκουν τα ιστορικά Κελλιά της Προβάτας και των Καρυών.
Το 1963 η Λαύρα και µαζί µ' αυτήν όλο το Άγιον Όρος γιόρτασε την Χιλιετηρίδα της. Το 1980 η Μεγίστη Λαύρα επέστρεψε στο κοινοβιακό σύστηµα. Σήµερα αριθµεί περί τους 50 µοναστηριακούς αδελφούς και τους 300 εξαρτηµατικούς.