Χειροτονήθηκε ιερέας ο διάκονος π. Δημήτριος Αρώνης την Κυριακή 9 Οκτωβρίου στον Ιερό Ναό Αγίου Δημητρίου Ταμπουρίων. Την εις πρεσβύτερον χειροτονία του διακόνου του Ναού π. Δημητρίου Αρώνη, πραγματοποίησε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης κ. Σεραφείμ κατά την διάρκεια της Θείας Λειτουργίας στην οποία προέστη, μαζί με πλειάδα ιερέων και διακόνων οι οποίοι προσήλθαν για να μετέχουν στην Θεία Λειτουργία και στο γεγονός της χαράς του νέου ιερέα.
Στον χειροτονητήριο του λόγο ο νέος ιερέας ανέφερε:
Κατεχόμενος ἀπό ἱερό δέος ἐνώπιον τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης καί ἀναμένοντας ἀπό τά τίμια χέρια σας Σεβασμιώτατε, νά λάβω τόν δεύτερο βαθμό της, δέομαι πρός τόν φιλάνθρωπο Θεό: «Οὐ νικήσουσιν αἱ ἁμαρτίαι μου τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου. Διό ἔνδυσόν με τόν ἀνάξιον δοῦλον σου τήν ἱερατικήν ταύτην στολήν καί χάριν τοῦ θείου καί Παναγίου και Τελεταρχικού σου Πνεύματος». Ἡ ἱερωσύνη εἶναι θεία δωρεά, πού ὑπερβαίνει καί ἀνθρώπινο λόγο καί ἔννοια καί διά τῆς ὁποίας «ὁ κόσμος σέσωσται καί ἡ κτίσις πεφώτισται. Μακάριος δέ ὅστις πολιτεύεται ἐν ταύτῃ τῇ ἀξίᾳ, ἁγνῶς τε καί ἀμώμως».
Ἡ ὡραιότερη καί οἰκειότερη προσηγορία, τήν ὁποία ἐπεφύλαξε ὁ Θεός γιά τόν Ἑαυτό Του, «Πάτερ», ἐπεφύλαξε καί γιά τούς κληρικούς Του. «Διά τῶν πατέρων διεβιβάσθη εἰς ἡμᾶς ἡ αἰώνιος κληρονομία τῆς πίστεως καί αὐτοί εἶναι ἐν Θεῷ καί μετά Θεόν καί διά τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁδηγοί πρός τά ἄνω, τοῦ Παραδείσου οἱ εἴσοδοι». Ὁ πρᾶος λογισμός, ἡ κατά Θεόν σοφία, ἡ λαμπρά ἐγκράτεια, ὁ φιλόθεος ζῆλος, ὁ χαρισματικός πλουτισμός καί ἡ κατά Χριστόν ἐνηλικίωση, εἶναι οἱ ἀπαστράπτουσες ἕδρες τοῦ τρισμεγίστου ἀδάμαντα τῆς ἱερωσύνης. Σέ μιά ἐποχή πού ὁ κόσμος μοιάζει ὡς πρόβατα μή ἔχοντα ποιμένα, ἡ Ἐκκλησία, μέσῳ τῶν ἁγίων της κάνει λόγο γιά «ἐπιστημονικούς ποιμένας», δηλαδή, γιά ἔμπειρους χειραγωγούς στήν ἀπλανῆ ζωηφόρο ὁδό τῆς ἀλήθειας, γιά θεματοφύλακες τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους, γιά μιμητές τοῦ Χριστοῦ καί ζηλωτές τῶν μαρτύρων, οὕτως ὥστε ὁ βίος καί ἡ πολιτεία τους νά εἶναι τῦπος τῶν πιστῶν καί ζῶν εὐαγγέλιο.
Τό μεγαλειῶδες τοῦ μυστηρίου τῆς ἱερωσύνης ἀντανακλᾶται καί σ’αὐτό τό ἀνθρώπινο σῶμα τοῦ ἱερέα, τό πήλινο αὐτό δοχεῖο ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τήν ἱερατική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἀποκτᾶ ξεχωριστή ἱερότητα. Εἶναι ἱερό σάν τήν ἁγία Τράπεζα. Εἶναι ἔμψυχη ἁγία Τράπεζα. Καί κάτι παραπάνω. Ο ὅσιος ἱερέας Λουκιανός, ολίγο προ του τέλους του στή φυλακή, λειτούργησε χρησιμοποιώντας σάν ἁγία Τράπεζα τό σῶμα του, τό στῆθος του! (Συμεών Θεσ/κης, Ἅπαντα, σελ. 358 α) Καί ὁ Θεοδώρητος, Ἐπίσκοπος Κύρου, βρισκόμενος στήν ἔρημο, λειτούργησε ἔχοντας σάν ἁγία Τράπεζα τά χέρια τοῦ Διακόνου του (Πηδάλιο, ἐκδ. Ἀστέρος, σελ. 247, 1). Κατά τη διάρκεια της εξοδίου ακολουθίας του ιερέως, τό πρόσωπό του σκεπάζεται μέ τόν «ἀέρα», τό ιερό κάλυμμα πού συνήθως καλύπτει τά Ἅγια. Ὁ κάθε ἱερέας εἶναι ἀνώτερος, ὄχι μόνο ἀπό Βασιλιά κι ἀπό Ἀγγέλους αλλά και από κάθε ασκούμενο πνευματικά αθλητή, όσα χαρίσματα κι αν του έχει δωρίσει το Άγιο Πνεύμα. Γράφει ο γέρων μοναχός Παίσιος: «κάποιο βράδυ, ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον ιερέα πατέρα Τύχωνα να μπαίνει στο κελί. Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια». Ο ιερέας εἶναι ἀνώτερος κι ἀπό τό Ἅγιο Ποτήριο κι ἀπό τόν ἱερό Ναό. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος δέν ἔπαιρνε τόν λόγο μπροστά σέ ἕναν διάκονο, διότι ἔφερε τήν «θείαν χάριν ἐνοικοῦσαν ἐν αὐτῷ». Ο ἱερέας και στην στρατευομένη και στην θριαμβεύουσα εκκλησία διατηρεί τήν ἰδιότητα τοῦ πρεσβευτοῦ. «...Καί ὥσπερ ἐπί τῆς γῆς ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ Σου λειτουργόν αὐτόν κατέστησας, οὕτω καί ἐν τῷ οὐρανιῳ Σου θυσιαστηρίω ἀνάδειξον, Κύριε». (εὐχή εἰς κεκοιμημένον ἱερέα).
Τίς φρικτές αὐτές στιγμές τῆς ἀναιμάκτου θυσίας, κατά τίς ὁποῖες «παρεστήκασι χιλιάδες ἀρχαγγέλων καὶ μυριάδες ἀγγέλων, τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, ἑξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά» καί οἱ πρεσβύτεροι τῆς θριαμβεύουσας ἐκκλησίας, μαζί μέ τούς ἀγγέλους, βαστάζουν στά χέρια τους «φιάλας χρυσάς, γεμούσας θυμιαμάτων, αἵ εἰσίν αἱ προσευχαί τῶν ἁγίων», αναφωνώ μετά τοῦ προφήτου Ἠσαῒου: «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ’ ἤ ἐπί τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί τρέμοντα τους λόγους μου».
Ἀνάμικτα συναισθήματα κατακλύζουν τήν ψυχή μου. Θεῖος τρόμος, συστολή, συντριβή ἀφ’ἑνός, ἐλπίδα, παράκληση, ἔλεος, ἀφ’ ἑτέρου. Διστάζω να προχωρήσω. Αντικρίζω νοερά τον Προφήτη Ἱερεμία και ἀντηχεῖ στήν καρδιά μου ὁ διάλογός του με τον Θεό: «Ὁ Κύριος μίλησε πρός ἐμέ, τόν Ἱερεμία, καί μοῦ εἶπε: "Σέ γνωρίζω πολύ καλά πρίν σέ πλάσσω ὡς ἔμβρυο στήν κοιλιά τῆς μητέρας σου καί πρίν γεννηθεῖς σέ καθιέρωσα στήν ὑπηρεσία τοῦ ἔργου μου". Και ἐγώ εἶπα τότε: " Ὦ Δέσποτα καί Κύριε, δέν εἶμαι ἱκανός, γιά τό ἔργο αὐτό, διότι νά, δέν γνωρίζω νά ὁμιλῶ˙ εἶμαι ἄλλωστε καί μικρός κατά τήν ἡλικία". Ὁ Κύριος ἀπάντησε καί μοῦ εἶπε: "Μή λέγεις ὅτι εἶσαι μικρός κατά τήν ἡλικία, διότι θά μιλήσεις πρός αὐτούς, ὅσα ἐγώ σοῦ δώσω ἐντολή νά πεῖς. Μή φοβηθεῖς μπροστά τους, διότι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου γιά νά σέ προφυλάσσω καί νά σέ σώζω ἀπό κινδύνους", λέγει ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος τότε ἅπλωσε τό χέρι του πρός ἐμένα, ἄγγιξε τό στόμα μου καί μοῦ εἶπε: " Ἰδού ἐγώ ἔχω δώσει στό στόμα σου τούς λόγους μου, γιά νά ἐκριζώνεις μέ τούς λόγους σου καί νά κατασκάπτεις, νά οἰκοδομεῖς καί νά φυτεύεις. Μή φοβηθεῖς μπροστά σέ κανέναν, διότι ἐγώ εἶμαι πάντοτε μαζί σου. Θά πολεμήσουν πολλοί ἐναντίον σου, ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά κατορθώσουν τίποτε, διότι ἐγώ θά εἶμαι μαζί σου, γιά νά σέ λυτρώσω ἀπό τά χέρια τους». (Ἱερ. Α΄6-19) Ἀλήθεια! Πόσο παρηγορητικά, ἐνθαρρυντικά, προτρεπτικά καί γεμάτα πατρική ἀγάπη καί στοργή εἶναι τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου! Ὡς φωνή αὔρας λεπτῆς ἀκούγεται μέσα στήν ἄφωνη καί ἀμήχανη ψυχή μου, ἡ ἤρεμη θεϊκή φωνή Του: «Τί σύ ἐνταῦθα; Γιατί βρίσκεσαι ἐδῶ φοβισμένος;» Καί ο θερμουργός λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, συνεχίζει να με ενθαρρύνει: «Πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ. Ἐγὼ πατὴρ, ἐγὼ ἀδελφὸς, ἐγὼ νυμφίος, ἐγὼ οἰκία, ἐγὼ τροφὴ, ἐγὼ ἱμάτιον, ἐγὼ ῥίζα, ἐγὼ θεμέλιος· ἐγὼ φίλος, καὶ μέλος, καὶ κεφαλὴ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ μήτηρ. Πάντα ἐγώ. Μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ, ἐπὶ τάφου διὰ σέ. Πάντα μοι σὺ, καὶ ἀδελφὸς, καὶ συγκληρονόμος, καὶ φίλος, καὶ μέλος. Τι πλέον θέλεις;» Καί ἀπαντῶ συγκλονισμένος, ὡς ἄλλος Θεσβίτης: «Πλημμυρίζει ἡ καρδιά μου ἀπό φλογερό ζῆλο γιά Σένα, τόν Κύριο καί Παντοκράτορα». (Γ΄Βασ. ιθ΄9)
Ἐξετάζω τόν ἑαυτό μου, ἀναγνωρίζω τά σφάλματα μου, διαπιστώνω τίς ἐλλείψεις μου, βλέπω τό αδιέξοδο στό ὁποῖο μέ ὁδηγεῖ τό ἐμπαθές θέλημά μου, κατανοῶ τίς βλαπτικές συνέπειες τῆς ἁμαρτίας καί νοιώθω τήν ἀδίρητη ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς μου θεραπείας. Καί ὡς ὁ Δαυίδ στενάζων, λέγω: «Ἐκ βαθέων ἐκέκραξά σοι, Κύριε˙ Κύριε, εἰσάκουσον τῆς φωνῆς μου˙ γενηθήτω τὰ ὦτά σου προσέχοντα εἰς τὴν φωνὴν τῆς δεήσεώς μου». Δέξαι Κύριε τήν μετάνοιά μου ὡς τοῦ Μανασσῆ, διότι: «Σύ εἶ Θεός, Θεός τῶν μετανοούντων, καί ἐν ἐμοί δείξεις πᾶσαν τήν ἀγαθωσύνην σου· ὅτι ἀνάξιον ὄντα, σώσεις με κατά τό πολύ ἔλεός σου, καί αἰνέσω σε διά παντός ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς μου».
«Γνώρισον μοι, Κύριε, οδόν εν ή πορεύσομαι, ότι προ σε ήρα την ψυχήν μου». Απλανής οδηγός, εμπνευστής και πρότυπο της ιερατικής μου πορείας είσαστε εσείς Σεβασμιώτατε . Το κρυστάλλινο ήθος σας, η αψεγάδιαστη βιοτή σας, η ανιδιοτελής προσφορά σας, ο πύρινος πατερικός σας λόγος και το ανύστακτο ενδιαφέρον σας για την κατά Θεόν πρόοδο του ποιμνίου σας, είναι για εμένα ανεκτίμητο δώρο της θείας Χάριτος και ατίμητος οίακας στην ιερατική μου πορεία. Ταπεινά σας παρακαλώ, οι θεοφιλείς και θεοπειθείς προσευχές σας, η εμπιστοσύνη και το ανύστακτο ενδιαφέρον σας, να με συνοδεύουν σε κάθε βήμα της νέας εν Χριστώ ζωής μου.
Ἔχοντας ὡς ἀφετηρία τῆς ποιμαντικῆς διακονίας μου το γεώργιον της ψυχής μου καί τήν προσωπική μου μεταμόρφωση διά πνευματικῆς καλλιέργειας ἔντονης καί διαρκοῦς τῆς καρδιᾶς μου, «εἰς συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην» καί τήν προσφορά τοῦ ἑαυτοῦ μου «ὡς θυσία ζῶσαν τῷ Θεῷ», μέ βαθύ σεβασμό, σᾶς παρακαλῶ Σεβασμιώτατε, σεβαστοί μου πατέρες και ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νά προσευχηθεῖτε θερμά ὑπέρ ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου, ὥστε η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που θα σκηνώσει μέσα μου νά με αξιώσει να καταστώ τίμιον «ὄργανον Θεοῦ, τεταγμένον εἰς τό πτερῶσαι ψυχάς, ἁρπᾶσαι κόσμον καί δοῦναι Θεῶ, εἰσποιῆσαι τόν Χριστόν ἐν ταῖς καρδίαις καί θεῷ ποιῆσαι τόν ἄνθρωπον».
Βασιλεῦ οὐράνιε Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας… ἐλθέ καί σκήνωσον ἐν ἐμοί καί καθάρισόν με ἀπό πάσης κηλῖδος καί σῶσον με». Ἀμήν.