Στη Μονή του αγίου Ονωράτου, στη νότια Ιταλία, ζούσε ένας πολύ ενάρετος και πράος άνθρωπος, ο Λιβερτίνος. Αυτός ήταν άξιος μαθητής του Αγίου Ονωράτου και συνεχιστής του έργου του. Μια μέρα συνάντησε αυτόν τον Λιβερτίνο ο κόμης των Γότθων Δαρδάς με πολύ στρατό. Κάποιοι άνθρωποι λοιπόν του κόμη Δαρδά τον κατέβασαν από το άλογό του, στο οποίο ίππευε, και του το πήραν. Εκείνος δέχθηκε πρόθυμα την αδικία αυτή και δεν άφησε το θυμό να κυριέψει την καρδιά του. Και μάλιστα τους έδωσε και το μαστίγιο, για να χτυπούν το άλογο, για να προχωρεί καλά.
Πηγή : Διακόνημα
Οι Γότθοι πήραν το άλογο και με γρήγορο καλπασμό έφθασαν στον ποταμό Βουλτούρο. Άρχισαν λοιπόν ο καθένας να χτυπά το άλογό του, για να περάσουν τον ποταμό, αλλά τα άλογα δεν υπάκουαν. Φαινόταν ότι κάτι τα κρατούσε και δεν μπορούσαν να κινηθούν. Ο ποταμός, όπως έδειχναν τα πράγματα, ήταν γι’ αυτά φοβερός, σαν να είχαν μπροστά τους απότομο κρημνό.
Επέμεναν οι ιππείς, τα χτυπούσαν, τα κεντούσαν με τα σπιρούνια, αλλά εκείνα έμεναν ακίνητα. Στο τέλος κουράστηκαν πια να τα κτυπούν και σταμάτησαν. Κάποιος απ’ αυτούς είπε:
- Αυτά τα παθαίνουμε γιατί κάναμε κακό στον άνθρωπο του Θεού. Του πήραμε το άλογο με βιαιότητα, ενώ εκείνος μας έδειξε μακροθυμία και δεν οργίστηκε καθόλου με μας.
- Πάρε το άλογό σου, άνθρωπε του Θεού.
- Πηγαίνετε στο καλό. Δεν έχω ανάγκη από το άλογο.
Έπειτα έτρεξαν με τ’ άλογά τους, πλησίασαν τον ποταμό και τα άλογα πλέον τον πέρασαν τόσο εύκολα, σαν να μην είχε καθόλου νερό.
(«Ο θυμός, η οργή και η θεραπεία τους», εκδ. Ετοιμασία, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Καρέας 2008, σ. 86-87)