Ολιβιέ Κλεμάν
Η μαθητεία στην πολιτική και στον πολιτισμό μού ξανάνοιγαν τον δρόμο για το θεμελιακό. Ξανά πάλι η αγωνία. Ξανά πάλι η κατάπληξη. Και τώρα η πορεία για τη συνάντηση των προσώπων.
Μπροστά στον θάνατο, μπροστά σ’ αυτή την αγωνία, σ’ αυτή την απομόνωση, σ’ αυτό τον πνευματικό θάνατο, που το βιολογικό τέρμα δεν είναι παρά ένα σημάδι του, ο άνθρωπος είναι σήμερα γυμνός. Τόσο γυμνός, όσο δεν ήταν ποτέ άλλοτε. Ο πολιτισμός μας είναι ο πρώτος, φαίνεται, σ’ όλη την ιστορία, που πασχίζει ν’ αγνοήσει τον θάνατο και, μ’ αυτό, ίσως, ξεσκεπάζει την ουσία... Οι επικήδειες τελετές έχουν μικρύνει υπερβολικά ή και χάνονται. Δεν ξέρουν πια τι να πουν και τι να κάνουν. Όταν ήμουνα παιδί, μέσα σ’ ένα κύκλο στερημένο από καιρό από κάθε χριστιανική αναφορά, δεν άφηναν κανένα να πεθάνει στο νοσοκομείο. Όταν δεν απόμενε πια ελπίδα, έφερναν τον άρρωστο στο σπίτι και τότε τον τύλιγαν σε περισσότερη στοργή. Ξαγρυπνούσαν όχι μονάχα εκείνους, που πέθαιναν, αλλά και τους πεθαμένους. Αγρυπνία, σχεδόν ανυπόφορη, μπροστά στο μηδέν. Δεν προσεύχονταν – σε ποιόν να προσευχηθούν και με ποια λόγια;
Πηγή:Άπαντα Ορθοδοξίας
Δε διάβαζαν τους Ψαλμούς και τα Ευαγγέλια. Δεν είχαν ούτε τη χοντροκομμένη ανανέωση του νεκρόδειπνου, που σε μερικές χριστιανικές χώρες αναπτύχτηκε σε «αγάπη». Δεν ήταν πια σε χριστιανικές χώρες. Όλα είχαν ξεχαστεί. Ο ζωντανός Θεός, η ψυχή, η ανάσταση. Αλλά δεν ήταν κι ο παγανισμός, που σ’ αυτόν πεθαίνουν με το «απρόσωπο» του φυτού ή σβήνουν γαλήνια μέσα στο άπειρο: ξαναγίνονται σπόροι, περνούν στην άλλη πλευρά των πραγμάτων, ίσαμε την καινούργια σπορά... Όχι. Απ’ τη βιβλική Αποκάλυψη κρατούσαν τη βεβαιότητα, πως αυτός ο πεθαμένος είναι ένα μοναδικό άτομο και πως η ζωή του υπήρξε η μοναδική του ζωή. Αυτές οι αγρυπνίες ήταν σκέτες αγωνίες. Πήγαιναν στην κουζίνα, να πιουν λίγο καφέ. Ύστερα ξαναγύριζαν να καθήσουν κοντά στο πτώμα. Με σιωπή. Πάντοτε αυτή η σιωπή. Είναι αλήθεια, πως καταπιάνονταν με υπερβολική λεπτομέρεια μ’ όλα εκείνα τα πράγματα, που πλαισιώνουν τον θάνατο. Τα αγγελτήρια της κηδείας, την ταφή, τον οικογενειακό τάφο. Κι αυτά, αν δεν χρειαζόταν να μαζέψουν τη σκόνη των προηγούμενων νεκρών, για να κάνουν χώρο... Νεκροταφεία δίχως σταυρό – όμως, για τους πιο πολλούς, ο σταυρός δεν σημαίνει νίκη πάνω στον θάνατο, αλλά απλώς και μόνο ένα νεκροταφείο... και σαν καλοί ορθολογιστές προσπαθούν ν’ αποφύγουν αυτή την ταυτολογία. Νεκροταφεία δίχως σταυρό.
Βαρειές πλάκες, καλοχτισμένες, των λατινικών νεκροταφείων. Οικογενειακή υπερηφάνεια. Προνόμια για την «αιωνιότητα». Κι αυτή η μανία της καθαριότητας του ρασιοναλισμού, που θα ξερίζωνε και το μικρότερο βλασταράκι και που, για χάρη της, η δημοτική αρχή, στο χωριό, εξαφάνισε πεύκα και κυπαρίσσια. Πράγμα, που δεν εμποδίζει το έδαφος, πολύ απαλό σ’ αυτές τις κάτω χώρες, να κατακάθεται σιγά-σιγά και τις πέτρες να ναυαγούν στην απεραντοσύνη της πεδιάδας. Αναποδογυρίζουν, σα στην τελική κρίση, γοτθικά τύμπανα. Η κόρη μου σιγοτραγουδάει το μέρα οργής. Της το μαθαίνουν στο κολλέγιο, στην ιστορία της μουσικής.
Τώρα, σε όμοια περιβάλλοντα, αφήνουν τους ανθρώπους, που πεθαίνουν, να φεύγουν μόνοι. Κι όταν είναι στο νοσοκομείο και τους αφήνουν εκεί κι όταν βρίσκονται στο σπίτι, πηγαίνουν να κοιμηθούν. Επειδή τα έχουν κάνει ολα. Επειδή δε μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο. Αφήνουν στο δωμάτιο ολομόναχο τον νεκρό, περιμένοντας να τον σηκώσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα. Δε γνωρίζουν πια εκείνο, που όλοι οι άνθρωποι, παντού, ήξεραν, οποιαδήποτε κι αν ήταν η αντίληψή τους για τον θάνατο.
Ότι κανένας, στην πραγματικότητα, δεν πεθαίνει μόνος του. Ότι η αγάπη κι η προσευχή των ζωντανών ευκολύνουν την έσχατη έξοδο. Το φτιασιδωμένο πτώμα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, τα εγκαταλειμμένα νεκροταφεία, στη Σοβιετική Ένωση, όλα μαρτυρούν την ίδια κατάσταση πραγμάτων. Στη Γαλλία, οι άνθρωποι της γενιάς μου είδαν να θεσπίζεται και να γίνεται υπερτροφική η πέρα για πέρα κοσμική «γιορτή των νεκρών». Θυσιάζουν στους νεκρούς μια μέρα τον χρόνο, όπως ο Πολυκράτης έρριχνε το δαχτυλίδι του στη θάλασσα, για ν’ αποτρέψει τη μοίρα του. Λατρεία δίχως ελπίδα: η «μέρα των νεκρών» έχει καταποντίσει τη μέρα των «αγίων Πάντων». Ένα δαχτυλίδι στη θάλασσα, χρυσάνθεμα στον θάνατο. Εγώ, συνεχίζω να βασιλεύω.
Για να λησμονήσουν, για να λησμονήσουν, εμπιστεύονται τη θεμελιακή λαχτάρα του ανθρώπου, τη δίψα του για την αιωνιότητα, στην κατανάλωση, στον ερωτισμό ή στην πολιτική. Εκθειάζουν τη ζωή, φωτογραφίζουν τη φιλενάδα τους γυμνή κι έγκυο, ρόδι με μοναδικό σπόρο. Αλλά το παιδί, που θα γεννηθεί, θα γεννηθεί για να πεθάνει. Κι αυτή η ζωή, δώθε απ’ τον θάνατο, είναι δαγκωμένη απ’ αυτόν. Γιατί ο φυσικός θάνατος ταυτόχρονα συμπυκνώνει – και μυστηριακά παρηγορεί – μια πνευματική κατάσταση, μια συγκεκριμένη κατάσταση της ύπαρξης: του χωρισμού και της αποτυχίας, της σκοτεινότητας και της υπνοβασίας. Η καρδιά είναι σκληρή και, μαζί, κομματιασμένη. Η διάνοια αντιστέκεται ή συγχέει. Εναλλάσσονται οι μύριες μαρμαρυγές της υπερηφάνειας και της απελπισίας.
Μπροστά στο στενό και βαθύ χαντάκι, το τσιμενταρισμένο, το τεχνικό, μέσα σ’ ενα μεγάλο παριζιάνικο νεκροταφείο, ο άνθρωπος ξεσπάει σε λυγμούς. Σα να μη τελειώνει το κατέβασμα του φερέτρου. Ύστερα από πέντε λεπτά αρχίζει την απασχόληση – η ταφή είναι κι αυτή μια απασχόληση – φλυαρεί, έχει ξεχάσει. Ο θάνατος είναι αυτή η μικρή ρωγμή, που γρήγορα κλείνει. Δεν υπάρχει πια τίποτα. Σαπίζουν όλα. Ο τρελός του Νίτσε, αφού αποκρυπτογράφησε τον θάνατο του Θεού και το βασίλειο του μηδενός, καλεί σε ιερές τελετές. Θα είναι ανήκουστες, λέει. Είναι κι όλας, αν θυμηθούμε το πρώτο κομμάτι του εικοστού αιώνα: τα ολοκληρωτικά καθεστώτα είναι, επίσης, ατέλειωτες γιορτές. Κάθε αντίληψη του κόσμου, που δεν περικλείει τον θάνατο, δε μπορεί νάναι, παρά θανατηφόρα χίμαιρα. Χύνεται στον θάνατο των άλλων, ή στην εμβατηριακή ενορχήστρωση της υπνοβασίας. Ο καθένας ζει, σα να μπορούσε, μόνος αυτός, να ξεφύγει απ’ το θάνατο.
Ποιος προετοιμάζεται για μια όσο το δυνατό μεγαλύτερη διαφάνεια των γηρατειών; […]
Μοϋ αρέσει, στη χριστιανική Ανατολή – που ασχολείται λίγο με τα σχήματα – αυτός ο σεβασμός, αυτός ο θαυμασμός στον γέρο. Ο άνθρωπος, που είναι αφιερωμένος στην πνευματική πορεία, οποιαδήποτε κι αν είναι η ηλικία του, ονομάζεται «γέροντας». Κι εδώ, η ομορφιά δεν διαχωρίζεται απ’ τη σοφία και την αγάπη. Ανεβαίνει από μέσα απ’ την καρδιά. Προσέξτε τους μοναχούς του Άθω ή της Μολδαβίας, όταν η ηλικία τούς απαλλάσσει από μια επιφύλαξη, που συχνά μάς φαίνεται επιτηδευμένη, αλλ’ όμως αποτελεί το κουκούλι της χρυσαλλίδας. Τα χείλη λεπτύνονται κι εσωτερικοποιοΰνται. Το μέτωπο διαστέλλεται και λάμπει. Η λευκότητα των μαλλιών και των γενιών δίνει μαρτυρία για μια μεταμόρφωση. Τα μάτια ξαναβρίσκουν τη ζωηρή έκπληξη της παιδικής ηλικίας. Αλλά με κάποια ποιότητα θαμπάδας κι απάθειας, πέρα από κάθε πάθος κι από κάθε φόβο. Το χέρι, ακόμα κι η σάρκα του, γίνεται στεγνό, ελαφρό, καθαρό, όπως το χέρι ενός πολύ νέου παιδιού. […]
Χρειάστηκε να γνωρίσω τη χριστιανική Ανατολή (όμως, τώρα ξέρω πως η Δύση, προπάντων στα μοναστήρια της, έχει και τα ανατολικά μυστικά της) για να ξανασυναντήσω κείνη τη πίστη στη συναίσθηση της ανάστασης. Κι ακόμα, να συναντήσω φωτισμένους γέροντες, που και μόνο η απλή παρουσία τους βοηθάει να ζει κανείς, να πεθαίνει και να μεταμορφώνεται με τον θάνατο. Τέτοιος ήταν ο Πατριάρχης Άθηναγόρας. Ήταν περισσότερο από ογδόντα χρόνων, όταν τον γνώρισα. Ήταν μια ύπαρξη ευλογίας κι οι νέοι δεν ξεγελιόνταν. Είχε μια παιδική ικανότητα να καταπλήσσεται: όταν χαιρετούσε, μέσα στον Φλεβάρη, το πρώτο δέντρο, που άνθιζε στον κήπο τοϋ Πατριαρχείου, όταν παρατηρούσε για πολύ τη γραφή των πουλιών στον ουρανό, απ’ τον Μαρμαρά στον Κεράτιο Κόλπο ή το γράψιμο των μυρμηγκιών πάνω στη γη.
Η απροσαρμοστία του σοφού τον είχε κάνει ικανό ν’ ακούει, να μαζεύει, να βυθίζεται στον «εσωτερικό ωκεανό ενός βλέμματος». Δεν είχε πια φόβο. Η αγωνία είχε μεταλλαγεί μέσα του σ’ εμπιστοσύνη. Του είχε έρθει ένα δώρο προφητείας. Ήξερε, πως, αφού ο Χριστός είναι αναστημένος, οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση, όσο τραγική κι αν είναι, είναι μια κατάσταση τοκετού. Ήξερε, πως η αγωνία της Δύσης συνθέτει πια τον τόπο, στον οποίο πρέπει να λάμψει το μήνυμα κι η πράξη της ανάστασης, της ζωής, που είναι πιο δυνατή απ’ τον θάνατο.
πηγή: Αντίφωνο, από το βιβλίο «Ο άλλος ήλιος», εκδ. Σποράς